Τα τελευταία χρόνια, ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν πάλεψε σκληρά για να καταφέρει να κερδίσει ο Μπάιντεν τις εκλογές. Επανέλαβε εκατό φορές σε editorial που δημοσιεύθηκαν από τους New York Times ότι οι Αμερικανοί έπρεπε να ψηφίσουν τον Μπάιντεν επειδή, χάρη στις πολιτικές που υιοθέτησε η κυβέρνησή του, η αμερικανική οικονομία ανθούσε.
Πράγματι, αν η αμερικανική οικονομία συγκριθεί με την κατάρρευση των ευρωπαϊκών οικονομιών, τα πάει πολύ καλά σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή, η οποία έπρεπε να απορρίψει την ενέργεια που προμηθεύονταν από τη Ρωσία. Αλλά φαίνεται ότι το παλιό ρητό της Κλίντον «Είναι η οικονομία ηλίθιε» δεν λειτουργεί πλέον.
Για να καταλάβουμε κάτι από τον γκρεμό στον οποίο οι αμερικανικές εκλογές κατακρήμνισαν οριστικά τον κόσμο, χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό ρητό: «Είναι η ψυχολογία, ηλίθιε».
Τα συναισθήματα της παρακμής δεν είναι λιγότερο σοβαρά από την οικονομία: υπάρχει ψυχικός πόνος, ταπείνωση, αίσθηση ασφυξίας, η θλίψη και γεροντική άνοια που έχει κυριεύσει τον δυτικό πληθυσμό.
Ο παγκόσμιος θρίαμβος της κτηνωδίας που παρακολουθούμε παραζαλισμένοι μπορεί να εξηγηθεί κυρίως από την ψυχωτική επιδημία ότι η οικονομία δεν μπορεί να κυβερνήσει και η πολιτική ακόμη λιγότερο.
Αν οι δημοκρατικοί, και γενικά η αριστερά, ήταν στο ύψος αυτής της τραγωδίας, θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι ο ακραίος φιλελευθερισμός των φανατικών όπως ο Μιλέι δεν είναι παρά η εξέλιξη του μετριοπαθούς φιλελευθερισμού που εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια καθοδηγεί τη δράση των κεντροαριστερών κυβερνήσεων από τον Μπλερ μέχρι τον Σρέντερ, από τον Λέτα μέχρι τον Ρέντσι.
«Η διαφορά μεταξύ Τραμπ και Χάρις είναι ότι ο Τραμπ σε παρασύρει με χαρά στο βάραθρο για να κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά, ενώ η Χάρις σε παρασύρει με χαρά στο βάραθρο για λόγους που δεν εξήγησε ποτέ. Πρέπει να εκπλησσόμεθα που οι άνθρωποι επέλεξαν τον φασισμό;». (Ρότζερ Χάλαμ)
Πώς μπορούμε να πιστέψουμε τις διαμαρτυρίες των Ιταλών δημοκρατικών απέναντι στην απανθρωπιά με την οποία η κυβέρνηση Μελόνι αντιμετωπίζει τους μετανάστες, δεδομένου ότι το ρατσιστικό παράδειγμα που υιοθετεί η Μελόνι σφυρηλατήθηκε από ένα άτομο που ονομάζεται Μάρκο Μινίτι, ο οποίος τώρα ασχολείται με τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Πώς να πιστέψουμε τις διαμαρτυρίες των Ιταλών δημοκρατικών για την καταστροφή της δημόσιας υγείας όταν αυτοί ήταν που ξεκίνησαν την ιδιωτικοποίηση και την αποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας;
Η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου οι φασίστες δεν είναι νικητές είναι αυτή όπου η αριστερά προσπάθησε, αν και με χίλιες αβεβαιότητες, να βάλει την κοινωνία στο επίκεντρο και όχι την οικονομία ή την ασφάλεια: η Ισπανία.
Είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου οι άνθρωποι στο δρόμο δείχνουν πρόθυμοι να χαμογελάσουν και να σε χαιρετήσουν, όπου η ευγένεια και η ευθυμία δεν έχουν εξοριστεί εντελώς, όπως στην Ιταλία.
Είναι η μόνη χώρα όπου υπάρχει ένας νόμος (η μεταρρύθμιση της Γιολάντα Ντίαζ) που ρυθμίζει την επισφαλή εργασία και όπου γίνεται προσπάθεια να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση. Και (θαύμα) τα δημόσια οικονομικά είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι στη Γαλλία του Μακρόν ή στην Ιταλία της Μελόνι.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Κρούγκμαν: στις 15 Δεκεμβρίου δημοσίευσε το τελευταίο του άρθρο στους NYT. Τόσο τελευταίο που τιτλοφορείται: My last column: Finding hope in an age of resentment.
Ο Κρούγκμαν ξεκινά θυμίζοντας τις παλιές καλές μέρες, όταν «οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ένα επίπεδο ικανοποίησης που σήμερα μοιάζει σουρεαλιστικό… Οι Αμερικανοί ένιωθαν ότι η ειρήνη και η ευημερία ήταν εγγυημένες».
Για ποιο λόγο σήμερα οι Αμερικανοί βυθίζονται στην αγανάκτηση και σε μια κατάθλιψη που φαίνεται να θεραπεύεται μόνο με τη βία;
Η απάντηση του Κρούγκμαν είναι αποκαρδιωτικά επιφανειακή:
«Γιατί χάλασε εκείνη η αισιοδοξία; Όπως το βλέπω εγώ, είχαμε μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις ελίτ: το κοινό δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που διαχειρίζονται τα πράγματα».
Αυτό είναι όλο; Κρίση εμπιστοσύνης στις ελίτ; Και ποιες θα ήταν οι αιτίες αυτής της κρίσης εμπιστοσύνης;
Ο Κρούγκμαν δεν απαντά σε αυτή την ερώτηση, αλλά αντ’ αυτού καταλήγει με κανα δυο προτασούλες που θα ήθελαν να είναι καθησυχαστικές αλλά είναι απλώς ηλίθιες.
«Αυτό που πιστεύω», γράφει ο αρθρογράφος που κάποτε εκτιμούσα, «είναι ότι ενώ η δυσαρέσκεια μπορεί να φέρει κακούς ανθρώπους στην εξουσία, μακροπρόθεσμα δεν τους επιτρέπει να παραμείνουν στην εξουσία».
Μην ανησυχείτε, παιδιά, όλα θα πάνε καλά γιατί οι Αμερικανοί ψηφοφόροι σύντομα θα κουραστούν από αυτούς τους κακούς. Αλήθεια τώρα;
Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που τα πράγματα ήταν τόσο απλά όσο τα βλέπει ο νομπελίστας Κρούγκμαν, θα άξιζε να ρωτήσουμε (στο τελευταίο editorial) τι συμβαίνει στο μεταξύ, ενώ περιμένουμε τους καλούς Αμερικανούς ψηφοφόρους να συνέλθουν και να ψηφίσουν έναν καλό πρόεδρο (όπως ο Τζο Μπάιντεν;).
Ο Κρούγκμαν αποσιωπά αυτό το σημείο: τι θα κάνει αυτή η συμμορία των μοχθηρών ρατσιστών που έχουν καταλάβει την εξουσία τα επόμενα τέσσερα χρόνια; Και ολοκληρώνει το τελευταίο του editorial με μια πρόσκληση να μην χάσουμε την ελπίδα.
«Αν αντισταθούμε στην αναδυόμενη κακιστοκρατία (την κυβέρνηση των κάκιστων), θα μπορέσουμε αργότερα να γυρίσουμε πίσω και να ξαναβρούμε το δρόμο μας για έναν καλύτερο κόσμο».
Εάν αυτή είναι η πνευματική ποιότητα των δημοκρατικών, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κερδίζουν οι φασίστες. Η δόλια προσφυγή στο θέμα της ελπίδας κινδυνεύει να λειτουργήσει ως μια ακόμη παγίδα.
Αρχικά, η ελπίδα δεν είναι επιχείρημα. Ή είναι μια ψυχική κατάσταση (συχνά παραπλανητική και πρόδρομος της απογοήτευσης και της μνησικακίας), ή είναι μια θεολογική αρετή.
Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη για τις θεολογικές αρετές και θα δώσω τον λόγο στον Πάπα Φραγκίσκο, ο οποίος στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε μετά την εκλογή του, είπε σε έναν έγκριτο δημοσιογράφο, τον Αντόνιο Σπάνταρο:
«Βλέπω καθαρά ότι αυτό που έχει ανάγκη περισσότερο η Εκκλησία σήμερα είναι η ικανότητα να φροντίζει τις πληγές και να ζεσταίνει τις καρδιές των πιστών, η γειτνίαση, η εγγύτητα. Βλέπω την Εκκλησία ως νοσοκομείο εκστρατείας μετά από τη μάχη. Είναι ανώφελο να ρωτάς έναν σοβαρά τραυματισμένο αν έχει υψηλά επίπεδα χοληστερίνης και σακχάρου! Τα τραύματά του πρέπει να φροντίσουμε. Μετά μπορούμε να μιλήσουμε για όλα τα άλλα. Να φροντίσουμε τις πληγές, να φροντίσουμε τις πληγές… Και πρέπει να ξεκινήσουμε από τα κάτω».
Ο Ράτσινγκερ, ο προκάτοχος του Φραγκίσκου, είχε επικεντρώσει τη διδασκαλία του στην έννοια της αλήθειας και ως εκ τούτου είχε δώσει προτεραιότητα στην πίστη, επειδή μόνο πάνω σε αυτή μπορεί να θεμελιωθεί η (αποκλειστική) κατοχή της αλήθειας.
Νομίζω ότι ο Φραγκίσκος σκοπεύει να δώσει την προτεραιότητα στη φιλανθρωπία.
Και εγώ συμφωνώ μαζί του. Η φιλανθρωπία, η αλληλεγγύη ή ίσως η φιλία, ή ίσως η συνενοχή μεταξύ των λιποτακτών, είναι η θεολογική αρετή που χρειαζόμαστε. Όχι η ελπίδα.
Πολλοί, τρομοκρατημένοι από την σκοτεινιά του ορίζοντα, ασπάζονται την πίστη και μάχονται ως ήρωες για έναν σκοπό που δεν είναι δικός τους. Ήμουν πάντα δύσπιστος με την πίστη. Και δεν πίστεψα ποτέ στην ύπαρξη της αλήθειας.
Για την ελπίδα μίλησα. Δεν είναι επιχείρημα, και πολύ συχνά παραπλανά. Χάνεις χρόνο ελπίζοντας, ενώ τώρα είναι η ώρα να το σκάσεις.
Μη χάνεις χρόνο ελπίζοντας.
Ήρθε η ώρα της λιποταξίας.
Σχετικά με αυτό, διάβασα ένα υπέροχο μήνυμα του Ρότζερ Χάλαμ, από τη βρετανική φυλακή όπου κρατείται επειδή κατήγγειλε τις επιπτώσεις της κλιματικής κατάρρευσης.
“Μόλις βγω από εδώ”, λέει ο αρχηγός των Extinction Rebellion, “θα βγω στους δρόμους και θα ξαναρχίσω τη δράση μου ως αγκιτάτορας”. Ένα παράδειγμα ηθικού σθένους και αισθητικής πρόκλησης.
«Θέλω να πηγαίνω πόρτα πόρτα για να πείσω τους ανθρώπους», λέει ο Ρότζερ.
Κι εγώ αναρωτιέμαι: να τους πείσεις για ποιο πράγμα;
Ο Ρότζερ Χάλαμ περιγράφει πολύ καλά την κατάσταση:
«Το 52% των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων ψήφισαν τον Τραμπ. Η μόνη κοινωνική ομάδα που ψήφισε Δημοκρατικούς ήταν λευκοί με πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι; Εδώ και καιρό υποστηρίζω ότι πρέπει να πάμε να χτυπήσουμε τις πόρτες του κόσμου. Αλλά λίγοι, ειδικά μεταξύ των λευκών με ανώτερη μόρφωση, έχουν όρεξη να μιλήσουν με τον κόσμο. Καλύτερα να βρίσκονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να διαμαρτύρονται για τον Τραμπ. Η κατάθλιψη μπορεί να είναι ελκυστική, σωστά;»
Ο Χάλαμ μας επιπλήττει γιατί αντί να βγούμε έξω για να πείσουμε τον κόσμο (κανείς δεν ξέρει για ποιο πράγμα) μένουμε εδώ κλεισμένοι στα δωμάτιά μας και πέφτουμε σε κατάθλιψη. Σε αυτό το σημείο δεν συμφωνώ μαζί του.
Πιστεύω ότι η κατάθλιψη είναι μια πράξη σοφίας και κυρίως ξέρω ότι η κατάθλιψη εξελίσσεται και μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο.
Μπορεί να εξελιχθεί σε αντιδραστικό φανατισμό, επιθετικότητα εναντίον κάποιου αποδιοπομπαίου τράγου, με λίγα λόγια σε φασισμό. Αυτό είναι που συμβαίνει τώρα σε μεγάλη κλίμακα.
Αλλά η κατάθλιψη μπορεί, αντί αυτού, να εξελιχθεί σε εγκατάλειψη της προσδοκίας οποιουδήποτε μέλλοντος (ή ελπίδας). Μπορεί να εξελιχθεί σε λιποταξία, εγκατάλειψη της ιστορικής σφαίρας.
Αν έπρεπε πραγματικά να βγω στη γύρα με τον Ρότζερ, για να χτυπήσουμε τις πόρτες του κόσμου, νομίζω ότι αυτό ακριβώς θα του έλεγα: «ετοίμασε ένα πακέτο με τα απολύτως απαραίτητα και έλα μαζί μου. Μη χάνεις χρόνο ελπίζοντας, ήρθε η ώρα να το σκάσεις. Και όταν το σκας, δεν τρέχεις απλά, αναζητάς νέες τεχνικές για την επιβίωση, νέες μορφές φιλίας και ερωτισμού».