Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο χρηματιστήριο και στις τράπεζες ο προβληματισμός σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας έχει επιστρέψει, επώδυνος κι ανησυχητικός. Όπως και να το κάνεις, θολώνουν λίγο οι διακηρύξεις –τόσο από τη ΔΕΘ όσο και από τα βήματα που αξιοποίησε στις ΗΠΑ- του πρωθυπουργού πως «η κρίση ξεπεράστηκε».
Τόπε και το ξανάπε ο άνθρωπος: «Η κρίση ξεπεράστηκε». Και μαζί ξεπέρασε και τους ριζοσπάστες –ιδίως τους μαρξιστές- οι οποίοι έθεταν παλιακούς όρους σε ό,τι αφορά την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης.
Διότι, βάσει της θεωρίας Τσίπρα, ο τρόπος υπέρβασής της είναι σαφής –δεν χρειάζονται παρά τρία Μνημόνια κι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.
Να, όμως, που βρόντηξαν οι τράπεζες. Αυτές που έχουμε πληρώσει χρυσές και, παρ’ όλα αυτά, έχουν τα μισά τους δάνεια στο κόκκινο. Αυτές που, αφού άνοιξαν το δρόμο στην ελληνική καταστροφή, συνέχισαν τις σοφές πολιτικές τους, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Μαρινόπουλο και τη Φολί Φολί. Που τις σώσανε και τις ξανασώσανε βουλιάζοντας στην φτώχεια και την απόγνωση την πλειοψηφία των «μικρών ανθρώπων».
Και τώρα πρέπει να τις ξανασώσουν. Γιατί, λέει, δεν φταίνε αυτές –οι κερδοσκόποι φταίνε. Οι ίδιες, άλλωστε, είναι το ακριβές αντίθετο της κερδοσκοπίας, συνεχίζοντας μια μακρόχρονη παράδοση ανιδιοτελούς προσφοράς στον τόπο και το λαό, στην πατρίδα.
Τα πρόσφατα επεισόδια δεν είναι συμπτωματικά. Αποτελούν δείκτη της σαθρής οικονομικής κατάστασης, η οποία –και λόγω των Μνημονίων- έχει κάνει την Ελλάδα κυριολεκτικά φτερό στον άνεμο. Τόσο ευάλωτη, που ένα φύσημα του αέρα είναι αρκετό να την καταβάλλει οριστικά.
Για σκεφτείτε. Προτάθηκε ήδη να ενισχυθούν οι τράπεζες από χρήματα του «μαξιλαριού» των 24 δισεκατομμυρίων, που διαμορφώθηκε έτσι ώστε «να βγούμε ομαλά στις αγορές». Αυτό από μόνο του ακυρώνει όλη την καθησυχαστική ρητορική, που αναπτύσσεται αυτές τις μέρες. Αν επιχειρηθεί, είναι σχεδόν βέβαιο πως η «μεταμνημονιακή» εποχή θα είναι ακόμη πιο ασφυκτική από την επισήμως μνημονιακή.
Δεν θέλει και πολύ για να κατανοήσουμε πως το πράγματα δεν είναι καλά και –υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καθόλου απίθανες- μπορεί να γίνουν πολύ χειρότερα. Η «ανάπτυξη», την οποία προέβλεπε διαχρονικά και για την οποία επαίρεται τελευταία ο πρωθυπουργός είναι η πιο καραμπινάτη στασιμότητα βάσει των ορισμών των γενικών εγχειριδίων της οικονομικής[1].
Δεν είναι μόνο, όμως, η ποσοτική πλευρά που κάνει τις διακηρύξεις αυτές απλές παπάντζες. Είναι ακόμη περισσότερο η ποιοτική. Θέλω να πω, η ανάσχεση της πρωτοφανούς ιστορικά ύφεσης οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην εξέλιξη ενός κλάδου, του τουρισμού, και έχει συμπτωματικό, εν πολλοίς, και συνεπώς, κατά πάσα πιθανότητα, συγκυριακό χαρακτήρα.
Είναι γελοίο σε μια οικονομία, στην οποία οι επενδύσεις είναι μικρότερες από τις αποσβέσεις, όπου, δηλαδή, ούτε τα φθαρέντα πάγια δεν αποκαθίστανται πλήρως και, επομένως, το κεφαλαιακό απόθεμα συρρικνώνεται, ο πρωθυπουργός να «χαιρετίζει να ανάπτυξη» και να βεβαιώνει για την… υγεία του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας ευρύτερα.
Όπως γελοίο είναι και να διαφημίζει την επιτυχία της… δημοσιονομικής προσαρμογής, όταν αυτή η «επιτυχία» βασίζεται αποκλειστικά στην άγρια λιτότητα σε βάρος του κόσμου της εργασίας.
Και ακόμη γελοιωδέστερο να ισχυρίζεται πως αυτή υλοποιήθηκε με την κοινωνία όρθια!!!
Η αλήθεια σχετικά προβάλλει ανάγλυφη από δεκάδες αριθμούς, ένας μόνο εκ των οποίων είναι πως η φοροκλοπή ΦΠΑ στην Ελλάδα από 7 δισεκατομμύρια το 2014 έχει ανέβει στα 9 το 2017, που, πάει να πει, πως, την ίδια περίοδο που οι φτωχοί είδαν μείωση του αφορολόγητου -και περιμένουν και μια επόμενη- και τεράστια αύξηση των συντελεστών στο φόρο κατανάλωσης, ένα μεγάλο κομμάτι… επιχειρηματιών βρήκε τρόπο να αυγατίσει τα –πλάγια- κέρδη του. Και τώρα –με δεδομένη την «επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής»- η κυβέρνηση δίνει τη μάχη της μη-περικοπής των συντάξεων. Κρατήστε συγκριτικά πως αυτή αφορά 1.8 δισεκατομμύρια, δηλαδή μόλις το 1/5 της ετήσιας φοροκλοπής ΦΠΑ.
Τόση επιτυχία, τόση επιχειρηματική υγεία, τόση ανάπτυξη.
Θα μπορούσα να μακρηγορήσω πολύ. Το έχω κάνει από αυτήν την στήλη άλλοτε. Νομίζω, όμως, πως δεν χρειάζεται.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις οικονομικές εξελίξεις, επακριβώς. Οι πιθανότητες, ωστόσο, φανερά δεν ευνοούν τα θετικά σενάρια.
[1] Μια περιεκτική αναφορά στο ζήτημα της «ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας γίνεται στο: Ηλίας Ιωακείμογλου, Ανάπτυξη για ποιόν; Redtopia, 11 Σεπτεμβρίου 2018
Πηγή σκίτσου: marginalia.gr