Η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, σε συνδυασμό με τα σχέδια νόμου για τον αιγιαλό και τα δάση, ανατρέπουν πολλά από όσα θεωρούσαμε ώς τώρα δεδομένα και αυτονόητα. Ανατρέπεται κατ’ αρχάς η ίδια η λειτουργία της έννοιας του “δημόσιου χώρου”, ως χώρου κάλυψης ζωτικών κοινωνικών αναγκών. Καταργείται επίσης η έννοια του “κοινόχρηστου αγαθού”, στο οποίο η πρόσβαση του συνόλου των πολιτών δεν μπορεί να περιορίζεται.
Στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, το περιβάλλον και οι δημόσιοι χώροι μετατρέπονται σε ένα (ακόμη) πεδίο οικονομικής εκμετάλλευσης. Παραλίες, δασικές εκτάσεις, σπάνια οικοσυστήματα, ακόμη και το περιβάλλον αρχαιολογικών χώρων θα μπορεί να εκχωρηθεί σε έναν ιδιώτη για αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση. Η κυβέρνηση ουσιαστικά εκχωρεί το φυσικό και πολιτιστικό απόθεμα της χώρας σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Η άμεση σχέση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό με την πώληση των παραλιών από το ΤΑΙΠΕΔ είναι προφανής: αν δεν ανατραπεί το υπάρχον νομικό πλαίσιο που επιτρέπει την ακώλυτη πρόσβαση όλων των πολιτών στις παραλίες, το ΤΑΙΠΕΔ δεν θα βρει επίδοξους «επενδυτές»-αγοραστές. Μόνο που οι συνέπειες της καταστροφής του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της τσιμεντοποίησης, ακόμη και της απειλής διάβρωσης των ακτών, θα είναι μη αναστρέψιμες.
Οι όροι πολιτιστικό απόθεμα/περιβάλλλον και πολιτιστική κληρονομιά δεν νοηματοδοτούν βέβαια μόνο τα υλικά τεκμήρια του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Τα σύγχρονα ρεύματα της ιστορίας και της αρχαιολογίας αντιμετωπίζουν το φυσικό περιβάλλον όχι μόνο ως το πλαίσιο, το “σκηνικό” μέσα στο οποίο διαδραματίστηκε η ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά ως ένα σύνολο σχέσεων, μια δυναμική και ζώσα πραγματικότητα που εξελίσσεται αυτοτελώς, αλλά και υπό την επίδραση του ανθρώπου, και επομένως ενέχει το ίδιο ιστορικότητα. Τα μνημεία (αρχαία και νεότερα), οι αρχαιολογικοί χώροι και τα ιστορικά τοπία είναι οι υλικές αποτυπώσεις αυτών των σχέσεων.
Το σχέδιο νόμου για τους αιγιαλούς απειλεί άμεσα εκατοντάδες παράκτιους και ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικά τοπία και νησιά που αποτελούν εξ ολοκλήρου κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους. Από κοντά ιστορικά διατηρητέα κτήρια και σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι φιγουράρουν και στα πωλητήρια του ΤΑΙΠΕΔ: η Ακροναυπλία, ο τύμβος των Σαλαμινομάχων, ο αρχαίος δήμος Σουνίου, δεκάδες διατηρητέα κτήρια στην Πλάκα, το κτήριο της Μπουμπουλίνας, τα προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας και η λίστα μεγαλώνει καθημερινά. Είναι δυνατόν η πολιτιστική κληρονομιά να εκποιείται ως “ιδιωτική περιουσία του δημοσίου”;
Για τη νομική διάσταση του θέματος θα παραπέμψουμε στη σχετική ανακοίνωση του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών – ICOMOS στην οποία επισημαίνεται ότι «…είναι ακόμη εν ισχύ ο λεγόμενος “Αρχαιολογικός Νόμος” (Ν. 3028/2002) στο άρθρο 7 παρ. 1 του οποίου δηλώνεται ρητά ότι “τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας”. Κατά την ελληνική νομοθεσία δηλαδή, τα αρχαιολογικά μνημεία και οι χώροι θεωρούνται εκτός συναλλαγής (res extra comersium, κατά το ρωμαϊκό δίκαιο), διότι είτε ανήκουν στο κράτος και αποτελούν res publicae είτε είναι αφιερωμένα στην ιερά λατρεία και θωρούνται ιερά αντικείμενα (res sacrae). Ως ανήκοντα στο κράτος αποτελούν δημόσια περιουσία του και δεν απαλλοτριώνονται ούτε καθίστανται άξια μεταβιβάσεως. Μάλιστα, δεν βρίσκονται απλά εκτός συναλλαγής, αλλά απολαμβάνουν και αυξημένης συνταγματικής προστασίας, αφού επιβάλλεται ευθέως από το ισχύον Σύνταγμα η προστασία και διαφύλαξη τους στο διηνεκές»1.
Πέραν της νομικής διάστασης, ωστόσο, αυτή η «νομοθετική επιδρομή» στα δημόσια αγαθά δεν σηματοδοτεί τίποτα άλλο από την εφαρμογή ενός μοντέλου ανάπτυξης γνωστού και ήδη αποτυχημένου, το οποίο διευκολύνει μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις σε έναν καταργημένο ουσιαστικά δημόσιο χώρο. Οι επιπτώσεις του είναι ήδη ορατές στην Ισπανία, αλλά και σε άλλες περιοχές πέρα από τη μεσογειακή λεκάνη, όπου οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην καταστροφή των ακτών, κατέστησε την πρόσβαση στη θάλασσα απαγορευτική για την πλειοψηφία των κατοίκων, ενώ υπέθαλψε την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων και τη συρρίκνωση των μικρών τουριστικών επιχειρήσεων.
Από το συνολικό σχέδιο αποψίλωσης της δημόσιας περιουσίας και απάλειψης της έννοιας του κοινόχρηστου δημόσιου χώρου δεν εξαιρούνται ούτε οι ιστορικοί τόποι και τα μνημεία, τα οποία είτε αντιμετωπίζονται ως «εμπόδια» στην ανάπτυξη είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ενσωματώνονται στα μεγάλα έργα ως τουριστική «ατραξιόν» για λίγους και αποκόπτονται έτσι από τον κοινωνικό τους ρόλο, που προϋποθέτει την αρχή της ισότιμης πρόσβασης σε αυτά όλων των πολιτών.
Αυτό που σε τελική ανάλυση τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι η έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού, όπως ορίζεται μέχρι σήμερα από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με παρεμβάσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην ανατροπή του πλαισίου προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού αποθέματος και της σχέσης του με την κοινωνία, αφού η δημόσια περιουσία και η διαχείρισή της αντιμετωπίζεται ως ιδιοκτησία των κρατικών υπηρεσιών. Η μέριμνα για τα κοινωνικά αγαθά και όσοι τα υποστηρίζουν, απλοί πολίτες, συλλογικότητες, ή και δημόσιες υπηρεσίες ακόμα, βρίσκονται στο στόχαστρο του κυρίαρχου -εξουσιαστικού- λόγου, ο οποίος σε σχέση με την κοινωνική ευημερία προτάσσει μια στρεβλή και καταστροφική για το μέλλον “ανάπτυξη”. Μόνη ελπίδα αποτελεί η ενίσχυση των αντιδράσεων που ήδη εκδηλώνονται σε όλη τη χώρα και ο συντονισμός τους στο πλαίσιο ενός διευρυμένου κοινωνικού μετώπου που θα περιλαμβάνει τοπικές κινήσεις, δίκτυα, συλλογικότητες και κινηματικές πρωτοβουλίες για την αποτροπή των καταστροφικών κυβερνητικών σχεδίων.
1 http://www.icomoshellenic.gr/
* Η Όλγα Σακαλή είναι πρόεδρος Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
Πηγή: Αυγή