Aπό τις 21 του μήνα, και για τέσσερις μέρες, η Παλιά Φιλοσοφική του ΑΠΘ και το ΚΕΔΕΑ φιλοξενούν το συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης για την Πολιτική Υγείας στην Ευρώπη – της IAHPE, όπως είναι το αρχικά της στα αγγλικά.
Αλλά τι το ενδιαφέρον έχει ένα συνέδριο για γιατρούς; Καταρχάς, ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Προ δεκαετίας, στα τριαντάχρονα δηλαδή της Ένωσης, ο ιδρυτής της Βιθέντε Ναβάρο (μιλά στις 21/9, στην Παλιά Φιλοσοφική), εξηγούσε πώς άρχισαν όλα το 1977: «Η Ένωση ξεκίνησε όταν κάποιοι κουραστήκαμε να παρακολουθούμε μέινστριμ συνέδρια, όπου η συμβατική σοφία παραγόταν και αναπαραγόταν προς λαϊκή κατανάλωση. Στα συνέδρια αυτά», συνέχιζε ο ίδιος, «οι προοδευτικοί ακαδημαϊκοί αγνοούνταν ή περιθωριοποιούνταν, σε έναν κυρίαρχο λόγο που έβλεπε την ασθένεια πρώτα ως φαινόμενο βιολογικό και ατομικό, και την ιατρική ως βιολογική παρέμβαση. Κάποιοι λίγοι λοιπόν από εμάς αμφισβητήσαμε αυτή την ιδεολογική θέση, που παρουσιάζεται σαν επιστημονική. Κι είδαμε αντίθετα την υγεία και την ασθένεια ως φαινόμενα που εδράζονται στον πληθυσμό και προσδιορίζονται πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά».
Φαίνεται αυτονόητο αυτό το «προσδιορίζονται». Υπό μία έννοια, όμως, είναι ως και επαναστατικό: Αν πούμε ότι η υγεία και η ασθένεια είναι ζητήματα πρωτίστως της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμικού «πλαισίου», της κοινωνίας δηλαδή, αυτό που λέμε είναι πως αμφισβητούμε την εξουσία των γιατρών πάνω στην υγεία και την ασθένεια – δηλαδή την εξουσία τους πάνω στη ζωή. Για τη συμβατική σοφία, η εξουσία αυτή θεωρείται αυτονοήτως απόλυτη – κι αυτό εξηγεί γιατί λόγου χάρη στη Χιλή οι γιατροί τάχθηκαν πλειοψηφικά με το καθεστώς Πινοσέτ. Αν όμως το κυρίως θέμα δεν είναι ό,τι γίνεται μεταξύ γιατρού και ασθενή στο νοσοκομείο, αν τα σημαντικότερα είναι αυτά που συμβαίνουν πριν και μετά, πολύ πέρα από το νοσοκομείο (η ζωή στη γειτονιά, στην πόλη, στη χώρα), τότε το κυρίως θέμα είναι της αρμοδιότητας όλων, και πάντως όχι μόνο των «ειδικών».
Αναγκαία σημείωση: όχι, δεν εννοούμε πως τις διαγνώσεις πρέπει να τις κάνουμε στο εξής μόνοι μας, ούτε ότι τις εγχειρήσεις θα τις αναλαμβάνουν λαϊκές συνελεύσεις. Όχι, τα φάρμακα και τα εμβόλια δεν είναι (μόνο) μέσα για να πλουτίζουν οι εταιρείες. Το επιχείρημα είναι πως, αν μελετάμε τις συνθήκες ζωής ενός πληθυσμού, μπορούμε να γνωρίζουμε με κάποια ασφάλεια τι απειλεί την υγεία του – και με τη συγκεκριμένη γνώση, ως έναν βαθμό να το προλαμβάνουμε και να το περιορίζουμε για ολόκληρο τον πληθυσμό. Μελετώντας τις συνθήκες ζωής (την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία), μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί αυτές και αυτοί που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, είναι συνήθως αυτές και αυτοί με τη μικρότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Με τη γνώση, λοιπόν, αυτή μπορούμε να συνδέσουμε τον αγώνα για την υγεία με τον αγώνα ενάντια στη φτώχεια (δηλαδή τον πλούτο) και τις διακρίσεις (δηλαδή το στίγμα και τον αποκλεισμό).
Δεν είναι αυτονόητες οι συνδέσεις αυτές. Για τη συμβατική σοφία, η υγεία είναι απλά «απουσία ασθένειας» – και οι ορισμοί, ως γνωστόν, δεν απλά παιχνίδια με τις λέξεις. Αν βλέπει κανείς την υγεία ως «όχι αρρώστια», τότε χρειάζεται μόνο φάρμακα και γιατρούς να επιληφθούν για το «μη κανονικό». Αν όμως η υγεία είναι «κατάσταση πλήρους σωματικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας», τότε η πολιτική γι’ αυτήν ξεκινά ακριβώς από το πλειοψηφικό «κανονικό», από τους πολλούς, και είναι αρκετά πιο σύνθετη. Απαιτεί δημόσια ευθύνη σε πολλαπλά επίπεδα (από την έκβαση, άρα την προστασία του αγαθού της υγείας απ’ τη φθορά, ως την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας). Και φυσικά καθολική μέριμνα, δηλαδή φροντίδα για όλο τον πληθυσμό.
***
Το 1948, όταν συγκροτούνταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ως άτυπο «υπουργείο» του ΟΗΕ, το πολιτικό κλίμα ισορροπία επέτρεπε την υιοθέτηση μιας τέτοιας «ολιστικής», προοδευτικής προσέγγισης – άρα και τον αντίστοιχα «ολιστικό» ορισμό για την υγεία. Έκτοτε όμως άλλαξαν πολλά. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, επί διοίκησης δηλαδή του πρώιμου Ντόναλντ Τραμπ, του Ρόναλντ Ρήγκαν, ο προϋπολογισμός του ΠΟΥ συρρικνώνεται διαρκώς, καθώς οι ΗΠΑ αποσύρονται από τον εγγυητικό-χρηματοδοτικό τους ρόλο στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Η απόσυρση αυτή προκάλεσε και την εξάρτηση του ΠΟΥ από δάνεια και δωρητές, και τελικά την κρίση του (1). Κάπως έτσι, τα τελευταία 25 χρόνια ενισχύεται διαρκώς ο ρόλος της Παγκόσμιας Τράπεζας στον σχεδιασμό των πολιτικών υγείας – σε βάρος του ΠΟΥ, και τελικά σε βάρος μιας προσέγγισης υπέρ της καθολικής φροντίδας υγείας.
Η υποχρηματοδότηση του ΠΟΥ και το πέρασμά του σε ρόλο πιο «συμβουλευτικό», ως προς τον σχεδιασμό πολιτικών, ήταν και η προϋπόθεση για μια σοβαρή πολιτική στροφή: τη στροφή από την διεθνή (“international”) στην παγκόσμια (“global”) υγεία. Oύτε εδώ πρόκειται για παιχνίδι με τις λέξεις. Η μετάβαση από το διεθνικό, δηλαδή το δια-κρατικό, προς το “global”, σημαίνει έναν ρόλο του κράτους όχι πια εγγυητικό για την καθολική φροντίδα, αλλά όλο και πιο δευτερεύοντα, επικουρικό και συμβουλευτικό (2). Σαν αυτόν, δηλαδή, που του επιφυλάσσει το ευαγγέλιο για την εμπορευματοποίηση της υγείας: η περίφημη «Αναφορά» της Παγκόσμιας Τράπεζας, του 1993 (World Development Report).
«Μόνο γιατί μια συγκεκριμένη παρέμβαση είναι οικονομικά αποτελεσματική», διαβάζουμε εκεί, «δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ξοδευτούν γι’ αυτήν δημόσιοι πόροι. Τα νοικοκυριά μπορούν να αγοράσουν φροντίδα υγείας, κι αν είναι καλά ενημερωμένα, μπορούν να το κάνουν καλύτερα από τις κυβερνήσεις. Τα νοικοκυριά αναζητούν επίσης καλύτερες αναλογίες ποιότητας-τιμής. Καθιστώντας λοιπόν διαθέσιμη την πληροφορία για την οικονομική αποτελεσματικότητα, μπορούν συχνά να βοηθούν στη βελτίωση των αποφάσεων ιδιωτών καταναλωτών και ασφαλιστών».
Είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά, το δόγμα αυτό υποστηρίζει η ηγεσία Τραμπ στις ΗΠΑ – επιχειρώντας να καταργήσει την πολυδάπανη, και γι’ αυτό μη βιώσιμη κρατική επιχορήγηση των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, το “Obamacare”, εντείνονοντας την εμπορευματοποίηση. Εμπόριο, όμως, σημαίνει σπανιότητα – άρα υγεία για λίγους. Και στα ίδια συμφραζόμενα, του «υγεία για λίγους», κινήθηκε στη Βρετανία και η καμπάνια του δεξιού Brexit, κάνοντας σημαία τον αποκλεισμό των μεταναστών ως μέσο «προστασία» του NHS. Τα θέματα υγείας επικαλείται κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νομιμοποίηση της (μνημονιακής) πολιτικής του, με ένα «μείγμα πολιτικής» που βελτιώνει τις συνθήκες πρόσβασης στις υπηρεσίες, την ίδια στιγμή που γενικεύει την επισφάλεια υγείας (3).
Στα χρόνια λοιπόν που το νεοφιλελεύθερο «ζήσε, και άσε τους άλλους να πεθάνουν» γίνεται όλο και πιο κυριολεκτικό, η υγεία παραείναι σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε (μόνο) στους γιατρούς: από τις άθλιες συνθήκες ζωής των προσφύγων ως το υγειονομικό σκάνδαλο των εξορύξεων, και από το εργασιακό burn out ως τις ψυχικές δοκιμασίες εκατομμυρίων ανέργων, η εναντίωση στο κράτος και το κεφάλαιο δεν είναι θέμα γενικώς «ιδεολογικό»: είναι ό,τι ακριβώς λέμε ζήτημα ζωής – και ως τέτοιο, απολύτως δικό μας.
1. Fiona Godlee, “WHO in crisis”, British Medical Journal, vol. 309: 1424-8, 26.11.1994· Fiona Godlee, “WHO in retreat: is it losing its influence?”, British Medical Journal, vol. 309: 1491-5, 3.12.1994.
2. Theodore M. Brown, Marcos Cueto, Elizabeth Fee, “”The World Health Organization and the Transition From ‘International’ to ‘Global’ Public Health, American Journal of Public Health,, Vol 96, No. 1, January 2006 [https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1470434/]
3. Βλ. Δημοσθένης Παπαδάτος, Μιχάλης Πουλημάς, Στέργιος Σερέτης, Αλέξης Μπένος, «Διαχείριση της κρίσης, κατοικία και υγεία: γενίκευση και μέτρηση της στεγαστικής επισφάλειας και της επισφάλειας υγείας στην Ελλάδα», Κοινωνική Πολιτική, Ιούνιος 2017 [http://eekp.gr/wp-content/uploads/2017/09/PERIODIKO-T8.pdf].