Στις 21 Ιουνίου 2011 δημοσιευόταν στο μεγάλο ειδησεογραφικό περιοδικό της Γερμανίας, «Der Spiegel», συνέντευξη του έγκυρου Γερμανού ιστορικού, Άλμπρεχτ Ριτσλ (Albrecht Ritschl), με τον εύγλωττο τίτλο, «Η Γερμανία είναι ο πιο αμαρτωλός οφειλέτης στον 20ο αιώνα» [1].
Ο Ριτσλ, που διδάσκει Οικονομική Ιστορία στο London School of Economics, χαρακτήρισε τη Γερμανία «αυτοκράτορα του χρέους» στη σύγχρονη ιστορία, προσθέτοντας ότι «αυτό το ξεχνάμε διαρκώς». Ιστορικοί και δημοσιολόγοι, όπως ο Ριτσλ και ο Άρνο Κλένε (Arno Klönne), υπενθυμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι credo της «συνέχειας του κράτους» στη Γερμανία, παρόλες τις δραματικές τομές στη διάρκεια εκατό χρόνων, είναι η υποβάθμιση και αποσιώπηση χρεών που δεν πληρώθηκαν και αποζημιώσεων που δεν καταβλήθηκαν. Η βαθύτατη δυσφορία των κυρίαρχων ΜΜΕ και των κυβερνητικών κομμάτων στη Γερμανία γι’ αυτά τα θέματα συνδυάζεται με την υπερηφάνεια για το άρθρο 5, παράγραφος 2, που ενέταξαν το 1953 οι διαπραγματευτές της κυβέρνησης Αντενάουερ στη συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος-αρκεί να μην συζητιέται ποτέ σε ολοκληρωμένα ιστορικά και επικαιρικά συμφραζόμενα.
Ο ιστορικός οφειλέτης Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατόρθωσε χάρη σ’αυτή τη ρήτρα να απομακρύνει στο διηνεκές την οριστική διευθέτηση των επανορθώσεων απέναντι σε κράτη, ενώ άλλη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση συντήρησε πρακτικά αυτή την κατάσταση, στην κρίσιμη στιγμή της γερμανικής επανένωσης, το 1990, με τη λεγόμενη συμφωνία «δύο-και-τεσσάρων»: αυτό το με πλήρη ισχύ υποκατάστατο γερμανικού συμφώνου ειρήνης παρέτεινε τη διαρκή αναβολή που είχε επιτευχθεί το 1953. Ιδιωτικο-οικονομικές επιχειρηματικές συμφωνίες και διαπλοκή του γερμανικού κεφαλαίου με άλλα ευρωπαϊκά κεφάλαια (όπως λ.χ. το ελληνικό) ευνοούσαν την παράταση αυτής της συμφέρουσας σιωπής.
Το εξορθολογισμένο οργανόγραμμα για να ασκήσει την μεταπολεμική εξουσία της η γερμανική αστική τάξη, για να επιτύχει τους όρους ενσωμάτωσης που την ενδιέφεραν στον δυτικό συνασπισμό και για να κατοχυρώσει την ανάλογη κοινωνική συναίνεση, εξασφαλίστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία με την ίδια συμφωνία για το χρέος, το 1953. «Η ιστορία της επιτυχίας στη συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος ήταν, ας πούμε, το χρηματοοικονομικό σκέλος του γερμανικού οικονομικού θαύματος και συντελέστηκε σε μεγάλο βαθμό αθόρυβα, με ήρεμη αποτελεσματικότητα», σεμνύνεται η συντηρητική οικονομολόγος Ούρσουλα Ρόμπεκ-Γιασίνσκι στη μονογραφία της με θέμα τη διευθέτηση του πελώριου γερμανικού εξωτερικού χρέους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [2]. Η κυρία Γιασίνσκι, που βρίσκει τώρα την ελληνική κυβέρνηση «αναιδή» (όπως και γνωστοί δημοσιολόγοι εντός Ελλάδας), δεν αποφεύγει να καταδείξει στο βιβλίο της ότι η γερμανική διαπραγματευτική διαδικασία δεν ήταν και τόσο αθόρυβη, η αποτελεσματικότητα δεν ήταν τελικά αρκούντως ήρεμη και εν πάση περιπτώσει, οι μελοδραματικοί τόνοι και η επίκληση ηθικών διαστάσεων δεν απουσίαζαν, παρόλο που η Γερμανία βαρυνόταν με έναν καταστροφικό πόλεμο.
Οι πικρόχολες αντιδικίες αφορούσαν ιδιαιτέρως τον συμψηφισμό της γερμανικής περιουσίας που κατασχέθηκε στο εξωτερικό με τις απαιτήσεις των πιστωτών, αλλά και την παραίτηση της ΟΔΓ από ενδεχόμενες ανταπαιτήσεις, οι οποίες αφορούσαν πράξεις των συμμαχικών δυνάμεων στις ζώνες κατοχής από το 1945 και μετά. Επίσης, στη διάρκεια της «ήρεμης» διαπραγμάτευσης έπρεπε να βρεθεί μια λύση για προνομιακή αντιμετώπιση των αμερικανών πιστωτών ως προς τον τοκισμό και την απόσβεση των δανείων τους, διότι η αποτελεσματικότητα της γερμανικής διαπραγμάτευσης ήταν στενά εξαρτημένη από την ευμενή μεσιτεία των ΗΠΑ, σε μια σειρά προβλημάτων. Όπως λ.χ. με την περίπτωση της Ολλανδίας, η οποία απαιτούσε άμεση καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων, μέχρι να συμφωνηθεί η προαναφερθείσα ρήτρα, που μετέθετε με «δημιουργική ασάφεια» το δεσμευτικό σύμφωνο ειρήνης στο βάθος του μέλλοντος. Στις 27 Φεβρουαρίου 1953, η γερμανική αστική τάξη πέτυχε να ζήσει και να εξοικονομήσει πολύ πάνω από τις δυνατότητές της, να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση στο εσωτερικό της Γερμανίας και να αξιοποιήσει προς όφελός της τις αντιθέσεις του Ψυχρού Πολέμου. Με τα 30 δισεκατομμύρια μάρκα εκείνης της εποχής, η γερμανική κυβέρνηση προσερχόταν στην προετοιμασία της διαπραγμάτευσης, το καλοκαίρι του 1952, εμφανίζοντας το φουντωτό μαλλί του Struwwelpeter σε χρέος, για να φύγει μερικούς μήνες μετά με ένα δραστικό κούρεμα, το οποίο θύμιζε περισσότερο τον ολιγότριχο Lämpel.
Tα αποτελέσματα αυτής της πρωτοφανούς εύνοιας είναι λίγο-πολύ γνωστά: Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απαλλασσόταν από 15.5 δισεκατομμύρια μάρκα χρέους και οι πιστωτές παραιτούνταν από επιπλέον 20 δισεκατομμύρια μάρκα μη καταβληθέντων τόκων. Κομψό καπελάκι πάνω στο γερό κούρεμα ήταν ότι στο εξής το χρέος που απέμενε, προσαρμοζόταν με επιμήκυνση, δείκτες ανάπτυξης, δόσεις εξόφλησης. Να, τι μπορεί να σημαίνει αυτό το «sic stantibus», ακολουθώντας το «pacta sunt servanda», το οποίο υποστηρίζουν μονοσήμαντα γνωστοί αναλυτές των ελληνικών διαπλεκόμενων ΜΜΕ στην πενταετή τους προσπάθεια να αφομοιωθεί από την καθημαγμένη κοινωνία η δική τους ανάγνωση των πραγμάτων. Είναι εξηγήσιμο, επίσης, γιατί τους διαφεύγει ότι το «γερμανικό οικονομικό θαύμα» πλήρωνε μόνο 3% από τα έσοδα εξαγωγών προς εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου κατέβαλλαν ακόμα και πάνω από 40%.
Η συμμαχία μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου με το γερμανικό κεφάλαιο βλέπει σε μια ανάλογη διευθέτηση την ιστορική ευκαιρία για οριστική εξουθένωση του κόσμου της εργασίας να της φεύγει μέσα από τα χέρια, με εκτεταμένες συνέπειες στο ευρωπαϊκό πολιτικό προσκήνιο. Αντιθέτως, στα ιστορικά υποδείγματα ταυτίζεται με την ευνοϊκή διευθέτηση του γερμανικού χρέους προς ηγεμονική σταθεροποίηση του αστικού μπλοκ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Το 1949, η γερμανική δεξιά βρίσκει τον ιδανικό της καγκελάριο στον Κόνραντ Αντενάουερ, επικεφαλής μιας κυβερνητικής συμμαχίας Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων [3]. Είναι η εποχή που οι δυτικοί σύμμαχοι έχουν αποδώσει μερική ανεξαρτησία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά οι πολιτικές ισορροπίες δεν είναι ακόμα σαφείς. Διότι είναι, επίσης, η εποχή που οι Σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονται στην οικονομία της αγοράς και τον ρόλο των εκκλησιών, οι Κομμουνιστές παρεμβαίνουν στην κοινωνία και διαθέτουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, οι δυτικές δυνάμεις δεν έχουν αποκρυσταλλώσει το πλαίσιο ανασυγκρότησης της αστικής ηγεμονίας στη Γερμανία. Η δεξιά κυβέρνηση της Βόννης διαμορφώνει μια συμμετρική αντικομμουνιστική πολιτική με «ευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά, παρουσιάζοντας τα δύο γερμανικά κράτη ως ιδεολογικές και γεωπολιτικές αιχμές των υπό εξέλιξη αντίπαλων συνασπισμών στην Ευρώπη και ανιχνεύοντας στην ΟΔΓ την προσαρμογή στηριγμάτων από το ναζιστικό παρελθόν με νέους τρόπους. Ήδη από το 1946, οι Χριστιανοδημοκράτες καλλιεργούν την ιδέα πως είναι απαραίτητη μια ενιαία δυτική συμμαχία απέναντι στην «ασιατική δικτατορία» και από το 1950 επιτίθενται στους Σοσιαλδημοκράτες με συνθήματα όπως «όλοι οι δρόμοι του μαρξισμού οδηγούν στη Μόσχα». Ο Αντενάουερ διακήρυττε ότι η δημοκρατία και ο αυταρχισμός δεν αλληλοαναιρούνται, κι ενώ διακινούσε μια εμπρηστική ρητορική κριτική απέναντι στο καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο εσωτερικό της ΟΔΓ οργάνωνε μεθοδικά τις αντικομμουνιστικές διώξεις: με πρωτοβουλία της δεξιάς γερμανικής κυβέρνησης, αποφασίζεται το 1951 η αναθεώρηση του ποινικού δικαίου, στην οποία, με 37 παραγράφους ντροπής, προβλέπεται η σύλληψη ακόμα κι αυτών που απλώς διακινούν ενημερωτικό υλικό πολιτικού περιεχομένου. Η πολιτική δράση των κομμουνιστών ποινικοποιείται στην πράξη, εκ παραλλήλου, όμως, πλήττονται κι άλλες αριστερές οργανώσεις. Για εκείνη την περίοδο, ο φιλελεύθερος υπουργός Εσωτερικών, Βέρνερ Μάιχοφερ, θα ομολογούσε κυνικά το 1965 (τρία χρόνια πριν από το ξέσπασμα του γερμανικού Μάη): «αποδώσαμε κάθε τιμή στο εκτεταμένο αστυνομικό κράτος».
Είναι η γνωστή η ιστορία για τον μελοδραματικό οίστρο του Αντενάουερ στο Λονδίνο το 1954, όταν προσπαθούσε να πείσει τους υπουργούς εξωτερικών του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, Γιόζεφ Μπεχ και Πωλ-Ανρί Σπάακ, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί σχετικά με την προσαρμογή της γερμανικής αστικής τάξης στις ευρωπαϊκές δομές: «Ο κίνδυνος του γερμανικού εθνικισμού είναι πολύ μεγαλύτερος από ότι νομίζει κανείς. Η κρίση της ευρωπαϊκής πολιτικής αποθρασύνει τους εθνικιστές, κερδίζουν αυτοπεποίθηση και υποστήριξη […]. Όταν εγώ κάποτε δεν θα υπάρχω, δεν ξέρω τι θα συμβεί με τη Γερμανία, αν θα καταφέρουμε τελικά να δημιουργήσουμε εγκαίρως την Ευρώπη». Παρόλο που από το 1952 με 1954 ο Αντενάουερ διακινούσε τον ευρωπαϊσμό του στο Λονδίνο «με μύξα και με δάκρυα» (σύμφωνα με γερμανική έκφραση), σε αντίστιξη με τον κίνδυνο του γερμανικού εθνικισμού, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο ενσωμάτωνε απρόσκοπτα μεγάλο ποσοστό ναζιστών στον κρατικό μηχανισμό της ΟΔΓ: σύμφωνα με στατιστικούς υπολογισμούς, αφομοιώθηκαν περίπου 8, 5 εκατομμύρια μελών της NSDAP, ο ναζιστής Τέοντορ Όμπερλεντερ (Theodor Oberländer) αναλάμβανε χαρτοφυλάκιο και τα δύο τρίτα του υπουργείου Εξωτερικών στελεχώνονταν από άτομα με ναζιστικό παρελθόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιός ήταν ο επικεφαλής της γερμανικής διαπραγμάτευσης για το χρέος και τις επανορθώσεις: ο επιλεγόμενος «τραπεζίτης για όλες τις δουλειές» («Allzweck-Bankier») και κατοπινός διευθύνων της Deutsche Bank, Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς. Ο Αμπς υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος αυτής της τράπεζας από το 1938, δραστήριος διεκπεραιωτής των ναζιστικών οικονομικών στόχων μέχρι το 1945 και από το 1941 εποπτικός σύμβουλος της IG Auschwitz και ειδικά του προγράμματος «Vernichtung durch Arbeit» («εξόντωση μέσα από τη δουλειά»). Η επιμονή και η αναίδεια του Αμπς ήταν τόση στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ την άνοιξη του 1952, ώστε επήλθε ρήξη με τον κορυφαίο της γερμανικής αποστολής, τον ορντολιμπεραλιστή καθηγητή Οικονομικών, Φραντς Μπεμ (Franz Böhm): αφορμή ήταν τα τεχνάσματα και τις προκλητικές ανακολουθίες του Αμπς απέναντι στις δίκαιες απαιτήσεις του Ισραήλ [4].
H ηθική διάσταση στην ανάκτηση πιστοληπτικής αξιοπιστίας τονίστηκε από τα μέλη της γερμανικής διαπραγματευτικής αποστολής εξίσου με την ανάγκη πολιτικής σταθεροποίησης στην ΟΔΓ, κατά τη συνδιάσκεψη για το εξωτερικό χρέος της χώρας τον χειμώνα του 1952-1953. Η καταστροφή, η πείνα, η πολύπλευρη απελπισία στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τα ασφυκτικά για ανοικοδόμηση οικονομικά πλαίσια, οι βαθειές πληγές στη ζωή εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών ιεραρχήθηκαν πολύ ψηλά στην ευνοϊκή απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου του 1953. Μετά από την απόφαση, η CDU κατοχύρωνε τη θέση της με 45,2% στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1953 από 31% το 1949.
Σήμερα, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί επίγονοι εκείνων που αντί να διεκδικήσουν ισότιμα επανορθώσεις και νόμιμα δικαιώματα του ελληνικού δημοσίου από την ΟΔΓ διέπρεπαν σε κερδοσκοπικά δάνεια και συμπράξεις για την καταλήστευσή του, υπονομεύουν την διαπραγματευτική προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης, μιλώντας για «ζήτουλα με απλωμένα τα χέρια». Οι κερδισμένοι του μνημονίου επικαλούνται μυθευτικά το «γερμανικό θαύμα» ευνοϊκών ρυθμίσεων, ελαστικής χρήσης του διεθνούς δικαίου, διπλής ηθικής, ιστορικών παραναγνώσεων, διότι για τα συμφέροντά τους και τις επιδιώξεις τους σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, η 27η Φεβρουαρίου 1953 είναι ένα κακό παράδειγμα για τη δημόσια συζήτηση. Όμως, για όσους/-ες διεκδικούν απαλλαγή από το χρέος σε εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο με γνώμονα αυτή τη φορά την παραγωγική ανασυγκρότηση, την αναδιανομή, τον κοινωνικό έλεγχο, τη βελτίωση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη συντριβή της ακροδεξιάς, τη δημοκρατική αναγέννηση της Ευρώπης, τη διασφάλιση της ειρήνης και της συνεργασίας, η 27η Φεβρουαρίου 1953 είναι ένα μη παραγράψιμο προηγούμενο. Τα υπόλοιπα είναι υποκριτικός αμοραλισμός και αλλοίωση των ιστορικών διαστάσεων του ζητήματος, εντός και εκτός Ελλάδας.
Σημειώσεις
1. Deutschland ist der größte Schuldensünder des 20. Jahrhunderts», ολόκληρη η συνέντευξη, εδώ:
2. Βλ. αναλυτικά, Ursula Rombeck-Jaschinski, Das Londoner Schuldenabkommen. Die Regelung der deutschen Auslandsschulden nach dem Zweiten Weltkrieg, εκδ. Oldenbourg, Μόναχο, 2005
3. Για όλα τα στοιχεία που ακολουθούν βλ. Christian Hacke, Die Außenpolitik der Bundesrepublik Deutschland, εκδ. Ullstein, Βερολίνο, 1993 και Peter Graf Kielmansegg, Nach der Katastrophe-Eine Geschichte des geteilten Deutschland, εκδ. Siedler, Βερολίνο, 2000.
4. Για τη σταδιοδρομία και τα πεπραγμένα του Αμπς, βλ. Eberhard Czichon, Der Bankier und die Macht-Hermann Josef Abs in der deutschen Politik, εκδ. Pahl-Rugenstein, Κολωνία, 1970. E. Czichon, Deutsche Bank. Macht – Politik. Faschismus, Krieg und Bundesrepublik, εκδ. PapyRossa, Κολωνία, 2001. Lothar Gall, Der Bankier Hermann Josef Abs, εκδ. C. H. Beck, Μόναχο, 2004.
πηγή: Rednotebook.gr