in

Ελιά, το πανάρχαιο δέντρο σε κίνδυνο

Έρευνα: Σταυρούλα Πουλημένη, Γεωργία Ανάγνου

Η Όλυνθος, αρχαία πόλη της Χαλκιδικής χτισμένη σε μια εύφορη πεδιάδα, στον μυχό του κόλπου της Τορώνης, συγκαταλέγεται στις πρώτες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας σε βρώσιμη ελιά και αγουρέλαιο. Από το ’70 και μετά αναπτύχθηκε εκεί η ποικιλία της χονδροελιάς που καλλιεργείται σε γραμμική αρδευόμενη καλλιέργεια. Περίπου 400 οικογένειες ασχολούνται με την πράσινη ελιά Χαλκιδικής στην ευρύτερη περιοχή, ενώ οι ελαιώνες στον νομό καλύπτουν πάνω από 300.000 στρέμματα. Το προϊόν της ελιάς έχει φτάσει σε όλο τον κόσμο και έχει λάβει και την αναγνώριση ως ΠΟΠ.

Εδώ και κάποια χρόνια, ένας νέος συνεταιρισμός βιοκαλλιεργητών, ο «Biolivia- Αγροτικός Συνεταιρισμός Παραγωγών Βιολογικής Ελιάς» προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή στον παλιό συνεταιρισμό, που τελεί υπό εκκαθάριση, αλλά κυρίως να εισάγει και να εφαρμόσει μια διαφορετική αντίληψη για την καλλιέργεια και τη σχέση μας με τη φύση.

Σε έναν ελαιώνα της Ολύνθου συναντήσαμε τον Δημήτρη Ευαγγελινό, πρόεδρο του συνεταιρισμού, προκειμένου να κατανοήσουμε τις σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην ελιά αλλά και την προσπάθεια αυτές να αμβλυνθούν μέσω διαφορετικών καλλιεργητικών πρακτικών και προσέγγισης της ποιότητας του εδάφους.

«Τα τελευταία χρόνια από το 2013 και μετά είχαμε τα πρώτα σημάδια. Ωστόσο η πολυκυτταρική καταιγίδα τον Ιούλιου του 2019 κατέστρεψε τα πάντα, μιλάμε για φοβερή χαλαζόπτωση. Το 2021 είχαμε τον παγετό της Άνοιξης. Ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο για μας. Διαδοχικοί παγετοί σόκαραν τα δέντρα και μείναμε πάλι χωρίς παραγωγή. Και ως αποκορύφωμα ήρθε η ακαρπία της ελιάς το 2023 εξαιτίας του πολύ ήπιου χειμώνα, γιατί μιλάμε για ένα δέντρο που χρειάζεται κάποιες περιόδους ψύχους για να αναπτυχθεί. Ουσιαστικά δεν επρόκειτο για χειμώνα, αλλά για ένα παρατεταμένο φθινόπωρο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει παραγωγή καθόλου» ήταν η απάντηση του ελαιοπαραγωγού στο ερώτημα πότε αρχίζουν να συζητούν για την κλιματική κρίση στην περιοχή του.

Δείτε το βίντεο: Να σώσουμε την ελιά

Στη Χαλκιδική καλλιεργούνται 330.000 στρέμματα πράσινης ελιάς και τα δέντρα υπολογίζονται σε περισσότερα από 6.000.000. Επιπλέον λειτουργούν 150 μονάδες μεταποίησης που απασχολούν 6.000 εργαζόμενους. Η ακαρπία της ελιάς έγινε εκείνη την χρονιά είδηση στα τοπικά και διεθνή μέσα ως μεγάλο διατροφικό και οικονομικό ζήτημα καθώς σε κάποιες περιοχές άγγιξε, σύμφωνα με το ΓΕΩΤΕΕ, το 100% της απώλειας σε παραγωγή, οφειλόμενη αποκλειστικά στην κλιματική αλλαγή.

«Ακαρπία σημαίνει ότι το δέντρο δεν αναπτύσσει ταξιανθίες βότρυς για να προχωρήσει στην άνθηση. Το δέντρο ουσιαστικά δεν ξύπνησε ποτέ. Ήταν ληθαργικοί οι οφθαλμοί του με αποτέλεσμα να πλαισιωθεί το δέντρο με βλάστηση και όχι καρπό» αναφέρει ο Δ. Ευαγγελινός, επισημαίνοντας ότι από τη μία η παρατεταμένη ξηρασία και από την άλλη οι ακραίες βροχοπτώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγής.

Στον ελαιώνα του Δ. Ευαγγελινού στην Όλυνθο Χαλκιδικής

«Σκεφτείτε ότι φέτος τον Απρίλιο είχαμε πρωτόγνωρες βροχές που δεν σταματούσαν καθόλου. Βέβαια το δέντρο τις χρειαζόταν και δεν βρισκόμασταν σε κάποιο στάδιο που το βλάπτουνε, ήταν σε όφελος του. Δε ξέρουμε, όμως, πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, γιατί θυμόμαστε ότι πέρυσι τον Απρίλιο στον Δήμο Προποντίδας, όμορο Δήμο με τον Δήμο Πολυγύρου, έκανε μία χαλαζόπτωση που κράτησε 17 λεπτά και κατέστρεψε τα πάντα» συμπληρώνει.

Για τον ελαιοπαραγωγό, αυτό που είναι σημαντικό με την ελιά είναι η διαφοροποίηση των οφθαλμών, εκεί που αποφασίζει το δέντρο αν θα παράξει καρπούς ή βλάστηση. «Οι θερμοκρασίες παίζουν σημαντικό ρόλο και αν δεν είναι ευνοϊκές δεν βοηθούν την προαπόφαση του δέντρου να προχωρήσει, θεωρεί ότι είναι ακόμη άνοιξη και συνεχίζει να βλασταίνει και μόνο» εξηγεί.

Το καλοκαίρι του 2024, με τις ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες και τις παρατεταμένες ξηρασίες, προκάλεσε την πιο αποκαρδιωτική, μέχρι σήμερα, εικόνα στους ελαιώνες των καλλιεργητών. Ο Μάιος, όπως λένε,  έμοιαζε με τέλη Ιουνίου και δεν βλάστησε ούτε καν το έδαφος. Για να σωθεί η παραγωγή οι ελαιοπαραγωγοί πότιζαν, ήδη από τον Απρίλιο, τις αρδευόμενες καλλιέργειές τους, ενώ η αναζήτηση νερού οδήγησε τις υπάρχουσες γεωτρήσεις σε πρωτόγνωρα βάθη.

«Όπως και για τις περισσότερες δενδρώδεις καλλιέργειες, οι κύριες συνέπειες της κλιματικής κρίσης στην ελιά είναι η μειωμένη παραγωγή λόγω υψηλών θερμοκρασιών κατά το χειμώνα που δεν επιτρέπει την σώρευση μονάδων ψύχους από το ελαιόδεντρο, η περιορισμένη διαθεσιμότητα νερού και οι ακραίες θερμοκρασίες κατά το ευαίσθητο στάδιο της επικονίασης (εαρινής ανθοφορίας, γονιμοποίησης, καρπόδεσης), αλλά και συνέπειες στην ποιότητα του ελαιολάδου και της επιτραπέζιας ελιάς. Οι απώλειες στην ελαιοπαραγωγή είναι ήδη εμφανείς και μοντέλα προβλέπουν ακόμα και την πλήρη απώλεια παραγωγής σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας (ανατολική Κρήτη, νότια ηπειρωτική χώρα και αλλού)» επισημαίνει στο σημείο αυτό ο Βασίλης Γκισάκης, Γεωπόνος – Εντεταλμένος ερευνητής του ΕΛΓΟ Δήμητρα, μιλώντας στο Alterthess. Στο ερώτημα αν το γεγονός ότι η Κεντρική Μακεδονία θερμαίνεται, σύμφωνα με τους κλιματικούς επιστήμονες, με πιο γρήγορους ρυθμούς από την υπόλοιπη Ελλάδα καθιστά το πρόβλημα εντονότερο, ο ίδιος απαντά: «Πράγματι, οι ηπειρωτικές περιοχές παρουσιάζουν μεγαλύτερη αύξηση της θερμοκρασίας σε σχέση με τις νότιες παραθαλάσσιες γεωργικές εκτάσεις. Ωστόσο δεν υπάρχουν διαθέσιμα μοντέλα που να καταδεικνύουν την μεγαλύτερη ένταση των κλιματικών πιέσεων στην Κεντρική Μακεδονία, τουλάχιστον όχι σε σχέση με τις νότιες περιοχές ελαιοκαλλιέργειας οι οποίες ήδη επηρεάζονται έντονα».

Η βιοκαλλιέργεια έρχεται από το μέλλον

Μέσα από τη συζήτηση με τον Δ. Ευαγγελινό προσπαθήσαμε να εξετάσουμε ποιες πρακτικές οδηγούν σε επιδείνωση της κατάστασης του εδάφους και τι οδήγησε τον ίδιο και τους υπόλοιπους συνεταιριστές να στραφούν στη βιοκαλλιέργεια.

«Ο βιοκαλλιεργητής ως πρώτη προτεραιότητα έχει το έδαφος. Προσέχει το έδαφος, θρέφει το έδαφος που θρέφει τα δέντρα» τονίζει ο Δ. Ευαγγελινός. Η συμβατική γεωργία, όπως λέει, έχει καταστήσει άγονο το έδαφος. Αποτέλεσμα αυτού είναι η οργανική ύλη από 3,5% να έχει φτάσει στο 0,8%.

«Ο βιοκαλλιεργητής έρχεται να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση, αφήνοντας τα ζιζάνια τα οποία θα του προσδώσουν οργανική ύλη μέσω της αποδόμησης της φυτομάζας. Υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση της καλλιέργειας με τα ζιζάνια: Προσδίδουν στοιχεία στο δέντρο, αφαιρούν από το δέντρο και στη συνέχεια το επιστρέφουν με την χορτοκοπή τους». Επιπλέον, με αυτή την πρακτική, οι εχθροί της ελιάς ασχολούνται με την βλάστηση (ζιζάνια) και όχι με την ελιά.  «Εμείς αυτά που ακούγαμε στη θεωρία τα κάναμε στην πράξη. Λέγανε ότι η βιοκαλλιέργεια είναι δύσκολη, διαπιστώνουμε ίσα ίσα το αντίθετο» συμπληρώνει.

Η βιολογική καλλιέργεια, δηλαδή η μη χρήση χημικών λιπασμάτων, χημικών φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων, απαιτεί τη συνεχή παρακολούθηση των δέντρων και της κατάστασης του εδάφους. Οι βιοκαλλιεργητές επεμβαίνουν, όταν είναι αναγκαίο, με φυσικά προϊόντα για να καταπολεμήσουν τους εχθρούς της ελιάς, καταμετρώντας συνεχώς τους πληθυσμούς τους.

Ο Δ. Ευαγγελινός επισημαίνει ότι η βιοκαλλιέργεια εστιάζει στο έδαφος, κάτι που δε γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. «Οι ελαιώνες, όπως καλλιεργούνταν τη δεκαετία του ‘80, δεν έχουν καμία σχέση με τη βιοκαλλιέργεια. Τότε έπεφταν ασύστολα λιπάσματα, τα οποία απέδιδαν κάποια στιγμή, αλλά δημιουργήσαν ασθένειες, γιατί μιλάμε για μονοκαλλιέργεια ελιάς στην περιοχή που έχει έτσι και αλλιώς μειονεκτήματα. Αν εισέλθει μύκητας ή παθογόνο στη ρίζα μεταφέρεται με ταχύτητα φωτός» συνεχίζει, λέγοντας ότι «αυτό που έγινε ήταν έκτρωμα, η χρήση χημικών λιπασμάτων, βαρέων φυτοφαρμάκων αφήναν μεγάλη υπολειμματικότητα στον καρπό, ωστόσο αυτά καταργούνται σιγά σιγά. Η βιοκαλλιέργεια είναι μια νέα τάση όπου πρώτη σου προτεραιότητα είναι το έδαφος. Βλέπεις έναν ασθενή και προσπαθείς να τον κάνεις καλύτερα απ’ ότι ήταν πριν».

Τι σχέση όμως μπορεί να έχει η βιολογική ή οργανική καλλιέργεια με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την αντιστροφή της συμβολής της γεωργίας στο κλιματικό φαινόμενο; Πόσο σημαντικό είναι να ασχολούμαστε με το ζήτημα αυτό σε έναν κόσμο που καταστρέφεται από πολλαπλούς παράγοντες και οι συνθήκες επιβίωσης γίνονται όλο και πιο επισφαλείς;

Ελαιώνας στην ορεινή Χαλκιδική

Όπως επισημαίνει, μιλώντας στο Alterthess, ο Χρίστος Τσαντήλας, γεωπόνος-εδαφολόγος και πρ. διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ Δήμητρα, «η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την καρδιά των αναγκών του ανθρώπου. Την τροφή του. Και αν φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση, τα προβλήματα πια θα είναι ανεξέλεγκτα. Βλέπουμε ήδη τι συμβαίνει με το θέμα για παράδειγμα της μετανάστευσης. Αυτοί οι πληθυσμοί που μετακινούνται από χώρες όπως η Αφρική, οι νότιες ή οι ασιατικές χώρες, δεν μετακινούνται μόνο για γεωπολιτικούς λόγους. Αν το ψάξει κανείς βαθύτερα, θα δει ότι η ανέχεια που έχουν αυτοί οι πληθυσμοί σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με τα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις να παράγονται τρόφιμα και οι άνθρωποι αναζητώντας καλύτερες συνθήκες για τη ζωή τους, μεταναστεύουν και στη συνέχεια έχουμε όλες αυτές τις ανισορροπίες, στις κοινωνίες των χωρών στις οποίες καταφεύγουν αυτοί οι άνθρωποι. Άρα το θέμα γίνεται πάρα πολύ πολύπλοκο και πολύ δύσκολο».

Για τον ελαιοκαλλιεργητή που συναντήσαμε, η στροφή στην βιοκαλλιέργεια συνδέθηκε εμπειρικά με το ζήτημα της ανθεκτικότητας στα καιρικά φαινόμενα, αλλά και την αναγκαιότητα παραγωγής μιας ποιοτικής τροφής. Ταυτόχρονα, όμως, μια τέτοια πρακτική οδηγεί στη μείωση της συμβολής της γεωργίας στην κλιματική κρίση. Με τα λόγια του Β. Γκισάκη: «Όταν εφαρμόζονται ήπιες, αγροοικολογικές πρακτικές, όπως η ελαχιστοποίηση εδαφικής κατεργασίας, η εδαφοκάλυψη/χλωρή λίπανση, η αύξηση εδαφικής οργανικής ουσίας με χρήση κομπόστ, καθώς και η χρήση εδαφοβελτιωτικών όπως το biochar, τότε το ισοζύγιο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ενός ελαιώνα είναι θετικό (απορροφά περισσότερο απ’ ότι εκπέμπει). Η έρευνα έχει δείξει ότι ο παραδοσιακός ελαιώνας στην Ελλάδα, κι αλλού, έχει σημαντικά θετικό ισοζύγιο σε σχέση με εντατικούς ελαιώνες, με υψηλή χρήση λιπασμάτων, εντομοκτόνων, νερού, εντατική διαχείριση εδάφους κ.α. Συνεπώς υπάρχουν σημαντικά προτερήματα για τον εκτατικό, οικογενειακό ελαιώνα, ο οποίος θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των αιτιών της κλιματικής αλλαγής και να στηριχτούν ανάλογα οι ελαιοπαραγωγοί γι’ αυτό».

Παρ’ όλα αυτά για τον Δ. Ευαγγελινό δεν υπήρξε καμιά στρατηγική από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής ούτε για το πώς να στηριχθούν οι ελαιοπαραγωγοί. Όπως αναφέρει, από την Πολιτεία δεν έγινε καν χρήση του μηχανισμού στήριξης της ΚΑΠ 2023-2027.

Να μην ξεριζώσουμε την ελιά

Σύμφωνα με Έκθεση που έχει συντάξει για την ελαιοκαλλιέργεια η ομάδα Εστίασης της Ευρωπαϊκής Σύμπραξης Καινοτομίας για τη Γεωργία (2020), η Λεκάνη της Μεσογείου ενδέχεται να επηρεαστεί σημαντικά από την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, μικρός είναι ο αριθμός μελετών που επικεντρώνονται στην ανάλυση των επιπτώσεων στην ελιά, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης φυτοπαθογόνων παρασίτων και ασθενειών που προσβάλλουν την εν λόγω καλλιέργεια.

Χωρίς να υπάρχουν ξεκάθαρες μελέτες και στοιχεία, προβλέψεις αναφέρουν ότι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ελιάς αναμένεται να επεκταθούν βορειότερα και σε περιοχές με υψηλότερο υψόμετρο. Είναι άραγε αυτή μια κατάλληλη πρακτική αντιμετώπισης του προβλήματος;

«Ακούγεται ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής, η ελιά και δη η συγκεκριμένη ποικιλία Χαλκιδικής θα ανέβει πιο βόρεια. Το δέντρο αυτό διαθέτει προσαρμοστικότητα. Έχει αντέξει αιώνες» σχολιάζει ο Δ. Ευαγγελινός τονίζοντας ωστόσο ότι ξηροθερμικές συνθήκες, όπως του καλοκαιριού του 2024, ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστούν. Παρ` όλα αυτά το δέντρο άντεξε.

Αρνητικός όσον αφορά την απομάκρυνση της ελιάς από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και ο εδαφολόγος Χρ. Τσαντήλας. Ανεξάρτητα, όπως λέει, αν η καλλιέργεια της ελιάς ζορίζεται από το κλίμα, θα ήταν λάθος να την αντικαταστήσουμε ή να την εξαιρέσουμε.

«Σκεφτείτε ότι στην Ελλάδα η ελιά καλλιεργείται από τότε που υπάρχει Ελλάδα. Υπάρχουν ελιές στην Κρήτη που είναι ηλικίας 3.000 ετών και παράγουν. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, στα 3.000 χρόνια το κλίμα δεν ήταν ποτέ σταθερό» αναφέρει.

Το δέντρο τα καταφέρνει «γιατί έχει έναν φυσιολογικό μηχανισμό μέσα του, που κάνει το εξής: όταν επικρατούν συνθήκες έλλειψης νερού και υψηλής θερμοκρασίας, μειώνει την ανάπτυξη του, δεν κάνει βλάστηση υπέργεια μεγάλη, αλλά χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητες, τις λίγες που έχει να αναπτυχθεί, αναπτύσσοντας το ριζικό σύστημα, το οποίο το φτάνει μέχρι και σε 50 μέτρα μακριά, εκεί που μπορεί να βρει νερό».

Άρα, όπως καταλήγει «η αντικατάσταση της ελιάς, με τη λογική αυτή που λέμε της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών που πρέπει να γίνει λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να γίνει με πολύ πολύ μεγάλη προσοχή. Κατά τη γνώμη μου πουθενά, μα πουθενά, έστω και αν μειωθεί η παραγωγή, δεν πρέπει να ξεριζώσουμε την ελιά.  Γιατί αν ξεριζώσουμε την ελιά και βάλουμε οτιδήποτε, αυτό θα αντέχει πολύ λιγότερο απ’ ότι αντέχει η ελιά»

Ο ίδιος προτείνει μέτρα αντιμετώπισης της μείωσης των βροχοπτώσεων και διατήρησης-αποθήκευσης του νερού. Συγκεκριμένα τονίζει: «Όταν λέμε ότι μειώθηκαν οι βροχοπτώσεις, αυτό δε σημαίνει ότι δεν βρέχει καθόλου όλο το χρόνο. Άρα λοιπόν, αν πάρουμε μέτρα, έτσι ώστε το νερό που πέφτει το χειμώνα  να το αποθηκεύσουμε εσωτερικά στο έδαφος, με απλές ενέργειες, με ταράτσες στις επικλινείς περιοχές ή με μικρά αναχώματα που κάνουμε από την πάνω πλευρά του δέντρου ώστε το νερό της βροχής το χειμώνα να μαζεύεται, να συγκεντρώνεται και να διηθείται στα βαθύτερα στρώματα. Με τέτοιες απλές πρακτικές, θα υπάρχει μειωμένη παραγωγή έτσι κι αλλιώς, αλλά θα υπάρχει μία παραγωγή η οποία θα είναι υποφερτή, θα δίνει κάποιο εισόδημα».

Το πώς θα έπρεπε να κινηθούν οι αγρότες και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί της χώρας για την διεκδίκηση μέτρων αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης το συνοψίζει ο Β. Γκισάκης:

«Υιοθέτηση αγροοικολογικών προσεγγίσεων, που περιλαμβάνουν πέρα από τις οικολογικές γεωργικές πρακτικές και ένα ευρύτατο σύνολο κοινωνικο-οικονομικών, βιώσιμων, μοντέλων με λέξεις κλειδιά τον συνεργατισμό, τη διατροφικη κυριαρχία και αυτάρκεια, την κοινωνική οικολογία και αποανάπτυξη με σκοπό τον ολικό μετασχηματισμό της γεωργίας, με τρόπο που να είναι πραγματικά βιώσιμη και δίκαιη».

Δείτε τη συνέχεια της έρευνας: Ροδάκινα Ημαθίας: Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των ακραίων καιρικών φαινομένων

Η έρευνα «Ήταν στραβό το κλίμα…» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ροδάκινα Ημαθίας: Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των ακραίων καιρικών φαινομένων

Και ύστερα… φύγαν οι μέλισσες