Τους περιορισμούς στην χορήγηση κοινωνικού επιδόματος εις βάρος μεταναστών και Ρομά καταγγέλλει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με ανακοίνωσή της κάνοντας λόγο για διακρίσεις που προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα και δυσχεραίνουν την κοινωνική ένταξη.
Σύμφωνα με την ΕλΕΔΑ «νε το νόμο “Επίδομα γέννησης και λοιπές διατάξεις” η κυβέρνηση θέσπισε επίδομα γέννησης για όσα παιδιά γεννιούνται στη χώρα μετά την 1-1-2020. Πρόκειται προφανώς για μια θετική εξέλιξη, αν και η ενίσχυση της οικογένειας απαιτεί μια πιο συνολική πολιτική στήριξης της πατρότητας και της μητρότητας, ιδίως σε σχέση με την πρόσβαση στην εργασία, τις άδειες όχι μόνο στο δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, την ενίσχυση των δομών του κοινωνικού κράτους και του συστήματος πρόνοιας.
Ταυτόχρονα, ο ίδιος νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του επιδόματος γέννησης και τροποποιεί τους όρους χορήγησης των ήδη υφισταμένων επιδομάτων παιδιού και στέγασης και του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (πρώην ΕΚΑ). Οι τροποποιήσεις αυτές είναι προβληματικές, γιατί μεταβάλλονται επί το δυσμενέστερον οι όροι χορήγησης αυτών των επιδομάτων στους μετανάστες που μένουν μόνιμα και νόμιμα στη χώρα. Το ίδιο προβληματικοί είναι και οι ταυτόσημοι όροι που τίθενται σε σχέση με την παροχή του επιδόματος γέννησης.
Συγκεκριμένα, θεσπίζεται και για τα τρία αυτά επιδόματα ο όρος της δωδεκαετούς νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα ενώ για να επιδόματα παιδιού και στέγασης ο έως σήμερα απαιτούμενος χρόνος ήταν η πενταετία. Η οπισθοδρόμηση αυτή είναι εντελώς αδικαιολόγητη, καθώς τα συγκεκριμένα επιδόματα συμβάλουν στην κοινωνική ένταξη, συνιστούν ουσιαστική στήριξη των μεταναστευτικών οικογενειών που κατά τεκμήριο τα έχουν ανάγκη, ενώ η πενταετής νόμιμη παραμονή αποτελεί επαρκές κριτήριο ώστε να τεκμαίρεται η πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης στη χώρα. Κατά την εκτίμησή μας, η ρύθμιση αυτή εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος των πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν μόνιμα στη χώρα και είναι για αυτόν το λόγο αντίθετη σε αρχές και διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος».
Η Ένωση θεωρεί ασύμβατη με το κοινωνικό κράτος δικαίου την ψηφισθείσα με τον ίδιο νόμο διάταξη που εξαρτά την παροχή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (πρώην ΚΕΑ) και των επιδομάτων παιδιού και στέγασης, από την υπέρβαση του ορίου απουσιών του ανήλικου μέλους της οικογένειας.
«Η ρύθμιση αυτή που προδήλως πλήττει την κοινωνική ομάδα των Ρομά, στηρίζεται στην προβληματική σύνδεση που έγινε επί της προηγούμενης κυβέρνησης της σχολικής φοίτησης με την παροχή βοηθήματος που το κράτος θεωρεί αναγκαίο για την αξιοπρεπή διαβίωση. Συνιστά τιμωρητική διάταξη και όχι οργανωμένη προσπάθεια αντιμετώπισης της σχολικής διαρροής, μεταθέτει στο ανήλικο μέλος της οικογένειας – ή στο δάσκαλό του – την ευθύνη για τη λήψη ή μη ενός ελάχιστου εισοδήματος, και άρα εξαρτά την πρόσβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα και ανάγκες ανθρώπων που κατ’ εξοχήν την έχουν ανάγκη, από την επιμέλεια της σχολικής φοίτησης ανήλικων και τη σχετική απόφαση των δασκάλων τους για την δικαιολόγηση ή μη των απουσιών τους» σημειώνει η Ένωση καλώντας την κυβέρνηση να επανεξετάσει την θέση της και να εναρμονιστεί με τις επιταγές της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που απαγορεύει τις διακρίσεις στη βάση της εθνικής καταγωγής των παιδιών. Καλεί επίσης το σύνολο του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου να πιέσει για την αλλαγή αυτών των διατάξεων και για την επεξεργασία μιας συνολικής πολιτικής στήριξης της οικογένειας σε όλες τις σύγχρονες μορφές της.