Υπάρχει πολύς και καλός κόσμος της Αριστεράς, ο οποίος θέτει ερωτήματα σε όλα τα πολιτικά θραύσματα, που προκάλεσε η περσινή καλοκαιρινή καταιγίδα. Από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τα οργανωμένα κόμματα της αντιμνημονιακής Αριστεράς, αλλά και το σύνολο των συλλογικοτήτων, που παρότι οργανωτικά περισσότερο ρευστά –από άποψη ή από αδυναμία- δεν παύουν να μοιράζονται τον κατακερματισμένο κοινό χώρο. Τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες είναι γνήσια και βάσιμα και κανείς δεν δικαιούται να υπεκφεύγει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι ο Μανώλης Θεοδώρου, για τον οποίο δεν ξέρω περισσότερα πράγματα, παρά μόνο τις απόψεις που εκφράζει διαδικτυακά. Συχνά παρεμβαίνει στο διάλογο διατυπώνοντας σκέψεις και αγωνίες, που μοιράζονται χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα. Αφορμή γι’ αυτή μου την αναφορά είναι το σχόλιό του στο προηγούμενο σημείωμά μου (1). Νομίζω πως τα ζητήματα που θέτει, αν και κάποιες φορές αδικούν τον γράφοντα, είναι πραγματικά και εύστοχα. Από την άλλη, απηχούν απόψεις που εκφράζονται και σε πολύ επιδραστικά μέσα, όπως στην περίπτωση του Τάσου Παππά, γνωστού δημοσιογράφου της Εφημερίδας των Συντακτών. Είναι πολλές οι φορές που ο τελευταίος έχει απευθυνθεί στην «άλλη Αριστερά» λέγοντάς της πως πολλά από όσα διατυπώνει είναι εκ του ασφαλούς και από τη γωνία αυτού, που δεν αναλαμβάνει την άμεση ευθύνη για τα πράγματα. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, π.χ., επαναλάμβανε αυτό που και ο πρωθυπουργός έχει πει με άλλα λόγια: εσείς δεν βρεθήκατε στην θέση του Τσίπρα και, συνεπώς, έχετε την πολιτική σας ευκολία. Έχετε την άνεση να καταγγέλλετε «αυτόν που έκανε το Όχι Ναι» γιατί δεν βιώσατε την αγωνία του και δεν συμμεριστήκατε την ευθύνη του.
Η άποψη αυτή θα είχε βάση αν δεν ξεχνούσε πως η θέση στην οποία βρέθηκε ο Τσίπρας στις 13 Ιουλίου 2015 διαμορφώθηκε κυρίως βάσει επιλογών και παραλείψεων του ίδιου. Επιλογών που έγιναν σχεδόν πραξικοπηματικά, χωρίς, πολλές φορές, την παραμικρή δημοκρατική επικύρωση, με αγνόηση της κομματικής βούλησης και με συχνή εκμετάλλευση του αντικειμενικού εκβιασμού που συγκεφαλαιώνονταν στο «να μην πληγεί η κυβέρνηση».
Η σύνθεση της κυβέρνησης, η προεδρική εκλογή, η πορεία, η τακτική και οι χρονικότητες της διαπραγμάτευσης, οι νομοθετικές προτεραιότητες, η ιεράρχηση των επιλογών, όλα έγιναν εντελώς αυθαίρετα, από ένα μικρό κύκλο ανθρώπων και χωρίς τη στοιχειώδη δημοκρατική επικύρωση. Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου ήρθε χωρίς την παραμικρή διαβούλευση ούτε καν στη ΠΓ. Τρεις σύνοδοι της Κεντρικής Επιτροπής αποφάσισαν πως θα πραγματοποιηθούν άμεσα η επαναφορά του κατώτατου μισθού και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, άλλες τόσες πως θα κατατεθεί εντός ημερών ένα φορολογικό νομοσχέδιο που θα αρχίσει να υλοποιεί το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Τον Μάιο του 2015 αποφασίστηκε πως δεν θα γίνει ούτε βήμα πίσω σε ό,τι αφορά την έμμεση φορολογία και το ασφαλιστικό.
Όλα αυτά αγνοήθηκαν. Όπως και η σαφής τοποθέτηση της μεγάλης πλειοψηφίας της ΚΕ πως θα πρέπει να απορριφθεί η συμφωνία της 13ης Ιουλίου. Με ακροτελεύτιο την παραβίαση και της απόφασης της 30ης Ιουλίου για διεξαγωγή έκτακτου Συνεδρίου, την οποία μέσα στο αδιέξοδο που είχε διαμορφωθεί είχε προτείνει ο ίδιος ο Τσίπρας και, με περίσσευμα καλής πρόθεσης και βούλησης για διατήρηση της ενότητας αποδέχτηκαν οι διαφωνούντες που πλειοψηφούσαν.
Ας μην πει κάποιος «βαρεθήκαμε να ακούμε τα ίδια και τα ίδια». Όταν επικαλείται «την θέση που βρέθηκε ο Τσίπρας» έχει σημασία να θυμάται πόσο υπεύθυνος ήταν ο ίδιος γι’ αυτό. Κι έτσι να θυμάται και να αποτιμά ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια. Αλλιώς δεν γίνεται.
Ας πάω, όμως, στο σχόλιο του Μανώλη Θεοδώρου, που είναι αυτολεξεί το παρακάτω:
«Χρειάζεται νομίζω να διευκρινιστεί, εάν … «ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιλιτότητας, προοδευτικής αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου και δραστικής απομείωσης του χρέους» επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί και απέτυχε ή ακυρώθηκε και δεν δοκιμάστηκε ποτέ. Ότι επί 7 μήνες δηλαδή, βλέπαμε (και βλέπατε) απαθείς, να παίζεται ένα θέατρο διαπραγμάτευσης με πρωταγωνιστή κάποιον … Βαρουφάκη!!! Αν η απάντηση είναι: “ναι, έτσι έγινε” τότε θα πρέπει πρώτα-πρώτα να κάνετε την αυτοκριτική σας, να εξηγήσετε την 7μηνη ανοχή σας και να δικαιολογήσετε πειστικά, τους λόγους που μας προτρέπατε να βγαίνουμε στους δρόμους, σιγοντάροντας αυτό το θέατρο. Εάν η απάντηση είναι: «όχι, έγινε πράγματι διαπραγμάτευση και η τότε κυβέρνηση (όχι βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η Αριστερά) ηττήθηκε», τότε θα πρέπει πάλι να δικαιολογήσετε πειστικά, το γιατί εσείς αυτή τη φορά θα τα καταφέρετε. Μήπως επειδή έχετε αποκτήσει την εμπειρία της πρώτης φοράς αποτυχίας και θα ακολουθήσετε κάποιον άλλο δρόμο; (εντός ευρωζώνης προφανώς) Ή μήπως επειδή αυτός ο άλλος δρόμος δεν ταυτίζεται (ντε και καλά) με την παραμονή στην ευρωζώνη; (Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να εξηγήσετε -πέρα της εφικτότητας του εγχειρήματος- και τους λόγους επανασύστασης ενός ακόμη άλλου αριστερού πόλου και όχι την ένταξη όσων Αριστερών τάσσονται υπέρ της εξόδου, σε κάποιο από τα υπάρχοντα σήμερα πολιτικά σχήματα). Ή μήπως επειδή θεωρείτε ότι είστε πιο “καπάτσοι” και έχετε τον τρόπο να “παίξετε” τους … “ζουρνάδες και τα νταούλια”, που δεν έπαιξαν οι “παραμένοντες”; Αυτά είναι τα ερωτήματα που -κατά τη γνώμη μου- πρέπει πρώτα και κύρια να απαντηθούν, προκειμένου να ξανασυσπειρωθεί ο κόσμος της Αριστεράς γύρω από μια καινούργια επικαιροποιημένη αριστερή εναλλακτική πρόταση, χωρίς πλέον ενδοιασμούς και χίμαιρες. Γιατί το χαστούκι που φάγαμε -κακά τα ψέματα- ήταν γερό. Και στο χωριό μου λένε: “Όταν καείς από το χυλό φυσάς και το γιαούρτι”».
Απαντώ, λοιπόν, συνοπτικά:
1. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που προσανατόλιζε τον κόσμο σε μια πορεία «μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης» (1ο Συνέδριο/Ιούλιος 2013) δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ήδη, μάλιστα, είχε προκαταβολικά υπονομευθεί από τη δημαγωγική προεκλογική εκστρατεία του προεδρικού πυρήνα, που, εντελώς, αντίθετα, υποσχόταν ομαλότητες και γονυκλισίες –μέρα μεσημέρι- της Μέρκελ.
2. Η 7μηνη «ανοχή» είναι εύκολα εξηγήσιμη από τον αντικειμενικό εκβιασμό που ασκούταν σε όποιον διαφωνούσε, στο μέτρο που «ό,τι έπληττε την Κυβέρνηση» ήταν καταδικασμένο να περιθωριοποιηθεί. Η εσωτερική –και, πολλές φορές, ημιδημόσια- διαφωνία εκφράστηκε συχνά έντονα, όχι, όμως, και αποτελεσματικά, στο μέτρο που, παρόλα αυτά, «δεν έπρεπε να γίνει ζημιά».
3. Το κάλεσμα στο δρόμο δεν συνιστούσε σιγοντάρισμα «του θεάτρου με πρωταγωνιστή κάποιον… Βαρουφάκη», αλλά μια, βάσιμη στην αρχή, απελπισμένη όσο περνούσε ο χρόνος, προσπάθεια να ποντάρουμε στην κοινωνική κινητοποίηση μήπως κι αλλάξουν τα πράγματα. Αυτό είναι τόσο αντιφατικό όσο και η ίδια η πραγματικότητα.
4. Μια περαιτέρω αυτοκριτική θα μπορούσε να αναρωτηθεί μήπως έπρεπε να εκδηλωθεί δημόσια η διαφωνία και «γαία πυρί μυχθίτω». Ίσως, αλλά…
5. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της «εφικτότητας του εγχειρήματος» δεν υπάρχει αμφιβολία πως απαιτείται πολλή δουλειά και πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα από την προηγούμενη φορά. Δεν σημαίνει τίποτε να λες έξω ή μέσα αν δεν ξέρεις τι σημαίνουν αυτά. Γι’ αυτό η «Δικτύωση» προτείνει, ως πρώτο καθοριστικό βήμα μιας μετωπικής, ενωτικής πρωτοβουλίας, μια ανοιχτή σε όλο τον κόσμο της αριστεράς «Διάσκεψη για τις εναλλακτικές», που θα οργανώσει σε βάθος τη σχετική διερεύνηση.
6. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο τεράστιος κατακερματισμός συνιστά πραγματική κατάρα για τις προοπτικές του κινήματος. Χρειάζεται, ωστόσο, κάτι ευρύτερο από τα ήδη υπάρχοντα πολιτικά σχήματα.
7. Οποιαδήποτε προσπάθεια για μια πραγματικά νέα αρχή δεν μπορεί παρά να διασφαλίζει, με μανιακό τρόπο, τη δημοκρατία και τη ισότιμη δυνατότητα όλων των συμμετεχόντων. Οι συνενώσεις κορυφής ή «προσωπικοτήτων» είναι η σίγουρη οδός της απωλείας.
8. Σε ό,τι αφορά τους «ζουρνάδες και τα νταούλια» η παρατήρηση έχει λάθος αποδέκτη. Ο μόνος ήχος που ακούγεται εδώ και καιρό είναι από μαχαίρια που ακονίζονται. Το ό,τι ο Τσίπρας το εξέλαβε ως πεντοζάλη ας το εξηγήσουν οι κοντινοί του ή τα μέντιουμ.
9. Αυτό που διαχωρίζει κάποιους από τους αποχωρήσαντες από τους παραμένοντες σίγουρα δεν είναι η περίσσεια «καπατσοσύνη». Μάλλον το αντίθετο.
10. Χωρίς αμφιβολία, το φύσημα του γιαουρτιού είναι καθήκον όλων μας. Όπως και η σοβαρότητα στη σκέψη και τη δράση, «χωρίς ενδοιασμούς και χίμαιρες».
11. Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο: Η οικοδόμηση μιας πραγματικής εναλλακτικής πρότασης θα είναι δουλειά ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων του κινήματος και όχι εκπροσώπων. Αν είναι έτσι, η ευθύνη είναι όλων αυτών των πολλών ανθρώπων. Ας την αναλάβουμε όλοι -μαζί και ταυτοχρόνως.