Η προτεινόμενη ρύθμιση στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, απαξιώνει την ελληνική ιθαγένεια, παραβιάζει το Σύνταγμα και θέτει σε κίνδυνο θεμελιώδη δικαιώματα, δηλώνει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Όπως εξηγεί σε σχετική ανακοίνωσή της:
«Η προτεινόμενη με το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας τροποποίηση του άρθρου 17 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004), με την προσθήκη μιας επιπλέον περίπτωσης έκπτωσης από την ελληνική ιθαγένεια, δηλαδή την αμετάκλητη καταδίκη για παραβίαση του άρθρου 146 του ποινικού κώδικα (μετάδοση κρατικών απορρήτων) και 144 του στρατιωτικού ποινικού δικαίου (μετάδοση στρατιωτικών μυστικών), παραβιάζει ευθέως το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β. του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει περιοριστικά τους λόγους απώλειας της ιθαγένειας.
Η ιθαγένεια συνιστά το νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος και η κτήση της συνεπάγεται την άσκηση μιας δέσμης βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Χωρίς αυτήν τα δικαιώματα αυτά καθίστανται κενό γράμμα.
Γι’ αυτό και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β. του Συντάγματος περιπτώσεις, όπου επιτρέπεται η έκπτωση από την ιθαγένεια «έχουν προδήλως εξαιρετικό και αποκλειστικό χαρακτήρα» και δεν προσφέρουν πεδίο διακριτικής ευχέρειας στον κοινό νομοθέτη. Συγκεκριμένα, η ιθαγένεια αφαιρείται μόνο σε περίπτωση που ο πολίτης ανέλαβε υπηρεσία σε ξένη χώρα αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, ενώ η αφαίρεση λόγω κτήσης άλλης ιθαγένειας έχει περιπέσει σε αχρησία, και σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται να ερμηνεύεται πολύ στενά».
Για την ΕλΕΔΑ η πρόταση ψήφισης της επίμαχης ρύθμισης υποκρύπτει προφανή πολιτική σκοπιμότητα, αφού με τον νέο ποινικό κώδικα (ν. 4619/2019), τυποποιείται ως έγκλημα του άρθρου 146 (παραβίαση μυστικών της Πολιτείας) και η περίπτωση που κάποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου ανακοινώνει ή διαδίδει κρατικό απόρρητο. Άλλωστε, όπως επισημαίνει, στη γραμματική διατύπωση του ανωτέρω εγκλήματος, αλλά και στην προτεινόμενη ρύθμιση, δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τη δημοσιογραφική έρευνα, την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) και την αποκάλυψη υποθέσεων διαφθοράς, σοβαρών παρανομιών ή παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εμπίπτουν στη σφαίρα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί και η ελευθερία δημοσιογραφικής έκφρασης και πληροφόρησης. [1]
«Με τον τρόπο αυτό, η προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία επεκτείνει τις περιπτώσεις έκπτωσης από την ελληνική ιθαγένεια και στις περιπτώσεις μετάδοσης καθ’ οποιονδήποτε τρόπο κρατικών απορρήτων και στρατιωτικών μυστικών, χωρίς καν να απαιτείται η εγκαθίδρυση τυπικού δεσμού με ξένο κράτος, δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο ποινικοποίησης της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης και λειτουργεί αποτρεπτικά για τον δημοκρατικό έλεγχο της εξουσίας. Για τον λόγο αυτό αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β. του Συντάγματος, το οποίο δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη ως προς τους λόγους αφαίρεσης της ιθαγένειας, αλλά και στα άρθρα 14 παρ. 1 του Συντάγματος. [2]» αναφέρει ακόμη
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) σημειώνει ότι είναι σαφώς επιτακτική η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο -εν προκειμένω- αφορά στην εθνική ασφάλεια και στην προστασία των κρατικών απορρήτων, ωστόσο, είναι εξίσου υψίστης σημασίας η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης, ως δομικό στοιχείο λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας και οι οποίες είναι επίσης αναγκαίες για τη διασφάλιση του ίδιου του δημόσιου συμφέροντος. Η διευθέτηση της στάθμισης μεταξύ τους απαιτεί, αφενός, την άμεση αναθεώρηση της προτεινόμενης ρύθμισης, ώστε να συμφωνεί απόλυτα με το πλαίσιο που θέτει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. β. του Συντάγματος και, αφετέρου, την πρόβλεψη ρητών εγγυήσεων για πράξεις που τελούνται στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας ή/και αποκάλυψης πληροφοριών δημοσίου συμφέροντος.
[1] Η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται επιπλέον στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο άρθρο 11 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.


