Ένα Πασχαλιάτικο παραμύθι…

Mια φορά και έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια χώρα μακρινή, οι άνθρωποι πίστευαν ότι η ευτυχία βρίσκεται στα μεγάλα σπίτια, στα λούσα και στα γλέντια. Όλα και όλοι αγοράζονταν και πουλιόνταν και ο καθένας νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό του – «ελευθερία της αγοράς» το λέγανε. Καθώς το κυνήγι του κέρδους μεγάλωνε οι ασήμαντοι άρχοντες της χώρας έκλεβαν όλο και παραπάνω και η χώρα δεν παρήγαγε χρήσιμα πράγματα. Ρημάξανε για το κέρδος τα νοσοκομεία, τις μεγάλες σχολές των επιστημών και των τεχνών, τους συνεταιρισμούς και τις τοπικές δημογεροντίες. Τα είχανε καλά μοιρασμένα μεταξύ τους οι άρχοντες και δέσανε όλη τη χώρα με γαλάζιες και πράσινες κουμπαριές. Φυσικά το πράγμα δεν πρόκοψε.
Και ήρθαν δύσκολες μέρες. Ο Άρχοντας Ποδηλάτης-Κωπηλάτης έλεγε σ’ όλους ότι φρόντιζε για το καλό τους. Όμως δεν φορολογούσε τους προύχοντες, από την αρχή έλεγε ψέματα και νοιαζόταν μόνο για τους άρχοντες. Ο ΜΕGΑλος Κήρυκας διαλαλούσε, κάθε βράδυ στις οχτώ, ότι άλλος δρόμος δεν υπήρχε παρά μόνο αυτός που οι άρχοντες είχαν χαράξει. Όμως δουλειές δεν υπήρχαν, η ακρίβεια μεγάλωνε και οι νέοι ξενιτεύονταν. Οι έμποροι κλείνανε τα μαγαζιά τους και οι μάστορες τα εργαστήρια. Η χώρα δεν παρήγαγε τίποτα παρά μόνο θλίψη, φόβο και αγωνία.
Υπήρξαν και αυτοί που από νωρίς ξεσηκώθηκαν. Μουδιασμένοι και συχνά διαφωνώντας μεταξύ τους φώναζαν σαν τους τρελούς των χωριών. Οι άρχοντες τους απαντούσαν με κατηγόριες και φοβέρες: «δεν έχετε πρόταση, μόνο να φωνάζετε μπορείτε», «η τεμπελιά και η αχαριστία σας φταίνε για όλα», «μόνο εμείς γνωρίζουμε το καλό σας», «αν μας διώξετε θα έρθουν χειρότεροι από εμάς».
Σιγά-σιγά οι άνθρωποι κατάλαβαν… Μπορεί να μην ήξεραν ακριβώς πώς να κάνουν τον κόσμο τους καλύτερο, ήξεραν όμως ότι οι αποφάσεις των αρχόντων έκαναν τη ζωή τους όλο και χειρότερη. Κατάλαβαν ότι στα μεγάλα σχολειά θαυμαστών χωρών είχαν ανακαλύψει τις απάτες των αρχόντων – μόνο που οι άρχοντες κάνανε ότι μπορούσαν για να μην μαθευτεί. Άρχισαν να ονειρεύονται το πώς πραγματικά θα ήθελαν να ζήσουν χωρίς να τρομoκρατούνται από τον ΜΕGΑλο Κήρυκα. Κατάλαβαν ότι τα λάθη τους – γιατί όλοι κάνουμε λάθη – έπρεπε να τα διορθώσουν οι ίδιοι, παρά να αφήσουν τους αρχόντους να τα εκμεταλλεύονται. Κατάλαβαν ότι για να προκόψουν έπρεπε όλοι μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον, να αρνηθούν τις αποφάσεις των αρχόντων, σε κάθε στιγμή, σε κάθε ευκαιρία. Για να συνεργαστούν ξεκίνησαν από αυτά που τους ένωναν παρά απ’ αυτά που τους χώριζαν. Διδάχθηκαν και συνεργάστηκαν και μ’ άλλους που είχαν περάσει τα ίδια σε χώρες κοντινές και μακρινές.
Κατέληξαν ότι έπρεπε να ζήσουν με δίκαιη μοιρασιά του πλούτου, χωρίς τοκογλύφους και κουμπάρους, ότι τα γράμματα και η υγεία δεν ήταν εμπορεύσιμα. Έπρεπε η χώρα να φροντίζει γενναιόδωρα τους γέρους, τους φτωχούς, τους πρόσφυγες και τους ανήμπορους. Έπρεπε, κατέληξαν, να παράγουν για τις ανάγκες των πολλών και όχι για το κέρδος των λίγων. Δύσκολα πράγματα αλλά ήταν η μόνη λύση…
Οι άρχοντες πανικοβλήθηκαν αλλά δεν το έδειξαν. Απαγόρευσαν τις μαζώξεις και τα όνειρα και βάλανε τον ΜΕGΑλο Κήρυκα να λέει μιριάδες ψέματα για όσους ονειρεύονταν και όσους συντροφικά προσπαθούσαν. Τα όνειρα ήταν ότι πιο επικίνδυνο γιατί αμφισβητούσαν τα αυτονόητα. Θεώρησαν επικίνδυνα και κλείσανε ωδεία, γυμναστήρια και πολλά σχολειά δηλώνοντας ότι θα «κάνουν διαβούλευση» για να «τα καλυτερέψουν». Ανακοίνωσαν σχέδια για να μάθουν οι μαθητές «να κάνουν έρευνα» αλλά φρόντισαν να μην γίνει καμία απολύτως έρευνα για τις «δουλειές» των αρχόντων.
Πέρασαν δύσκολα χρόνια. Οι άρχοντες διέλυαν τα πάντα χαμένοι μέσα στην αδυναμία τους. Ροπαλοφόροι αναλάμβαναν τις απείθαρχες γειτονιές και χωριά. Μικρόμυαλοι φώναζαν ότι «για όλα φταίνε οι ξένοι που μας μολύνουν και μας παίρνουν τις δουλειές». Καλοθελητές κουμπάροι γυρνούσαν από σινάφι σε σινάφι και ψιθύριζαν ότι «το άλλο σινάφι φταίει». Κάποιοι φοβισμένοι συμμάχησαν με τους άρχοντες προσπαθώντας να κάνουν άσχημα και βίαια πράγματα. Υπήρξαν βέβαια αρκετοί που έγκαιρα κατάλαβαν ότι το τέλος πλησίαζε και πρόκοψαν μαζί με το δίκαιο και τους πολλούς. Ήταν μια δύσκολη γέννα.
«Δεν θα γίνει τίποτα, δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα» – φώναζε ο ΜΕGΑλος Κήρυκας. Ακόμα αντηχούν οι απειλές του όταν νύχτα έφευγε μασκαρεμένος. Μην ρωτάτε πως έγινε και κατάφεραν να διώξουν τους αρχόντους. Πάντα γίνεται… γιατί ποτέ μέχρι σήμερα σε κανένα μέρος του κόσμου οι άρχοντες δεν μπόρεσαν να διαφεντέψουν για πάντα. Και όταν φύγανε οι άρχοντες, «οι χειρότεροι» δεν ήρθαν – μάλλον φοβήθηκαν. Μην βιάζεστε να μάθετε αν κατάφεραν να ζήσουν με δικαιοσύνη και ισότητα. H κατάληξη του παραμυθιού είναι άλλωστε στο χέρι σας. Τα καλύτερα παραμύθια γράφονται πάντα από πολλούς.
 

 (για την Νίκη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κάτω τα χέρια από τους μετανάστες μικροπωλητές

Παρέταξαν τα ασθενοφόρα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας