in

Εμείς και ο καπιταλισμός. Του Enrico Palandri

Πηγή: doppiozero, Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη

Όσο ολέθριος κι αν είναι ο καπιταλισμός, είναι επιφανειακός και, όπως όλες οι μορφές στις οποίες έχουν αρθρωθεί οι ανθρώπινες κοινωνίες, είναι ιστορικός. Ως εκ τούτου προορίζεται να ξεπεραστεί. Τρέφεται από τις κρίσεις του, όπως παρατήρησε ο Μαρξ.

Θα ήταν μη ρεαλιστικό να φανταστούμε πού και πώς θα τελειώσει, εάν θα είναι εξαιτίας κάποιας επανάστασης, μια νέα και αυτή τη φορά οριστική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή επειδή θα αναπτυχθούν άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, που θα προκύψουν ίσως από μειονοτικές αιρέσεις όπως ήταν  οι χριστιανοί που εμφανίστηκαν στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κάπου γεννιέται πάντα κάτι άλλο και είναι σημαντικό για τον καθένα μας να γνωρίζει τι είναι, τι μορφή παίρνει μέσα μας, πώς αλλάζει και πώς αντιστέκεται στον καπιταλισμό.

Αυτό μας επιτρέπει να παρατηρούμε τα όριά του, και στην πραγματικότητα έχουμε συνηθίσει να το κάνουμε. Για παράδειγμα, αν σε οποιαδήποτε πόλη, όπου ο τουρισμός έχει κατακλύσει ένα αρχαίο ιστορικό κέντρο γεμίζοντάς το με βιτρίνες Starbucks και McDonald’s, σηκώσουμε τα μάτια μας μερικά μέτρα πιο ψηλά, τα κτίρια μας δίνουν πίσω την αληθινή ιστορία εκείνου του τόπου.

Η Βιέννη γίνεται ξανά διαφορετική από το Τορίνο, η Βενετία διαφορετική από ένα αεροδρόμιο. Παρομοίως, παρόλο που κατακλυζόμαστε από τηλεοπτικές σειρές που κυριαρχούνται κυρίως από κατά συρροή δολοφόνους, βία κατά των γυναικών, εν ολίγοις από τον σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο, αρκεί να διαβάσουμε ένα ποίημα του Τζιάκομο Λεοπάρντι ή του Τζιόρτζιο Καπρόνι για να καταλάβουμε ότι η τέχνη είναι κάτι άλλο και ότι αυτού του είδους η ψυχαγωγία, όπως οι βιτρίνες που μασκαρεύουν το ιστορικό κέντρο των πόλεων, δεν είναι τίποτα, του χρόνου δεν θα ξέρουμε καν τι ήταν.

Αλλά είναι, κυρίως,  μέσα μας και μέσα στους άλλους με τους οποίους ζούμε, που η εστίαση στο χρήμα και τη δυναμική του – το οποίο συχνά κυριαρχούν σε ορισμένες εποχές της ζωής – συγκρούεται με κάτι που αντιστέκεται: την ερωτική και πνευματική ζωή, την ανθρωπιά, αυτό που είμαστε μόνοι μας και μαζί.

Θα ήταν υποκριτικό να μην δείχνουμε σεβασμό σε όποιον διαπραγματεύεται έναν μισθό ή σε όποιον προσπαθεί να πάρει ένα στεγαστικό δάνειο από μια τράπεζα, αλλά αν η ζωή περιορίζεται σε αυτό, την έχουμε βάψει.

Ένας Γερμανός ψυχαναλυτής μου έκανε ένα ωραίο αστείο πριν από μερικές εβδομάδες: έχεις αδέρφια; Με ρώτησε. Και είστε κοντά ή έχετε κληρονομήσει; Τι είναι λοιπόν αυτό που μας κρατά ενωμένους ως αδέρφια; Και γιατί μπορεί να διαρραγεί από τα χρήματα; Ή πώς του αντιστέκεσαι; Τι άλλο υπάρχει πέρα από τα χρήματα στις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις;

Αυτό είναι ένα πολύ συχνό θέμα στη λογοτεχνία, από τις κωμωδίες του Τερέντιου, όπου παρωδείται ο νεαρός άνδρας που ερωτεύεται τη σκλάβα μέχρι την επιθυμία του βασιλιά Ληρ να ελευθερωθεί από το βασίλειό του μοιράζοντάς το στις κόρες του για να βαδίσει πιο γρήγορα προς τον θάνατο, από την μπριόζα Η υπηρέτρια κυρά του Περγκολέζι, στον Ντον Πασκουάλε του Ντονιτσέττι, μέχρι την πολύ πλούσια παράδοση των μασκών μας όπου ο προσκολλημένος στο χρήμα γέρος, Πανταλόνε ή Ντον Μπάρτολο, είναι συνήθως μια καρικατούρα, ένας δευτεραγωνιστής.

Ακόμα κι όταν δίνει τον τίτλο στην κωμωδία, όπως στο Σιορ Τοντέρο Βροντολόν (Sior Todero Brontolon). Οι θετικοί πρωταγωνιστές, αυτοί με τους οποίους συντάσσεται ο Κάρλο Γκολντόνι, είναι πάντα οι νεαροί εραστές και οι γυναίκες.

Στη λογοτεχνία και στη ζωή όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σημαντικές στιγμές, τον έρωτα, τη γέννηση ενός παιδιού ή το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, ο χαρακτήρας των ανθρώπων με τους οποίους ζούμε αποκτά ξανά μια καθαρότητα που υπερβαίνει αμέσως τα οικονομικά ζητήματα.

Θαυμάζουμε τους άλλους όταν γνωρίζουν πώς να ξεπερνούν τον κοινότοπο ορίζοντα των συμφερόντων και μας καλούν, με το πιο βαθύ και σταθερό βλέμμα τους, σε κάτι υψηλότερο, πιο σοβαρό. Μας καλούν στα ερωτήματα που θέτει η ύπαρξη, αναγκασμένοι, σχεδόν πειθήνια, από μια εσωτερική δύναμη που τους ωθεί να απομακρυνθούν από τις συμβάσεις, από  τις συνήθειες και από την επιτήδευση της εποχής μας.

Όπως λέει ο Μάρκο Λομπάρντο στο Καθαρτήριο (XVI) του Δάντη για να διαχωρίσει τις αστρικές επιρροές από τον Θεό: a maggior forza e a miglior natura/ liberi soggiacete (σε μεγαλύτερη δύναμη και σε καλύτερη φύση/ ελεύθεροι υποτάσσεστε). Το ίδιο συμβαίνει  και με το χρήμα, αυτό που φαίνεται να είναι η αναπόφευκτη πίεση του χρήματος στην πραγματικότητα διαλύεται όταν συγκρούεται με κάτι που είναι πιο ουσιαστικό και δικό μας.

Αυτό το όριο μεταξύ του καπιταλισμού και του «άλλου» το βλέπουμε και στον πολιτικό αγώνα: για να εξαλείψει κάποιος έναν αντίπαλο, υπογραμμίζει σχεδόν πάντα τα οικονομικά του συμφέροντα. Δεν είναι μόνο η διαφθορά, μερικές φορές αρκεί να αποκαλύψεις τα συμφέροντά του.

Όταν η προσωπικότητα ενός πολιτικού χάνει τις ιδεώδεις συνδηλώσεις, το ανθρώπινο βάθος, τότε το μόνο που μένει να τον καθορίζει είναι το ιδιοτελές κέρδος του και καταρρέει όχι μόνο μπροστά στα μάτια μας, αλλά μπροστά σε ολόκληρο το έθνος. Από παλαδίνοι της δεξιάς ή της αριστεράς, αυτοί οι πρωταγωνιστές υποβιβάζονται αμέσως σε ασήμαντους χαρακτήρες όπως οι συγγενείς που διακωμωδήθηκαν στην όπερα  «Τζιάνι Σκίκι» του Πουτσίνι.

Αυτό είναι φανερό σε εμάς σε ιδιωτικό επίπεδο: όλοι αργά ή γρήγορα βιώνουν μια βαθιά αντίρρηση για κάποιον επειδή τον έχουν δει πώς συμπεριφέρεται με τα χρήματα και, κατά βάθος, αυτή η αντίρρηση έχει την ίδια ρίζα με την πιο αφηρημένη και πολιτική αντίσταση στον καπιταλισμό.

Ακόμη και αν δεν  κάνουμε σχέδια για εναλλακτικές κοινωνίες, μπορούμε να νιώσουμε ότι κάτι μέσα μας αντιστέκεται, κοιτάζει πιο μακριά, διαβάζει με μεγαλύτερη φροντίδα την ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και τη δύναμη των μύθων που στηρίζουν τους φιλοσοφικούς ορίζοντες των κοινοτήτων. Αυτό το «άλλο» αποκαλύπτει τον βραχύ ορίζοντα του να κοιτάμε μόνο τις τσέπες, αναδημιουργεί την πιο ευρεία και πραγματική οπτική με την οποία βλέπουμε τον κόσμο.

Αν δεν είμαστε κακομαθημένα παιδιά, σε διαρκή αναζήτηση ενός καινούργιου παιχνιδιού, αργά ή γρήγορα τα όρια του καταναλωτισμού γίνονται εμφανή ακόμα και στους μικρούς καταναλωτές.

Για να πετάξουμε ξέρουμε ότι πρέπει να ερωτευτούμε, όχι να πλουτίσουμε, για να ανυψωθούμε προσπαθούμε να ξεπεράσουμε ένα πένθος, διαβάζουμε καλά βιβλία για να γίνουμε καλύτεροι, γιατί γνωρίζουμε ότι όταν στοχαζόμαστε μαζί με έναν ποιητή ή έναν μουσικό μάς αποκαλύπτονται οι μεγάλοι ορίζοντες στους οποίους αρθρώνεται η ζωή, τα μέρη όπου ο άνθρωπος, όπως λέει ο Νίτσε, καταφέρνει να συλλάβει τον εαυτό του. Αυτό αναζητούμε στην ανάγνωση.

Σε αυτή την καθημερινή σύγκρουση ανάμεσα σε εμάς και τον καπιταλισμό είμαστε όλοι πρωταγωνιστές. Μερικές φορές φαίνεται ότι ο πολιτισμός μας, από τα νοσοκομεία μέχρι τα πανεπιστήμια και τους εκδοτικούς οίκους, ρυθμίζεται αποκλειστικά από το χρήμα. Από την άλλη μεριά, εκείνο το κάτι που πάντα αντιτάσσεται μας θυμίζει ότι στα νοσοκομεία οι άνθρωποι νοσηλεύονται, στα πανεπιστήμια εκπαιδεύουν και μεταδίδουν τη γνώση, στους εκδοτικούς οίκους προσπαθούν να δημοσιεύσουν ό,τι έρχεται σε αντίθεση με την εποχή μας και καλλιεργεί τον άνθρωπο.

Το να είσαι άνθρωπος είναι τελικά θέμα αντίστασης. Η ψευδαίσθηση ότι ανακουφιστήκαμε από τις δύσκολες ιστορικές συνθήκες μέσω του πλούτου τυλίγεται γύρω από τους αστραγάλους μας σαν φίδι.  Αλλά δεν θα νιώθαμε τη δυσφορία, το ψεύδος αυτής της υπόσχεσης και τον πόνο της κατάστασής μας, αν δεν υπήρχε κάτι που αντίθετα κοιτάζει ψηλά,  που στο «άλλο», άνθρωπο, ζώο ή δέντρο βλέπει ζωή. Που στους τρομερούς πολέμους και τις καταστροφές σε όλο τον πλανήτη αναγνωρίζει τα συμφέροντα ως την πραγματική καταστροφή που τροφοδοτούν το κακό. Την απληστία της βιομηχανίας του πετρελαίου ή της βιομηχανίας όπλων. Από την άλλη, η αναγνώριση ενός «εμείς» που περιλαμβάνει δέντρα και ποτάμια, τους άλλους, τον ουρανό και τη γη επιθυμεί το τέλος των πολέμων.

Γιατί τελικά ο καπιταλισμός, που γεννήθηκε ως αγώνας ενάντια στη φτώχεια, καταλήγει σε αυτό: στη φτώχεια. Βλέπουμε λοιπόν τους δυναστικούς αγώνες των μεγάλων καπιταλιστικών οικογενειών ως ιστορίες μεγάλης δυστυχίας, κακώς καλυμμένες από πολυτελή σπίτια και πανάκριβα σκάφη, αλλά ουσιαστικά ιστορίες απόλυτης φτώχειας, προπαγάνδα για τη φτώχεια των παιδιών που δεν μπορούν να παρηγορηθούν ούτε με ένα διαστημόπλοιο για να πάνε στον Άρη.

Πηγή: doppiozero.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ινδιάνοι. Του Χρήστου Λάσκου

Η θύελλα. Tου John Holloway