Ένα μηδενικό μπροστά στο άπειρο, ένα σκεπτόμενο καλάμι. Του Χρήστου Λάσκου

Ένα μηδενικό μπροστά στο άπειρο, ένα σκεπτόμενο καλάμι. Του Χρήστου Λάσκου

«Δεν ξέρω ποιος με έφερε στον κόσμο, ούτε τι είναι ο κόσμος, ούτε τις είμαι εγώ∙ έχω φοβερή άγνοια για τα πάντα∙ δεν ξέρω τι είναι το σώμα μου, οι αισθήσεις μου, η ψυχή μου και αυτό το τμήμα του Εγώ μου που σκέπτεται ό,τι λέω, που αναλογίζεται τα πάντα και τον εαυτό του, ενώ αγνοεί τα πάντα και περισσότερο τον εαυτό του. Βλέπω τις τρομερές διαστάσεις του σύμπαντος που με περιβάλλει και βρίσκομαι δεμένος σε μια γωνιά αυτής της απεραντοσύνης, χωρίς να γνωρίζω γιατί είμαι εδώ και όχι αλλού, ούτε γιατί ο λίγος χρόνος που μου δόθηκε να ζήσω με έβαλε σε τούτο και όχι σε κάποιο άλλο σημείο της αιωνιότητας που προηγήθηκε και θα ακολουθήσει. Δε βλέπω ολούθε πάρεξ απεραντοσύνη, που με περικλείει  σαν απειροελάχιστο άτομο και σα σκιά που διαρκεί μια στιγμή χωρίς επιστροφή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να πεθάνω, αλλ’ αυτό που κυρίως αγνοώ είναι ο ίδιος ο θάνατος, που δεν μπορώ να αποφύγω». 

Τα παραπάνω λόγια, η υπ’ αριθμόν 194 από τις «Σκέψεις» του Πασκάλ, νομίζω πως συνιστά ένα από τα περιεκτικότερα κείμενα στην ιστορία αναφορικά με το υπόβαθρο της αγωνίας που κατασκευάζει τον θρησκευόμενο –καλύτερα, τον πιστό. Γι αυτό και την παρέθεσα.

Οι «Σκέψεις», ως γνωστόν, δεν  γράφτηκαν από τον Πασκάλ, αλλά «σπάρθηκαν» από τον ίδιο. Στην προσπάθειά του να υλοποιήσει το σχέδιο του για μια συστηματική απολογία του Χριστιανισμού, κυρίως μετά από τη φοβερή εκστατική εμπειρία, τη «νύχτα της φωτιάς» της 24ης Νοεμβρίου του 1654, όταν και «σχεδόν τρελάθηκε», συγκέντρωνε ατάκτως –σε χαρτάκια κακοκομμένα- στοχασμούς σχετικούς. Μετά τον θάνατό του, σε ηλικία μόλις 39 ετών, αυτά τα χαρτάκια, με πρωτοβουλία της αδελφής του, μπήκαν σε μια, αυθαίρετη προφανώς, σειρά και μας δόθηκαν. 

Και το περίεργο είναι πως αυτό το παλαβό συνονθύλευμα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά έργα όλων των εποχών. Σπαρμένο, όπως είπα, από έναν από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της ιστορίας, με βαθύτατο και επιδραστικότατο έργο σε φυσική και μαθηματικά, ιδρυτή της θεωρίας των πιθανοτήτων και από τους πρώτους «μηχανικούς» των υπολογιστικών μηχανών. 

Κεντρικό, λοιπόν, στις «Σκέψεις» είναι το ερώτημα της πίστης. Όπως σημειώνεται στη υπ. αριθμ. 277, «[η] καρδιά έχει τους λόγους της, που η λογική αγνοεί». Που πάει να πει πως, όσο κι αν καμιά φιλοσοφική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού δεν είναι δυνατή1, η «καρδιά» ξέρει πως, χωρίς την ύπαρξή του, το κατεξοχήν ερώτημα της φιλοσοφίας, αυτό του θανάτου, δηλαδή, μένει για πάντα αναπάντητο. 

Ας μη βιαστούμε να πούμε πως μπορούμε να ζήσουμε και με αναπάντητο αυτό το ερώτημα, επιλέγοντας τη στάση είτε του αγνωστικιστή είτε του άθεου, δηλαδή του «ελευθερόφρονα έναντι της αιωνιότητας».  Και να μη βιαστούμε γιατί κι αυτές στάσεις είναι και όχι «γνώση» επί του θέματος. Γιατί, προφανώς, η ανυπαρξία απόδειξης δεν συνιστά απόδειξη ανυπαρξίας. Αλλά και γιατί, πρακτικότερα, μετά από την Θεολογία της Απελευθέρωσης, για τους αριστερούς του κόσμου το θέμα τίθεται με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι πριν.  

Ο Μπλαιζ Πασκάλ, ωστόσο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον και γιατί ενδιαφέρεται πολύ να απευθυνθεί  σε αυτόν που δεν πιστεύει –πράγμα που τον κάνει πολύ αγαπητό σε μένα, που δεν πιστεύω, αλλά νοιάζομαι πολύ για όσα απασχολούν και τον ίδιο. Τα θεμελιώδη, τελικά, ερωτήματα της φιλοσοφίας και της ύπαρξης, για τα οποία νοιαζόμαστε όλοι, φιλοσοφούντες ή μη2.  

Ο Πασκάλ δεν στοχεύει να πείσει τον άπιστο, τον αγνωστικιστή και τον άθεο. Σκοπός του είναι να συζητήσει και μαζί τους, κατανοώντας καλύτερα κι από αυτούς τους ίδιους τα βασικά τους επιχειρήματα. 

Γι’ αυτό οι «Σκέψεις» είναι ένα σπουδαίο έργο για όλους εμάς τους άπιστους, τους αγνωστικιστές και τους άθεους. Φιλοσοφία σε πολύ ψηλό επίπεδο, «μελέτη θανάτου» συγκλονιστική, ένα αναγνωστικό στοίχημα που δοκιμάζει τα όρια της σκέψης. 

Καλό Πάσχα.

ΥΓ. Το περασμένο Σάββατο, στα Νέα, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος μας θύμισε πως ο Λάζαρος, μετά την Ανάστασή του από τον Ιησού, κι ενώ στο σπίτι του είχε στηθεί χαρά μεγάλη κι η αδελφή του η Μάρθα δεν ήξερε πώς να συμμαζέψει την ευτυχή της υπερκινητικότητα, καθόταν σε μιαν άκρη του δωματίου και δεν μιλούσε καθόλου. Από τα Ευαγγέλια δεν ξέρουμε τι έγινε στη μετέπειτα –μετα την επιστροφή-  ζωή του. Τη μέρα πάντως της ίδιας της επιστροφής τη πέρασε βυθισμένος μέσα στη πιο βαθειά σιωπή. Τι είδε, άραγε, απέναντι; 

———————————————————————————–

1 «Απερινόητο ο Θεός να υπάρχει, απερινόητο και να μην υπάρχει» (Σκέψεις, 230)

Υπάρχουν, όμως, μη φιλοσοφούντες; Κατά τον Αλτουσέρ, όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επιτροπές Αγώνα: Αλήθειες, ψέματα και ευθύνες στην πορεία στις Σκουριές στις 5 Απρίλη

Κάπα Research: Οι Έλληνες πιστεύουν στον Θεό, στο μάτι και στους εξωγήινους