in

Ελ. Ιωαννίδου: Σε ένα καράβι που βούλιαζε, η παραίτηση από το ΕΣΥ ήταν μονόδρομος

Διημερίδα: «Δημόσια Υγεία: για μια εναλλακτική στρατηγική – H προοδευτική απάντηση στις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας και τις ανισότητες»

Η Ελένη Ιωαννίδου είναι από τα παραδείγματα γιατρών που επένδυσε όλα τα όνειρα της, το επιστημονικό της έργο και την αγάπη της για τη φροντίδα των ασθενών στο ΕΣΥ ως εργαζόμενη εκεί επί 20 χρόνια, τα τελευταία 17 στο Ρέθυμνο εκ των οποίων τα έξι ως Διευθύντρια της Παθολογικής Κλινικής.

Αν κάποιος της έλεγε πριν χρόνια ότι κάποια στιγμή θα έφευγε από το νοσοκομείο δεν θα το πίστευε. Η παραίτησή της το 2023 ήρθε μετά από μια περίοδο όπου η λειτουργία της κλινικής ήταν αβίωτη, οι εφημερίες δυσβάσταχτα πολλές και η υποστελέχωση οδήγησε στην απώλεια της δυνατότητας σεβασμού των ασθενών και των εργαζομένων. Παρά τις πολλές επιστολές της προς τη διοίκηση, οι εκκλήσεις της αγνοήθηκαν και κανένα αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε.

«Έκανα 8-10 εφημερίες το μήνα, έκοψαν τα ρεπό μου, η εργασία γινόταν όλο και πιο εξουθενωτική» είπε χαρακτηριστικά στην βιντεοσκοπημένη ομιλία της στη διημερίδα που διοργάνωσαν από κοινού το ίδρυμα Rosa Luxembourg/Παράρτημα Ελλάδας και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών-ΕΝΑ με τίτλο «Δημόσια Υγεία: για μια εναλλακτική στρατηγική – H προοδευτική απάντηση στις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας και τις ανισότητες». Εκεί περιέγραψε τις συνθήκες ισοπέδωσης της ιατρικής ηθικής και των εργασιακών δικαιωμάτων ενώ πολλές φορές, όπως είπε, έγινε «σάκος του μποξ» της δυσαρέσκειας που βίωνε το υπόλοιπο, επίσης εξουθενωμένο, προσωπικό. Στο τέλος κατέληξε να υποστεί ΕΔΕ όταν αρνήθηκε να εφημερεύσει σε τρεις κλινικές ταυτόχρονα. Μετά και την τελευταία απάντηση της διοίκησης του νοσοκομείου ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια ενίσχυση και στήριξη αλλά και την άρνηση να πάρει έστω μία μέρα άδειας από τις 190 που της χρωστούσαν ήρθε το «διαζύγιο» με το ΕΣΥ. Σήμερα μπορεί σε προσωπικό επίπεδο να βιώνει μια καλύτερη επαγγελματική συνθήκη στον ιδιωτικό τομέα, όμως, όπως τόνισε, η απώλεια της δυνατότητας να βοηθάει αυτούς που έχουν περισσότερη ανάγκη είναι μεγάλη.

Συνέντευξη στη Σταυρούλα Πουλημένη

Ποιο ήταν το κρίσιμο σημείο για να πάρετε την απόφαση της παραίτησης;

Η απόφαση μου να παραιτηθώ ήταν μια διαδικασία των τελευταίων χρόνων όπου υπήρχε σταδιακή υποβάθμιση κυρίως της ποιότητας της δουλειάς και χειροτέρευσης των εργασιακών συνθηκών. Δηλαδή, δεν παραιτήθηκα για οικονομικούς λόγους αν και υπήρχαν οικονομικά θέματα. Κυρίως ήταν η απαξίωση που ένιωσα από τη διοίκηση και από κάποιους συναδέλφους, δηλαδή έβλεπα πως ό,τι και να έκανα έμοιαζε σαν η βάρκα να βουλιάζει και εγώ να προσπαθώ να μαζέψω με ένα κουβαδάκι τα νερά από μέσα. Δεν υπήρχε κανένα κλίμα αντίστασης και διάθεσης συλλογικής δράσης. Προσπάθησα πολύ να διεκδικήσουμε συλλογικά την αλλαγή αυτής της αβίωτης κατάστασης. Όταν συνειδητοποίησα ότι αυτή η συνθήκη δεν έχει καμία προοπτική να αλλάξει, ότι δεν υπήρχε ούτε καν από εμάς διάθεση για αγώνα και πραγματική αντίσταση, κατάλαβα ότι θα αρρώσταινα. Βασικά, είχα ήδη αρρωστήσει, ήταν μια εξουθένωση ψυχική και σωματική και χωρίς καμία ελπίδα να αλλάξει κάτι. Έτσι αναγκάστηκα να φύγω.

Κάτι που αναφέρατε ως λόγο ήταν και τα συνεχόμενα «εντέλλεσθε» για εφημερίες και μάλιστα ταυτόχρονα σε πολλές κλινικές. Υπήρχε κάποιος τρόπος να αρνηθείτε;

Εγώ αρνήθηκα αρκετά «εντέλλεσθε» αλλά βρήκαν τρόπο να τα καλύψουν.  Ήταν σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Εμείς δε μπορούσαμε να μετακινηθούμε σε άλλα νοσοκομεία γιατί ήμασταν ήδη ελάχιστοι. Δηλαδή να μας πάνε που; Οι οργανικές θέσεις στην Παθολογική κλινική ήταν έξι και είχαμε απομείνει δύο. Μας ανάγκαζαν να καλύπτουμε και την κλινική Covid την περίοδο της πανδημίας, το Τμήμα Επειγόντων ήταν υποστελεχωμένο, οπότε πηγαίναμε πάνω κάτω και οι συνθήκες ήταν όχι μόνο τραγικές αλλά επικίνδυνες. Αυτός ήταν και ο λόγος που έφυγα, φοβόμουν ότι θα γίνει κάτι κακό, θα κάνω κάποιο λάθος.

Υπήρχαν ήδη επιπτώσεις και στην παροχή της κατάλληλης φροντίδας στους ασθενείς;

Φυσικά, έτρεχες για να καλύψεις τα βασικά, δηλαδή μη σου πεθάνει κάποιος. Δεν υπήρχε καμιά τακτική λειτουργία των ιατρείων. Δεν μπορούσες να προχωρήσεις με ένα περιστατικό, να ενημερώσεις τους ασθενείς και τους συγγενείς όπως έπρεπε, να τους επανεξετάσεις. Έπαιρνε εξιτήριο ο ασθενής και του έλεγες «πότε θα σε ξαναδώ δε ξέρω». Μιλάμε για μια τρομερή έκπτωση στην ποιότητα της δουλειάς μας.

Διαπιστώσατε μετακίνηση των ασθενών προς τον ιδιωτικό τομέα;

Στο Ρέθυμνο δεν είχαμε παλαιότερα ιδιωτική κλινική, τώρα έχει ανοίξει. Οι ασθενείς είτε πήγαιναν σε άλλους νομούς είτε έψαχναν να λύσουν το πρόβλημά τους ατομικά.

Στην κατάσταση που βιώνατε υπήρχε αλληλεγγύη από συναδέλφους;

Μόνο από μεμονωμένες ομάδες. Όταν παραιτήθηκα εγώ κατέθεσαν συμβολικά την παραίτηση τους άλλα 15 άτομα. Ενώ υπήρχαν κοινά συμφέροντα, δεν υπήρχε αντίστοιχη υποστήριξη από το σωματείο. Δεν υπήρχε κλίμα αντίστασης.

Τι σημαίνει για σας μια εναλλακτική στρατηγική στην ιδιωτικοποίηση της υγείας; Αυτό που αντιλαμβάνομαι, απ’ όσα ειπώθηκαν από υγειονομικούς είναι ότι το ΕΣΥ χρειάζεται επανίδρυση.  

Είναι κομβική η απαξίωση του ΕΣΥ στη συνείδηση των ανθρώπων, γι’ αυτό ο κόσμος δεν διεκδικεί, δε θέλει να επιστρέψει στο ΕΣΥ όπως είναι. Είναι ένα σύστημα που αναγκαστικά πληρώνεις, που δυσκολεύεσαι, που δεν είναι ισότιμο ούτε λειτουργικό. Άρα πολλοί ασθενείς προτιμούν να πληρώσουν στον ιδιωτικό τομέα για να έχουν μια αξιοπρεπή φροντίδα. Εκεί έχουμε καταντήσει, είναι τόσο χάλια τα πράγματα έτσι ώστε οι ασθενείς τελικά προτιμούν να πουλήσουν ένα χωράφι ή ένα σπίτι προκειμένου να βρουν έναν γιατρό. Ακούω ασθενείς μου τώρα να μου λένε «ευτυχώς γιατρέ μου που φύγατε και σας βρίσκουμε και μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας όπως θέλουμε».

Στην ομιλία σας είπατε «έχασα και εγώ πολλά με την παραίτηση». Ποια είναι αυτά;

Εγώ έχασα πολλά και δεν το έχω ξεπεράσει. Δεν είμαι καλά με αυτή τη κατάσταση. Ήταν μια περίοδος πολύ δύσκολη για μένα. Εγώ επέλεξα αυτή τη δουλειά, ήμουν τόσα χρόνια σε αυτή την κλινική, ήμουν διευθύντρια, την είχα οργανώσει, είχαμε ένα καλό επίπεδο, ήμουν ευχαριστημένη, αφοσιωμένη στη δουλειά, παλαιότερα είχαμε μια ωραία ομάδα. Όλα αυτά διαλύθηκαν, απαξιώθηκαν και υπήρχε και ένας απίστευτος αυταρχισμός της διοίκησης. Η συμπεριφορά αυτή δεν εκπορευόταν τοπικά από τη διοίκηση αλλά από μία πολιτική υγείας που έλεγε «σε όποιον αρέσει ας κάτσει και σε όποιον δεν αρέσει ας μη κάτσει, εμείς αυτό προσφέρουμε», δηλαδή το τίποτα. Για εμένα που έζησα αυτή τη μετάβαση, από μια συνθήκη πολύ αξιοπρεπή που είχαμε χτίσει, φτάσαμε να ντρεπόμαστε για τις υπηρεσίες που προσφέρουμε. Η παραίτηση ήταν μονόδρομος. Ήταν επιλογή μου να εργαστώ στο δημόσιο νοσοκομείο για να βοηθάω αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Τώρα είμαι σε μια ιδιωτική κλινική, ο φόρτος εργασίας είναι μικρότερος, κάνω τη δουλειά μου σε αξιοπρεπείς συνθήκες, έχω χρόνο να ενημερώνω τον ασθενή και τους συγγενείς, μπορώ να έχω το περιστατικό από κοντά. Γνωρίζω, όμως, ότι έχω να κάνω με έναν ασθενή που μπορεί να πληρώσει.  Δε θα έρθουν οι μετανάστες, οι Ρομά, οι προλετάριοι, ούτε τα κοινωνικά προβλήματα ούτε οι ψυχιατρικοί ασθενείς. Δεν έχεις να ασχοληθείς με τα δύσκολα κοινωνικά ζητήματα.

Πώς θα μπορούσε να δημιουργηθεί κίνημα για την υγεία; Θα έπρεπε να ξεκινήσει από τους ασθενείς;

Όχι, δε θα πρέπει να αρρωστήσει κανείς για να καταλάβει πόσο σημαντικό είναι το δημόσιο σύστημα υγείας. Ένα κίνημα για την υγεία δεν αφορά τους γιατρούς, οι γιατροί θα ψάξουν να βρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας αλλού. Όσοι ήμασταν στο ΕΣΥ υποφέραμε. Ο λόγος δημιουργίας ενός τέτοιου κινήματος δεν πρέπει να ξεκινάει από το αν θα ασθενήσεις, είναι ιδεολογικός και άρα το θέμα της υγείας θα έπρεπε να είναι κοινωνικό πρόταγμα. Ο τρόπος να δημιουργηθεί δεν ξέρω ποιος είναι.

Ποια ήταν η στάση των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων απέναντι στις εκκλήσεις σας και την κατάρρευση του νοσοκομείου;

Υπήρχαν επερωτήσεις από βουλευτές, προσπάθησαν με θεσμικό τρόπο να βοηθήσουν, μέσα από την πολιτική στάση τους και της σύνδεσής τους με ανθρώπους που είχαν κάποιο ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα. Δυστυχώς αυτό δεν έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Ίσως πιο δυνατό μέσο διεκδίκησης θα ήταν να βγαίναμε όλοι οι εργαζόμενοι του νοσοκομείου, της Κρήτης ή όλης της Ελλάδας σε μια συνεχή διαμαρτυρία.

Ίσως έχουμε να κάνουμε πλέον με μια συνολική κατάρρευση του ηθικού μας και όχι μόνο του δημόσιου συστήματος υγείας. Πώς θα μπορούσε κατά τη γνώμη σας να αναστραφεί αυτή η κατάσταση, δηλαδή να καταφέρουμε μια νίκη στην υγεία αλλά και σε άλλους τομείς;

Ίσως μόνο βιωματικά. Και τα Τέμπη ξεκίνησαν από ένα βίωμα, ο κόσμος ένιωσε ως δικό του το βίωμα των συγγενών και εξεγέρθηκε. Αυτό δεν έχει γίνει στο σύστημα υγείας. Οι περισσότεροι είναι υγιείς και όταν χρειάζονται το σύστημα υγείας βρίσκονται σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση που προσπαθούν να βρουν με ατομικό τρόπο λύση στο πρόβλημά τους.

Μετά την παραίτησή σας κινηθήκατε νομικά εναντίον της διοίκησης. Πείτε μας την εξέλιξη γύρω από τη ζήτημα αυτό.

Κινήθηκα ενάντια στην απόφαση για την μη απόδοση της κανονικής μου άδειας, τη διεκδίκησα και κέρδισα την αποζημίωσή της. Ζητούσα και την αναγνώριση του εξαναγκασμού της παραίτησής μου, κάτι για το οποίο, όμως, δεν υπάρχει δικαστικό προηγούμενο που να αφορά το ελληνικό δημόσιο παρ’ ότι έχει συμβεί κατά κόρον, δηλαδή πολλοί εργαζόμενοι έχουν εξωθηθεί να παραιτηθούν λόγω καταπάτησης όλων των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Αυτή η αίτηση απορρίφθηκε, θα σκεφτώ αν θα ασκήσω έφεση. Προφανώς, είναι και ένα πολιτικό ζήτημα. Μια πιθανή δικαίωσή μου θα αποτελούσε δεδικασμένο για πολύ κόσμο που θα ήθελε να διεκδικήσει κάτι αντίστοιχο.

Θα ξανασκεφτόσασταν τον εαυτό σας στο δημόσιο σύστημα υγείας και αν ναι με ποιους όρους;

Πριν παραιτηθώ, είχα στείλει τα χαρτιά μου σε διάφορα νοσοκομεία αλλά τελικά δεν αποφάσισα να μετακινηθώ, ήταν δύσκολο προσωπικά και οικογενειακά να το κάνω, αλλά ήταν η απέλπιδα προσπάθειά μου. Κατάλαβα ότι και εκεί τα πράγματα κινούνται στους ίδιους ρυθμούς διάλυσης.

Θα το ξανασκεφτόμουν αν θα υπήρχε ένα κίνημα όπως το ‘81 για την ίδρυση του ΕΣΥ, δηλαδή ένα κίνημα για την ανασύστασή του, κάτι νέο να με εμπνεύσει, να παλέψω για κάτι που αξίζει αλλά δε πιστεύω ότι θα γίνει εύκολα.

Πολλά νοσοκομεία στη Κρήτη έχουν μετατραπεί σε κέντρα υγείας. Οδηγεί αυτό σε μια σταδιακή ερήμωση των περιοχών;

Ζούμε σε ένα μέρος που έχει 60.000 τουριστικές κλίνες. Πέρα από τους μόνιμους κατοίκους, οι τουρίστες δεν σκέφτονται τι θα χρειαστούν αν αρρωστήσουν. Και, όμως, είναι πολύ βασικό. Όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, απωθούν τη σκέψη της ασθένειας και έτσι αποδέχονται την υπάρχουσα κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, το πώς μια χώρα αντιμετωπίζει τους πολίτες της και όσους έρχονται να την επισκεφθούν δείχνει το επίπεδο καλλιέργειας και πολιτισμού της. Αν αφήνεις τους πολίτες σου χωρίς υγεία, παιδεία και βασικές παροχές τότε τι τους προσφέρεις; Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι θα λύσουν τα προβλήματά τους με τα χρήματα που βγάζουν από ένα AirBnB. Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε και στην Κρήτη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλέξανδρος Καφετζάκης: Η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας αφορά πρωτίστως τις τοπικές κοινωνίες

Αναζητώντας μια εναλλακτική στρατηγική για να κερδίσουμε το δικαίωμα στην υγεία