Θωμάς Κοροβίνης, Μπέμπης, Άγρα 2024
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι μαΐστορας στον φωτισμό των προσωπικών διαδρομών των ανθρώπων μέσα στα κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια που αυτοί έζησαν.
Κάθε φορά που ιντριγκάρεται από κάποιο πρόσωπο –ή, καλύτερα, το ερωτεύεται– το κάνει μέλος της οικογένειάς του, κοιμάται και ξυπνά μαζί του, αφουγκράζεται την ανάσα του, τρώει και πίνει μαζί του σε έναν κόσμο μυστικό και φανταστικό. Τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως είναι μόνο ζήτημα χρόνου να κρατήσουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο που θα αφορά το πρόσωπο αυτό.
Το βέβαιο είναι πως έχει μελετήσει σε βάθος και όλα τα κοινωνικά και πολιτικά συγκείμενα, και έχει συνδέσει τους χαρακτήρες του με τις ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές της εποχής, στο γενικό πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας, της συγκρότησης της συλλογικής μνήμης και της παράδοσης.
Στα βιβλία του, εξ αφορμής ενός πυρηνικού γεγονότος (π.χ. η Δίκη Παγκρατίδη) ή ενός προσώπου, αντικατοπτρίζονται τα χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης κοινωνίας ή μιας ολόκληρης εποχής.
Αυτό, εν μέρει, επιτυγχάνεται δια της λογοτεχνικής αναπαράστασης.
Ο Θωμάς Κοροβίνης δεν εντρυφεί στη Λογοτεχνία μόνο ως τεχνίτης του λόγου, αλλά τη θεωρεί κοινωνική πρακτική, η οποία σχετίζεται και συνομιλεί πρωτίστως με την ίδια τη ζωή.
Και οι λογοτεχνικές περσόνες που ήταν πραγματικά πρόσωπα στο γενικότερο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας, με τον τρόπο αυτό μνημειώνονται.
Αυτά τα πρόσωπα, μέσα από τη μυθοπλασία του γράφοντος, αποκτούν καθολικότητα και αποδοχή, καθώς ο συγγραφέας τα ανασύρει από την τιμητική λήθη, τα συστήνει στους υπόλοιπους –αν δεν τα γνωρίζουν– όπως στην περίπτωση αυτού του σπουδαίου λόγιου μουσικού, του Δημήτρη Στεργίου, του Μπέμπη, και κοινωνεί μαζί τους τα πάθη, τα λάθη και τις αρετές τους.
Στο βιβλίο αυτό, με τη γνωστή μαεστρία του, ο Θωμάς Κοροβίνης, ως πολυγραφότατος, ώριμος και καταξιωμένος δημιουργός, δεν αφουγκράζεται μόνο την υπαρξιακή αγωνία του ήρωά του, του Μπέμπη –ίσως του σημαντικότερου δεξιοτέχνη του μπουζουκιού– αλλά και μια ολόκληρη εποχή, με τρόπο πολυεπίπεδο.
Και με αυτό το βιβλίο του, μας ωθεί να δούμε το υποκείμενο κάτω από το κείμενο, να νιώσουμε τη βαθιά ενδοσκόπηση ηρώων που ο ίδιος διαλέγει – θα έλεγε κάποιος, με σημαδιακό τρόπο – και την ερευνητική διαχείριση που χρειάζονται, προκειμένου να λειτουργήσουν σαν αυτόνομοι οργανισμοί.
Και συνάμα να αποτελεί ένα ταμπλό βιβάν της ελληνικής μουσικής ιστορίας και των ανθρώπων της.
Γιατί ο συγγραφέας γνωρίζει όσο ελάχιστοι τη μουσική ιστορία του τόπου μας, τους δημιουργούς της, τα πρώτα, τα δεύτερα, μέχρι και τα εκατοστά πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στη δημιουργία της.
Ο Μπέμπης δεν είναι ένα έργο πειραματικό. Αφηγηματικό είναι και άκρως δραματικό, με προεκτάσεις ψυχογραφικής περιπέτειας. Η προσέγγιση του ήθους, του χαρακτήρα και της ψυχοσύνθεσης του ήρωα που επιχειρεί ο συγγραφέας είναι συγκλονιστική.
Διεξέρχεται πιεστικές καταστάσεις, που αφήνουν το αποτύπωμά τους σε κάθε παράγραφο του έργου.
Ο Κοροβίνης δεν έχει –άλλωστε, πότε το είχε;– το ξερό ιστορικό ύφος των αφηγητών. Ανασκάπτει το υπέδαφος του ηθικού αντιδραστήρα του ήρωα, για να ανακατώσει τελικά τα δραματικά γεγονότα με τις υποκείμενες ψυχικές επιπτώσεις.
Έτσι κι αυτό το βιβλίο του ξεχειλίζει από τα πάθη του ήρωά του.
Αυτά τα πάθη έπιασε από τα κέρατα. Γιατί πάντα, για τον Θωμά Κοροβίνη, τα πάθη και οι ψυχικές ιδιοπλασίες που τρέχουν έχουν την εσωτερική τους αξία και σπουδαιότητα.
Με τον Μπέμπη του, υφαίνει έναν ιδιότυπο, σύγχρονο, σπαραχτικό θρήνο, μέσα από τον συντριπτικό σπαραγμό του ήρωά του. Τον βάζει να θρηνεί, μοιρολογώντας το άδικο της μοίρας του.
Έτσι, λοιπόν, ο συγγραφέας γίνεται ένας μανιακός φωτογράφος της ζωικής λεπτομέρειας, φωτίζει με τον φακό του τις αποχρώσεις του ψυχικού πόνου και δίνει σάρκα και οστά στη συντριβή του ήρωά του.
Η αφύσικη συνθηκολόγηση των παθών με την «κανονική» ζωή είναι η αφορμή για τους συγκλονιστικούς, σπαρακτικούς μονολόγους, υπό μορφή διαλόγου με έναν επινοημένο συνομιλούντα, του βιβλίου αυτού.
Ο Κοροβίνης, ειδικά στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, αναλαμβάνει να δώσει μαθήματα ψυχικής γεωγραφίας του πόνου, της συντριβής και του σπαραγμού.
Ο Μπέμπης ανεβαίνει αργά αργά τις δραματικές σκάλες των παθών για να γκρεμοτσακιστεί. Υποτάσσεται στην τυφλή δύναμη της ειμαρμένης και παραδίνεται στην τραγική νομοτέλεια της καταστροφής.
Ο Μπέμπης είναι ένα βιβλίο φοβερά ενδιαφέρον, καλογραμμένο, με εξαίσια οράματα και με πετυχημένο συνδυασμό μύθου και έκφρασης, γλώσσας και παραμυθίας.
Οι ήρωες του Κοροβίνη –πάντα σκοτεινοί, πάντα απρόκλητοι, πάντα δύσκολα προσεγγίσιμοι– αφήνουν στον αναγνώστη το στίγμα τους.
Και είναι πάντα εκεί ο συγγραφέας, να τους βάλει σε βάθρο ανάλογα με την ηθική τους στάση και θέση, με το δικό του προσωπικό γλωσσικό μητρώο, που –έστω κι αν το όνομά του δεν αναγράφεται – ο σταθερός του αναγνώστης θα καταλάβει ότι το έγραψε αυτός και κανείς άλλος.
Ο πεζογράφος Κοροβίνης έχει τη μοναδική ικανότητα να απευθύνεται με τα βιβλία του στο σύνολο του αναγνωστικού φάσματος: από τους περιστασιακούς αναγνώστες έως τους λάτρεις της απαιτητικής λογοτεχνίας· από τις λατρεμένες γυναίκες που έζησαν μια ζωή μέσα στα βάσανα έχοντας στο κομοδίνο ένα βιβλίο, έως τους πιο μορφωμένους συμπολίτες μας, που αναζητούν το κάτι παραπάνω, το πιο σημαντικό, από ανθρώπους που –λόγω ταλέντου αλλά και σκληρής δουλειάς– έχουν αναλάβει αυτό το καθήκον.
Ο πεζογράφος Κοροβίνης γράφει έτσι, ώστε το σύνολο των δεκτών του να βρίσκει στα έργα του μία ή και περισσότερες πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης, της συλλογικής ενσωμάτωσης, της απόλυτης ωριμότητας, της μοιραίας κατάληξης, τέλος, της αφύσικης συνθηκολόγησης των παθών με την ευτυχία.
Και είναι πάντα η στιγμή της ανάγνωσης από εμάς όλους τους αναγνώστες αφορμή να χαρτογραφήσουμε την πολυπλόκαμη σχέση μεταξύ της Λογοτεχνίας και των υπαρκτών προσώπων που καταγράφονται σ’ αυτήν.
Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι φιλόλογος, συγγραφέας.