in

Ένα εγχειρίδιο για την κλιματική κρίση. Του Χρήστου Λάσκου

Carolyn Merchant, Η Ανθρωπόκαινος Εποχή και οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες, μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής, επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Δασκολιά, Gutenberg 2023, σελ. 276

Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καί πᾶν ὄρος καί βουνός ταπεινωθήσεται, καί ἔσται τά σκολιά εἰς εὐθεῖαν καί αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδούς λείας

Ησαΐας 40:3,4

 

Η ρήση του Ησαΐα είναι πολύ χαρακτηριστική της γενικής τοποθέτησης του ιουδαιοχριστιανικού κοσμοειδώλου για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ο Θεός έδωσε τη φύση στον άνθρωπο, για να την εκμεταλλεύεται με όποιον τρόπο θεωρεί καλύτερο για τον ίδιο. Ήδη από την περιγραφή της εκδίωξης των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο, στη Γένεση, η κυριαρχία επί των υπολοίπων όντων ορίζεται ως απόλυτη. Αυτό που κάνει εντυπωσιακό το παράθεμα του Ησαΐα είναι η ένταση με την οποία περιγράφει τη μέλλουσα ισοπέδωση των πάντων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ειδικά ο χριστιανισμός παρέχει μια θρησκευτική νομιμοποίηση της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης. Όπως σημείωνε, ήδη το 1967, ο Λιν Γουάιτ, «[ο] χριστιανισμός, ιδιαίτερα στη δυτική του εκδοχή, είναι η πιο ανθρωποκεντρική θρησκεία που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος […] Σε πλήρη αντίθεση με τον αρχαίο παγανισμό και τις ασιατικές θρησκείες […] όχι μόνο εγκαθίδρυσε έναν δυϊσμό μεταξύ ανθρώπου και φύσης, αλλά υπερασπίστηκε [με ακραίο τρόπο] τη θέση ότι είναι θέλημα Θεού ο άνθρωπος να εκμεταλλεύεται τη φύση για τους δικούς του σκοπούς» (σελ. 150).

Όπως είναι γνωστό, ο Μαχ Βέμπερ ισχυρίστηκε πως η προτεσταντική ηθική υπήρξε θεμελιώδης παράγοντας για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, στο μέτρο, που το ασκητικό της πρόταγμα και η ειδική έννοια της θείας χάριτος, που υιοθέτησε, την έκαναν ιδιαίτερα πρόσφορη για μια οικονομία, όπου η επένδυση και όχι η κατανάλωση των κατόχων χρήματος ήταν η βάση για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η απόλυτη νομιμοποίηση της εκμεταλλευτικής σχέσης με τη φύση έπαιξε ακόμη βασικότερο ρόλο.

Υπάρχει, άραγε, κάποιο παράδοξο εδώ; Ο ανθρωπισμός δεν είναι το μείζον επιδιωκόμενο για μια πιο καλή κοινωνία; Οι φιλοσοφίες της υποψίας, ο Μαρξ, ο Νίτσε, ο Φρόιντ, ήδη από τον 19ο αιώνα, έβαλαν σε επερώτηση αυτήν την ιδέα. Στην πραγματικότητα, στην πράξη, ο ανθρωποκεντρισμός υπήρξε εξαιρετικά βλαπτικός για όλα τα πλάσματα του πλανήτη -και για την πλειοψηφία των ανθρώπινων όντων, τελικά, στο μέτρο που αμφισβητούταν η ανθρώπινη ιδιότητά τους. Πράγμα, που αφορούσε όχι μόνο τους σκλάβους, αλλά και τους προλετάριους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Ο σημερινός ακραίος περιβαλλοντικός ρατσισμός και η, εξίσου, ακραία ταξικότητα της «περιβαλλοντικής πολιτικής» είναι ενδεικτική. Οι αυτόχθονες λαοί και οι ανάγκες τους δεν γίνονται ποτέ, από τον ιμπεριαλισμό, μέρος της οικολογικής εξίσωσης. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό των κρατών, η σχετική κοινωνική ανισότητα παίρνει παροξυσμικές μορφές. Έτσι, «οι ΗΠΑ παρουσιάζουν το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών από κάθε άλλη βιομηχανική χώρα. Ενώ οι πλούσιοι μπορούν να λάβουν ατομικά μέτρα πρόνοιας, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μέσα στις επερχόμενες λίγες δεκαετίες -ασφάλιση, στεγαστικά δάνεια και μετεγκατάσταση σε πιο ασφαλείς περιοχές-, οι φτωχοί έχουν να αντιμετωπίσουν κρίσεις επιβίωσης, τη διαρκή συρρίκνωση των πόρων και πλημμύρες, που μπορεί να οδηγήσουν σε άμεσες και καταστροφικές απώλειες […] [Α]ν δεν υπάρξει κάποιος σημαντικός οικονομικός μετασχηματισμός. Στις επόμενες δεκαετίες οι φτωχές τάξεις θα πληρώνουν ολοένα και πιο ακριβά για τις ενεργειακές ανάγκες και τη διατροφή τους -και, σε σύγκριση με με τις πλούσιες τάξεις, ήδη δαπανούν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό τους εισοδήματός τους για είδη διατροφής και ενέργεια» (σελ. 209 -212).

Στον 20ο αιώνα, δεκαετίες πριν από την εμφάνιση του σύγχρονου οικολογικού κινήματος, ο Χορκχάιμερ σημείωνε: «Σε προηγούμενες εποχές, η προσπάθεια από την πλευρά της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας ήταν να αποδώσουν το νόημα των πραγμάτων και της ζωής […], να προσφέρουν στη φύση ένα μέσο με το οποίο θα μπορούσε να δημοσιοποιήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει […] Σήμερα η φύση έχει αποκλειστεί από τη δική της γλώσσα. Κάποτε, κάθε φράση, κάθε λέξη, κάθε κραυγή ή κάθε χειρονομία θεωρείτο ότι έχει ένα έμφυτο νόημα -σήμερα όλα αυτά αντιμετωπίζονται ως απλά και μεμονωμένα περιστατικά». Ο μόνος τρόπος που απέμεινε στη φύση, για «να δημοσιοποιήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει», φαίνεται πως είναι το να κάνει τον πλανήτη πολύ επικίνδυνο για τον άνθρωπο.

Κατά τη Merchant, «[η] φωνή με την οποία μιλάει η φύση και εισακούεται, [αν εισακούεται], από τους ανθρώπους είναι υλική, απτική, ακουστική, οσφρητική και οπτική  -όχι ασώματος συλλογισμός, αλλά ενσώματη κατανόηση. Η επιβίωσή μας εξαρτάται από την επιτυχία μας να δοκιμάσουμε να γίνουμε πάλι «ένα» με το φυσικό περιβάλλον, να πάψουμε να το βλέπουμε ως αντικείμενο, αλλά μέσα από μια βαθύτερη ενστικτώδη και ενσώματη, επανένωσή μας με την πραγματική, γήινη διάστασή του» (σελ. 227).

Το βιβλίο ξεκινάει με μια ευσύνοπτη, αλλά περιεκτική, παρουσίαση των εν εξελίξει οικολογικών κρίσεων. Ασχολείται με το μείζον, όχι μόνο από ιστορική, αλλά από άμεσα πολιτική άποψη, ζήτημα το πότε ξεκινάει η «Ανθρωπόκαινος». Παρουσιάζει τις εναλλακτικές ονοματολογίες για την εποχή, με κύρια αυτή της «Καπιταλόκαινου».  Διερευνά τις συγκλίσεις και τις αντιπαραθέσεις των θεωρητικών για τα θέματα αυτά. Από τους αρνητές τύπου Λόμποργκ, έως τους απαισιόδοξους, σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντίδρασης, όπως ο Νορντχάους, για τον οποίο είναι πολιτικά ανέφικτο να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους Αμερικανούς να υιοθετήσουν αλλαγές. Από αυτούς, οπαδούς ενός οικολογικού ρεφορμισμού, που θεωρούν πως η αντιμετώπιση της κλιματικής «αλλαγής» είναι δυνατή χωρίς ριζοσπαστικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές μέχρι όσους πιστεύουν ότι χωρίς την ανατροπή του καπιταλισμού η καταστροφή είναι νομοτελειακή.

Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα του βιβλίου -και αυτό συνιστά την πρωτοτυπία του- είναι αφιερωμένο στη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οι ανθρωπιστικές επιστήμες, η τέχνη, η λογοτεχνία, η ιστορία, η θεολογία, η φιλοσοφία, περισσότερο από όλες η ηθική φιλοσοφία, ως εργαλεία αφύπνισης της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού και, ιδίως, των ανθρώπων, που πλήττονται περισσότερο. Η πλούσια πραγμάτευση αυτών των θεμάτων, μέσα από το έργο ενός πλήθους ποιητών και λογοτεχνών, θρησκευτικών ηγετών και φιλοσόφων δείχνει, πολύ πειστικά, τη δύναμη αυτών των πηγών.

Είναι πολύ αποκαλυπτικό, για παράδειγμα, σε μια εποχή πολύ λιγότερο επιβαρυμένη από τη σημερινή, στα μέσα του 19ου αιώνα, το πώς αναλύεται, ως υπαρξιακό ζήτημα, η αλλαγή των συνθηκών, που έφερνε ο σιδηρόδρομος, από τον Κάρολο Ντίκενς. «Η ταχύτητα με την οποία κινείται η ζωή σε αυτή τη νέα εποχή, παρασύροντας τους ανθρώπους σε ένα άδηλο μέλλον, είναι τόσο μεγάλη που το νόημά της καταντάει ανεξιχνίαστο. Δεν υπάρχει τρόπος πια να γευτείς τη χαρά των αισθήσεων ή να κατανοήσεις τους ανθρώπους και τα τοπία, μέσα από τα οποία μια άμαξα με άλογο μετέφερε παλιότερα τους επιβάτες της. Ο θάνατος μοιάζει να πλησιάζει πιο γρήγορα και περισσότερο αναπόδραστα από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν. Η ζωή τρέχει και χάνεται, το νόημα γίνεται ακατανόητο, “όπως στο πέρασμα του ανελέητου τέρατος, του Θανάτου» (σελ. 126).

Η ευαισθησία, που δείχνει εδώ ο Ντίκενς, χαρακτηριστική γενικότερα της λογοτεχνίας, δεν είναι υποκαταστάσιμη από τις «σκληρές» επιστήμες. Και μπορεί να αποδειχτεί πολύ αποτελεσματική στη μάχη ενάντια στην κλιματική κρίση.

Οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν έναν κρίσιμο ρόλο να παίξουν, λοιπόν.

Πράγμα που αφορά κατεξοχήν την εκπαίδευση. Όπου η αξιοποίησή τους, από κοινού με τον επιστημονικό γραμματισμό, μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση πολύ πιο ευαίσθητων, απέναντι στις οικολογικές διακινδυνεύσεις, κοριτσιών και αγοριών.

Η επιλογή της έκδοσης από τη Μαρία Δασκολιά, αυτήν την έγνοια υπηρετεί. Ας ελπίσουμε πως θα γίνει ορατή από τους κατεξοχήν αρμόδιους, τους εκπαιδευτικούς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μέρος 4ο. Διεύρυνση 1973: Δανία, Ιρλανδία

Άθλιες συνθήκες διαβίωσης αλόγων στη Κερκίνη Σερρών καταγγέλλει η Help Horses Ymittos