Εκπαιδευτικός εκδιώχθηκε από το Αρσάκειο Πατρών επειδή συνέταξε και συνυπέγραψε επιστολή προς τη Διοίκηση του σχολείου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων από την ταυτόχρονη μετάδοση μαθήματος με κάμερες.
«Είναι φανερό, τελικά, ότι ορισμένοι επιδιώκουν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια να μην είναι σχολεία, να μην είναι πάροχοι κοινωνικού αγαθού, αλλά να μετατραπούν σε πρατήρια γνώσης με αναλώσιμους υπάλληλους. Σε χώρους όπου οι εκπαιδευτικοί δεν θα είναι αυτόνομοι και αξιοπρεπείς, αλλά δουλικοί και αναλώσιμοι. Αναρωτιέται εύλογα κάποιος, πώς θα διδάσκει αρχές και αξίες ένας τρομαγμένος, απειλούμενος και υποταγμένος εκπαιδευτικός. Προκαλεί, δε, θλίψη ότι μια τέτοια πραγματικότητα επιβάλλεται από ένα ιστορικό σχολείο που είχε ιδρυθεί με τελείως διαφορετική στόχευση για την εκπαίδευση» σημειώνει η ΟΙΕΛΕ.
Η ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος:
Δραματική καταγγελία συναδέλφου που εκδιώχθηκε από το σχολείο της (Αρσάκειο Πατρών), επειδή συνέταξε και συνυπέγραψε επιστολή προς τη Διοίκηση του σχολείου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων από την ταυτόχρονη μετάδοση μαθήματος με κάμερες! Φαίνεται ότι στο βασίλειο του κ. Μπαμπινιώτη οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους, αλλά θα πρέπει αμίλητοι να συμμορφώνονται με κάθε εντολή της διοίκησης, ακόμη κι αν αυτή παραβιάζει κρίσιμα δεδομένα παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών.
Η συνάδελφος επικοινώνησε με την ΟΙΕΛΕ και κατέθεσε μια συγκλονιστική επιστολή για την υπόθεσή της, μέσω της οποίας αναδεικνύεται το τεράστιο ζήτημα του καθεστώτος εργασιακής ζούγκλας που έχει επιβληθεί στα ιδιωτικά σχολεία δια χειρός Κεραμέως. Η εκπαιδευτικός ανέλαβε την πρωτοβουλία να συνταχθεί μια επιστολή προς τη Διοίκηση για την προστασία των προσωπικών δεδομένων μαθητών και εκπαιδευτικών και για την ομαλή επαναλειτουργία του σχολείου. Την επιστολή αυτή υπέγραψαν τα 2/3 των εκπαιδευτικών. Επειδή προφανώς η συνάδελφος θεωρήθηκε ως υποκινήτρια της κίνησης των εκπαιδευτικών, ενημερώθηκε ότι δεν θα ανανεωθεί η σύμβασή της, παρά το γεγονός ότι η Διεύθυνση είχε πολλάκις εξάρει τη δουλειά της και τα προσόντα της (έτσι εννοεί την …αριστεία ο κ. Μπαμπινιώτης).
Είναι φανερό, τελικά, ότι ορισμένοι επιδιώκουν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια να μην είναι σχολεία, να μην είναι πάροχοι κοινωνικού αγαθού, αλλά να μετατραπούν σε πρατήρια γνώσης με αναλώσιμους υπάλληλους. Σε χώρους όπου οι εκπαιδευτικοί δεν θα είναι αυτόνομοι και αξιοπρεπείς, αλλά δουλικοί και αναλώσιμοι. Αναρωτιέται εύλογα κάποιος, πώς θα διδάσκει αρχές και αξίες ένας τρομαγμένος, απειλούμενος και υποταγμένος εκπαιδευτικός. Προκαλεί, δε, θλίψη ότι μια τέτοια πραγματικότητα επιβάλλεται από ένα ιστορικό σχολείο που είχε ιδρυθεί με τελείως διαφορετική στόχευση για την εκπαίδευση.
Διαβάστε αποσπάσματα της καταγγελίας της εκπαιδευτικού:
Ο πλουραλισμός, ακόμα και η διάσταση των απόψεων εντός των εργασιακών χώρων είναι εκ των ων ουκ άνευ, πόσο μάλλον εάν μιλάμε για σημαντικά θέματα με κοινωνικές προεκτάσεις, όπως κρίνω ότι είναι η τοποθέτηση κάμερας εντός των σχολικών τάξεων. Η διαχείριση του πλουραλισμού αυτού μπορεί να οδηγήσει σε μια γόνιμη σύνθεση μόνο μέσα από τον διάλογο και την ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Είναι τουλάχιστον λυπηρό και απαξιωτικό προς του εργαζόμενους το γεγονός ότι δε λάβαμε απάντηση στα ερωτήματα που θέσαμε για τη ζωντανή αναμετάδοση των μαθημάτων. Προσωπικά δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ανοιχτό και δημοκρατικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ εργαζομένων και διοίκησης από την ανταλλαγή ενυπόγραφων κειμένων. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αποτελεί δείγμα επαγγελματισμού και απόδειξη του αισθήματος ευθύνης προς το λειτούργημα που ασκώ η κατάθεση των όποιων προβληματισμών αφορούν στην άσκηση των καθηκόντων μου όσο πιο ποιοτικά και υπεύθυνα γίνεται.
Ελπίζω η δημοσιοποίηση της προσωπικής μου εμπειρίας να βοηθήσει στην ανάδειξη μιας πτυχής της Παιδείας που συχνά ξεχνιέται, τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών, διότι μια πραγματικά ποιοτική εκπαίδευση για τα παιδιά μας προϋποθέτει σχολεία και κοινωνίες που ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη, την ελευθερία έκφρασης και τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων.
Στις 13-7-2020 ενημερώθηκα τηλεφωνικά από την κ. Σ. Σταθοπούλου, Αν. Συντονίστρια Σύμβουλο των Αρσάκειων Σχολείων, ότι το Δ.Σ. της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας αποφάσισε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που είχα υπογράψει με τη Φ.Ε. στη λήξη της διετίας (δηλ. στις 31-8-2020), χωρίς ωστόσο να μου αναφέρει τον λόγο αυτής της απόφασης.
Το διάστημα που εργάστηκα στο σχολείο ουδέποτε μου κοινοποιήθηκε γραπτά ή προφορικά κάποια παρατήρηση για την εργασία μου, τη συμπεριφορά μου ή τη συνεργασία μου με μαθητές, γονείς και συναδέλφους. Απεναντίας, ακούστηκαν επανειλημμένως από τη διευθύντρια του σχολείου, κ. Μ. Τουλιάτου, επαινετικά σχόλια για την εργατικότητα και την ποιότητα της δουλειάς μου, καθώς και για τα αυξημένα τυπικά προσόντα και την προϋπηρεσία μου.
Τον Μάιο 2020, ενώ οι εκπαιδευτικοί του σχολείου εργαζόμασταν από το σπίτι μας με εξαιρετικά εντατικούς ρυθμούς για την υλοποίηση σύγχρονης και ασύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε καθημερινή βάση εξαιτίας της πανδημίας, ενημερωθήκαμε σε τηλεδιάσκεψη για την ειλημμένη απόφαση να τοποθετηθούν κάμερες σε όλες τις τάξεις, οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία με την επιστροφή στο σχολείο την 1-6-2020. Η εν λόγω απόφαση γέννησε σε εκπαιδευτικούς του σχολείου μια σειρά προβληματισμούς νομικής και παιδαγωγικής φύσεως, που κατατέθηκαν σε τηλεδιάσκεψη παρουσία όλου του συλλόγου διδασκόντων. Κατόπιν πρότασής μου, οι κοινοί προβληματισμοί καταγράφηκαν και εστάλησαν με επιστολή στο Δ.Σ. της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στις 29-5-2020 (Αρ. Πρωτ. 83/29-5-2020). Την επιστολή αυτή συνυπογράψαμε 15 εκπαιδευτικοί του δημοτικού σχολείου, αριθμός που αναλογεί περίπου στα 2/3 του συλλόγου διδασκόντων.
Πολύ συνοπτικά, το περιεχόμενο της επιστολής επικεντρωνόταν στην ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων μαθητών και εκπαιδευτικών, την επιλογή του σχολείου να παρακολουθούν τη ζωντανή αναμετάδοση όχι μόνο μαθητές που δεν επέστρεψαν στο σχολείο επειδή ανήκουν οι ίδιοι ή οικείοι τους σε ευπαθείς ομάδες –σύμφωνα με τη σχετική Υπουργική Απόφαση και την τότε ισχύουσα τροπολογία– αλλά το σύνολο των μαθητών που έμενε εκ περιτροπής στο σπίτι, εκτιμώμενες δυσκολίες και ποιοτικές αλλαγές στην εκπαιδευτική πράξη και στις σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών λόγω της ζωντανής αναμετάδοσης κτλ. Ως προς το ύφος της επιστολής, παραθέτω ενδεικτικά το εξής απόσπασμα: «[…] Επικοινωνούμε μαζί σας για να εκφράσουμε τον προβληματισμό μας σχετικά με τις συνθήκες επανέναρξης της σχολικής μας ζωής». Στο κλείσιμο της επιστολής παρακαλούσαμε τη διοίκηση να επανεξετάσει τον τρόπο διεξαγωγής της ομόχρονης διδασκαλίας και να μας ενημερώσει το ταχύτερο δυνατό ποιους βαραίνουν τυχόν ευθύνες σε περίπτωση διαρροής προσωπικών δεδομένων.
Αφότου αποφασίστηκε η σύνταξη της επιστολής, το κλίμα στο Αρσάκειο Δημοτικό Πατρών άλλαξε άρδην. Από τη μία μέρα στην άλλη το περιβάλλον έγινε εμφανέστατα αρνητικό προς συναδέλφους που συντάξαμε και συνυπογράψαμε την επιστολή σε βαθμό που διέβλεψα –ορθά όπως φάνηκε– την καταγγελία της σύμβασής μου. Σημειώνω ότι ήμουν η μόνη από τις συνυπογράφουσες της οποίας η σύμβαση ορισμένου χρόνου έληγε τώρα.
Ποτέ δε λάβαμε γραπτή απάντηση στην επιστολή που στείλαμε. Αντ’ αυτού, μία μέρα μετά τηλεφώνησε ατομικά σε όσους είχαμε στείλει την επιστολή η διευθύντρια του σχολείου για να μας ενημερώσει ότι η διοίκηση δε θα επανεξετάσει τις αποφάσεις της σχετικά με την ομόχρονη διδασκαλία. Στη συνομιλία που είχαμε, κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησής μου, συμπλήρωσε ότι δε θα λάβουμε γραπτή απάντηση στα ερωτήματά μας.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που προέκυψαν υπό τις νέες συνθήκες, εργάστηκα πολύ σκληρά και με μεγάλη αγάπη για τους μαθητές μου έως την τελευταία μέρα του σχολικού έτους, ακολουθώντας τις οδηγίες του σχολείου. Σε τηλεφωνικές συνομιλίες που είχα με τους γονείς όλων των μαθητών μου στο κλείσιμο του σχολικού έτους εισέπραξα ευχαριστίες και θετικά σχόλια από όλους ανεξαιρέτως.
Η αιφνίδια αλλαγή στάσης προς το πρόσωπό μου στα τέλη Μαΐου συνεχίστηκε ακόμα και αφού μου ανακοινώθηκε η καταγγελία της σύμβασης. Ζήτησα από τη σχολική μου μονάδα να μου στείλουν την καταγγελία για να την ελέγξω με δικηγόρο και λογιστή πριν την υπογράψω, ωστόσο δε μου την έστειλαν και αντ’ αυτού έλαβα τηλεφωνήματα στα οποία μου ανακοίνωναν ότι είχα ένα χρονικό περιθώριο λίγων ωρών να πάω να υπογράψω, διαφορετικά θα τη λάμβανα με δικαστικό επιμελητή, όπως και τελικά έγινε.