in

Είναι οκ να γίνουν τα ισόβια «πραγματικά ισόβια»;

Πέντε επιστημόνισσες και επιστήμονες του Ποινικού Δικαίου γράφουν δυο λόγια σχετικά με το για ποιον λόγο δεν είναι καθόλου οκ το αίτημα για «πραγματικά ισόβια»

Άρθρο του Τάσου Θεοφίλου για το REDnNOIR.gr

Υπήρχε από τότε που θυμάμαι να παρακολουθώ το δικαστικό ρεπορτάζ, ίσως από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού στις αρχές των μακρινών 90’s, μια θέση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα που την επανέφερε στην δημόσια συζήτηση με κάθε σχετική αφορμή: Η αυστηροποίηση των ποινών, με μόνιμη επωδό άλλοτε την επαναφορά της θανατική ποινής και άλλοτε την επιμήκυνση του χρόνου κράτησης στην περίπτωση της ποινής των ισοβίων από 25 χρόνια σε «πραγματικά ισόβια».

Το εντυπωσιακό είναι, ότι με αφορμή τις πρόσφατες δίκες και ορισμένες καταδίκες βιαστών και γυναικοκτόνων, επανέρχεται το συντηρητικό αίτημα της αυστηροποίησης της ονομαστικής ποινής των ισοβίων, με προοδευτικό, εντός ή εκτός εισαγωγικών, πρόσημο.

Και είναι αλήθεια ότι ντύνεται πάντα με τα ίδια σκεπτικά, που περιστρέφονται γύρω από διαπιστώσεις και λεκτικά πυροτεχνήματα περί της μη λειτουργίας των νόμων, περί αυθαιρεσίας, περί αναντιστοιχίας της ονομαστικής ποινής και του περιεχομένου της, περί της αναποτελεσματικότητας των ποινών ή ακόμα περισσότερο ως μια νομική καινοτομία «δείγμα ότι τίποτε δεν λειτουργεί» την στιγμή μάλιστα που από πάντα στην Ελλάδα τα ισόβια είχαν μέγιστο όριο τα 25 χρόνια ακόμα και όταν ήταν ενεργή η θανατική ποινή.

Με αφορμή αυτήν την εξέλιξη ζήτησα από πέντε ανθρώπους, δικηγόρισσες, επιστημόνισσες και επιστήμονες του Ποινικού Δικαίου, πέντε καθόλου τυχαία και άσχετα με την ουσία και τον πυρήνα της συζήτησης πρόσωπα, να γράψουν δυο λόγια σχετικά με το για ποιον λόγο δεν είναι καθόλου οκ αυτό το αίτημα.

Δημήτρης Κόρος: Δρ Σωφρονιστικής πολιτικής, ειδικός επιστήμονας νομικής ΔΠΘ
Η φυλακή είναι ένα φιάσκο σε σχέση με τους ίδιους της τους στόχους, έλεγε ο μεγάλος καταργητιστής εγκληματολόγος Thomas Mathiesen (1933-2021).

Γενικώς αν είχε επιτύχει η φυλακή τον σκοπό της θα το είχαμε καταλάβει, αν είχε επιτύχει η θανατική ποινή στις Η.Π.Α. και όπου αλλού συνεχίζει να εφαρμόζεται δεν θα είχαμε ανθρωποκτονίες, αν είχε επιτύχει ο κώδικας του Χαμουραμπί του 1754 π.Χ. ίσως δεν θα είχαμε ανάγκη έκτοτε να τιμωρούμε το έγκλημα, κ.ο.κ.

Η φυλακή υπάρχει και επεκτείνεται περισσότερο επειδή επιτελεί άλλους, μη διακηρυγμένους, σκοπούς (συμβολικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς), παρά για τη επίδρασή της στη μείωση του εγκλήματος.

Οπότε, αν η φυλακή είναι ένας αποτυχημένος (από άποψη αντεγκληματικής πολιτικής) θεσμός, σε τι θα χρησίμευε η αύξηση του χρόνου έκτισης της ποινής της ισόβιας κάθειρξης;

Είναι αλήθεια πως το έγκλημα συσπειρώνει την κοινωνία γύρω από τον εγκληματία και εναντίον του, επανεπιβεβαιώνοντας τις κοινές αξίες. Και τα αδικήματα που επισύρουν ποινή ισόβιας κάθειρξης (συνήθως) είναι αυτά που προκαλούν περισσότερο την κοινή γνώμη (εκτός, βέβαια, από τη νομοθεσία για τα ναρκωτικά, που τιμωρεί βάναυσα τα χαμηλότερα στρώματα του «υποκόσμου» αφήνοντας ανέγγιχτα τα αφεντικά του εγκλήματος, και η οποία ευθύνεται για τον τεράστιο αριθμό ισοβιτών στις ελληνικές φυλακές).

Έτσι, βλέπουμε πέρα από τη συσπείρωση ενάντια στον εγκληματία και τη συσπείρωση κατά της υποτιθέμενα επιεικούς αντιμετώπισής του από το ποινικό σύστημα, επειδή τα ισόβια δεν σημαίνουν ισόβια (αισθάνεται ο πολίτης ότι οι λέξεις δεν έχουν νόημα) και ο τάδε ή ο δείνα φονιάς ή παιδόφιλος θα κυκλοφορεί ελεύθερος σύντομα ξανά.

Τούτα φυσικά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Η φυλακή στην Ελλάδα δεσπόζει στο οπλοστάσιο κατά του εγκλήματος, συγκριτικά με άλλες χώρες της Δύσης. Το Συμβούλιο της Ευρώπης στην έκθεσή του τον Δεκέμβριο του 2018 αναφέρει πως η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό φυλάκισης στην Ευρώπη, με τα ποσοστά εγκληματικότητας να είναι τα ίδια ή και χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Τα προτάγματα ενάντια στον θεσμό της φυλακής πάντα συναντάνε ως έσχατη κριτική το ερώτημα «τι κάνουμε με τον παιδόφιλο, με τον βιαστή», με την κριτική αυτή να συναντάται τόσο στον συντηρητικό λόγο όσο και στον λόγο φεμινιστικών κινημάτων. Κατά την Taylor θα πρέπει να ασκηθεί κριτική στον «φεμινισμό του εγκλεισμού» (“carceral feminism”), ο οποίος προτάσσει την καταφυγή σε έναν υπερμισογυνικό θεσμό που αναπαράγει την πατριαρχική βία και την κουλτούρα του βιασμού. Στις Η.Π.Α. είναι αξιοσημείωτη η κινηματική θεώρηση που δεν μπορεί να δει τον καταργητισμό χωρίς φεμινισμό και τον φεμινισμό χωρίς καταργητισμό, αναγνωρίζοντας ότι η στείρα πρόταξη της τιμωρητικότητας δεν έχει να προσφέρει ούτε στο ελάχιστο στην κατ’ ουσία αντιμετώπιση της βίας της πατριαρχίας.

Άρα, για να κλείνω: στην Ελλάδα έχουμε περισσότερη φυλακή από όσο θα χρειαζόταν για μια σύγχρονη φιλελεύθερη αντεγκληματική πολιτική (αν θέλουμε να μιλάμε με αυτούς τους όρους και όχι με προδιαφωτιστικές κραυγές). Η επένδυση στην τιμωρητικότητα ως πανάκεια φτωχαίνει τον διάλογο, μας αφαιρεί επιχειρήματα και τα προσφέρει απλόχερα στο στρατόπεδο του αντιπάλου.

Δημήτρης Κόρος

Άννυ Παπαρρούσου: Δικηγόρος
Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει μία συζήτηση για την πραγματική έκτιση της ισόβιας κάθειρξης κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ. Το ανώτατο όριο των 25 ετών για την ισόβια κάθειρξη που ισχύει στην Ελλάδα, καθώς και οι διατάξεις που ρυθμίζουν το καθεστώς της αποφυλάκισης των ισοβιτών σε πιο σύντομο χρόνο, έχουν τεθεί για λόγους που σχετίζονται με την επικράτηση μιας ορθολογικότερης αντίληψης, που συνυπολογίζει τις συνέπειες της στέρησης της ελευθερίας και του εγκλεισμού, δεν προτάσσει την καθαρά τιμωρητική διάσταση της ποινής, αλλά επιχειρεί να συγκεράσει διαφορετικά συμφέροντα συντηρώντας εν τέλει την προσδοκία του ισοβίτη ότι κάποτε, ίσως να ανακτήσει την ελευθερία του. Η τάση για αυστηροποίηση των ποινών παρακάμπτει την ανθρωπιστική θεώρηση του ζητήματος και αξιώνει όλο και μεγαλύτερη καταστολή που οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα αυταρχικό κράτος, που χρησιμοποιεί τα μέσα καταναγκασμού ως μηχανισμό εδραίωσης της οντότητάς του. Η ποινή στα πλαίσια του τρέχοντος δικαιικού συστήματος επιτελεί συγκεκριμένο έργο που προσδιορίζεται σαφώς τόσο από τη θεωρία, όσο και το νομικό πλαίσιο. Η τυχόν αλλαγή του πλαισίου έκτισης προτάσσοντας τον δια βίου εγκλεισμό, παρεκκλίνει σημαντικά και ανατρέπει στην ουσία το συνολικό πνεύμα του λεγόμενου ποινικού σωφρονισμού προς το αυστηρότερο χωρίς επαρκή αιτιολογία. Γιατί σκοπός της ποινής σύμφωνα με τα κρατούντα, δεν είναι μόνο η τιμωρία του δράστη και η ικανοποίηση του θύματος, αλλά και ο σωφρονισμός, ο οποίος καθίσταται άνευ αντικειμένου αν η ισόβια κάθειρξη μεταβληθεί σε δια βίου κράτηση.

Άννυ Παπαρρούσου

Αναστασία Γκόνη – Καραμπότσου: Δικηγόρος με ειδίκευση στα ζητήματα έμφυλης ισότητας
Τα τελευταία δύο χρόνια, έπειτα και από το λεγόμενο ελληνικό «me too», η ενσωμάτωση από τον κυρίαρχο μιντιακό και πολιτικό, λόγο αποσπασματικών όψεων των διεκδικήσεων των φεμινιστικών κινημάτων, όπως η αναγνώριση της έμφυλης βίας, επιχείρεται να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση με σκοπό την περαιτέρω εμβάθυνση της ποινικής καταστολής, του δόγματος «μηδενική ανοχή» και «νόμος και τάξη».

Η αύξηση των, ήδη υψηλών, προβλεπόμενων ποινών σε μια σειρά από αδικήματα, όπως αυτό του βιασμού, και η αποκλειστική πρόβλεψη της ποινής της ισόβιας κάθειρξης στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση είναι κινήσεις απόλυτα ενταγμένες σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης τις συνδέει με την προσπάθεια της κυβέρνησης να «στηρίξει» τα θύματα έμφυλων εγκλημάτων1.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όλες τις θεωρίες για την αποτρεπτική λειτουργία των ποινών. Έρχονται, επίσης, σε ακόμα μεγαλύτερη σύγκρουση με τα εμπειρικά συμπεράσματα των τελευταίων ετών σε χώρες της Λατινικής Αμερικής στις οποίες, παρότι δοκιμάστηκε η αύξηση των ποινών, δεν υπήρξε μείωση στα ποσοστά των περιστατικών έμφυλης βίας.

Φυσικά η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά πως η αύξηση των ποινών καμία στήριξη δεν παρέχει στα θύματα/επιζώσες έμφυλης βίας, τα οποία η ίδια πριν λίγους μήνες έθεσε σε ακόμη πιο ευάλωτη θέση με τις αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο. Αυτό που επιδιώκει είναι αφενός να αποπροσανατολίσει από την αντίφαση μεταξύ του λόγου και της πολιτικής της, δηλαδή, ότι διακηρύσσει ότι λαμβάνει μέτρα προστασίας για τα θύματα ενώ δεν έχει λάβει κανένα απολύτως μέτρο, έχοντας, αντίθετα, επιδεινώσει τη θέση του και αφετέρου, να ενισχύσει περαιτέρω τα αντιδραστικά ιδεολογήματα που θεωρούν τους δράστες έμφυλων εγκλημάτων «τέρατα», των οποίων η εξόντωση θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Αναστασία Γκόνη – Καραμπότσου

Ιωάννα Στεντούμη: Δικηγορος – ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας
Τον τελευταίο καιρό ακούγεται όλο και πιο συχνά η σκλήρυνση της ποινικής αντιμετώπισης σε μια σειρά από αδικήματα. Είναι και οι μόνες σχετικές εξαγγελίες που ακούμε από πλευράς πολιτείας για την αντιμετώπιση του εγκλήματος και βάλλουν ενάντια σε δημοκρατικές κατακτήσεις, σχετικές με την επανένταξη του δράστη στο κοινωνικό σύνολο και την κατά το δυνατόν ανθρώπινη έκτιση της ποινής. Χωρίς καμία αναφορά στο δημόσιο λόγο για τα αίτια, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ταξικά, που οδηγούν σε παραβατικές συμπεριφορές, το κράτος αποσείεται των ευθυνών του για τις συμπεριφορές αυτές που τυποποιούνται εκάστοτε ως εγκληματικές και αναγάγει το έγκλημα σε καθαρά ατομική επιλογή και ευθύνη. Αφενός όμως, όπως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, έτσι και το έγκλημα, έχει κοινωνικές αιτίες και αποτυπώνει κοινωνικές δυναμικές. Αφετέρου, από κανένα ερευνητικό δεδομένο δεν προκύπτει ότι μια τέτοια επιλογή σκλήρυνσης της ποινικής καταστολής, θα φέρει τη μείωση των εγκλημάτων -μάλλον η αντίθετη τάση αποτυπώνεται. Οι ΗΠΑ είναι ένα κλασικό παράδειγμα σκληρών ποινών – με τη θανατική ποινή να είναι το αποκορύφωμα αυτών – αλλά και έξαρσης του εγκλήματος. Περαιτέρω, οι σκοποί της ειδικής πρόληψης δεν ικανοποιούνται: σκοπός είναι η παύση μιας παραβατικής συμπεριφοράς και η κοινωνική επανένταξη του εγκληματία. Η αντιμετώπισή του πιο σκληρά και μάλιστα χωρίς υλοποίηση και άλλων εναλλακτικών πρακτικών και μέτρων, το μόνο που εξασφαλίζει, είναι ότι και ο ίδιος θα υιοθετήσει πιο σκληρές μεθόδους, όντας πλέον αποκομμένος από κοινωνικούς δεσμούς και κίνητρα βελτίωσης μιας συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα ο δράστης εργαλειοποιείται για τους σκοπούς της γενικής πρόληψης, το οποίο και είναι απαράδεκτο για ένα κράτος δικαίου και έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό. Με λίγα λόγια, δε μας λείπουν οι ποινές, μας λείπει ένα κοινωνικό κράτος που δε θα εξαθλιώνει και περιθωριοποιεί ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.

Ιωάννα Στεντούμη

Αθηνά Μιχαλακέα: Δικηγόρος, Υπ. Δρ. Κριτικής Θεωρίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Το αίτημα της αύξησης των ποινών επανέρχεται συχνά στο προσκήνιο, όχι μόνο από την συντηρητική πλευρά του πολιτικού φάσματός, όπως είναι αναμενόμενο, αλλά συχνά και από μεμονωμένα άτομα ή συλλογικότητες, που στοχεύουν στην κοινωνική απελευθέρωση. Για παράδειγμα, μέρος του φεμινιστικού κινήματος και ορισμένων συμμάχων του, ως απάντηση στα αυξανόμενα περιστατικά έμφυλης βίας, διεκδικεί μεγαλύτερες ποινές για τους δράστες. Εδώ βεβαίως εντοπίζεται μία αντίφαση: πώς είναι δυνατόν ο στόχος της κοινωνικής απελευθέρωσης να συμβαδίζει με το αίτημα της όξυνσης του πιο σκληρού από τους κρατικούς θεσμούς, αυτόν της φυλακής; Κάθε φορά που έρχονται στη δημοσιότητα ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα, ακούμε πως «τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια» -όταν δεν μπαίνει δια της πλαγίας οδού ένα αίτημα επαναφοράς της θανατικής ποινής ή και των βασανιστηρίων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει βεβαίως κρίνει ότι η ισόβια κάθειρξη δεν μπορεί να ισοδυναμεί με βιολογικό θάνατο του καταδικασθέντος, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε απάνθρωπη κι εξευτελιστική μεταχείριση του τελευταίου (Sandor Varga κ.α. κατά Ουγγαρίας, 17.6.2021). Για να είναι συμβατή η ποινή με την ΕΣΔΑ, πρέπει να υφίστανται: α) μια προοπτική απελευθέρωσης για τον κρατούμενο και β) μια δυνατότητα επανεξέταση της ποινής του.

Στην πραγματικότητα, όπως και η θανατική ποινή, έτσι και η επέκταση του χρόνου κάθειρξης έχει ρόλο καθαρά εκδικητικό, μέσω αυτών το κράτος αναδιπλώνεται ως τιμωρός. Για αιώνες υπήρχε η αντίληψη ότι οι δημόσιες εκτελέσεις θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για το κοινωνικό σύνολο ως προς την τέλεση νέων αδικημάτων. Αντίστοιχα, και οι πολυετείς ποινές φυλάκισης ονομαστικά έχουν παιδαγωγική λειτουργία για το κοινωνικό σύνολο. Βέβαια, όπως αποδεικνύει πλήθος ερευνών, η αυστηροποίηση των ποινών εν γένει, ελάχιστη επίδραση έχει στη μείωση της εγκληματικότητας.

Οι φυλακές όπως τις γνωρίζουμε σήμερα είναι εφεύρεση της νεωτερικότητας. Παλαιότερα υπήρχαν φυσικά χώροι κράτησης για τους υπόδικους, όμως σταδιακά εδραιώθηκε η αντίληψη πως, εάν οι άνθρωποι φυλακίζονταν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα θα είχαν μια ευκαιρία να αναλογιστούν τις πράξεις τους και ίσως να αλλάξουν∙ η ιδέα του σωφρονισμού είναι αυτή που υπάρχει στον πυρήνα των σύγχρονων ποινικών συστημάτων και επιβάλει την παραμονή στην φυλακή ως την κύρια ποινή. Όμως, ο σχεδιασμός των σύγχρονων φυλακών στοχεύει και στο να κρατάει τους έγκλειστους μακριά από την κοινωνία, προκειμένου αυτή να προστατευθεί. Κι εδώ γεννάται ακόμα μια αντίφαση: πώς μπορεί να επιτευχθεί σωφρονισμός μέσω της απομόνωσης και της επιτήρησης; Πώς είναι δυνατόν εγκλεισμός των ανθρώπων σε ένα εξορισμού βίαιο περιβάλλον να τους μετασχηματίσει προς το καλύτερο, και όχι να διαιωνίζει την βία; Αν οι μήνες του εγκλεισμού στο σπίτι μας λόγω της καραντίνας επιδείνωσαν την ψυχική υγεία των περισσότερων, τότε ενδεχομένως και να μπορούμε να φανταστούμε -εάν θέλουμε- πόσο επιβαρύνεται η ψυχική υγεία των κρατουμένων από την παραμονή στην φυλακή, και να σκεφτούμε την επόμενη φορά που θα εκφέρουμε κάτι σαν «σε 20 χρονάκια θα είναι έξω».

Τέλος, μία μικρή μα αναγκαία σημείωση. Στον αντίποδα του φιλελεύθερου φεμινισμού, για τον οποίο δεν υπάρχουν ταξικές ή φυλετικές διαφορές (ή εμφανίζονται μόνο σαν μια αποπολιτικοποιημένη πολιτική ταυτοτήτων), και για τον οποίο η απάντηση στην έμφυλη βία είναι «περισσότερο κράτος – περισσότερη τιμωρία» (φυλακιστικός φεμινισμός – carceral feminism), τις απαντήσεις, εδώ και δεκαετίες, προσπαθεί να δώσει ο μαύρος φεμινισμός. Μαζί με τα κινήματα της επανορθωτικής (restorative) και μετασχηματιστικής (transformative) δικαιοσύνης, και πρόσφατα με τις πρωτοβουλίες Defund/Abolish the Police και Black Lives Matter, αναζητείται μια άλλη ιδέα για τη δικαιοσύνη, πέρα από τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς αλλά και την ίδια την αντίληψη της τιμωρίας και της ανταπόδοσης. Για τον ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό, για έναν κόσμο χωρίς φυλακές που θα είναι εφικτός. Ο δρόμος είναι τραχύς και δύσκολος, αλλά αξίζει να τον διασχίσουμε.

Αθηνά Μιχαλακέα

1Χαρακτηριστική η ανάρτηση του Τσιάρα την 8η Μαρτίου 2022: αλλά και ακόμη πιο πρόσφατα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΟΕΔΗΝ: Έξω η αστυνομία και τα ΜΑΤ από τις σχολές

Η Συσπείρωση Πανεπιστημιακών στο πλευρό των φοιτητ(ρι)ών: «Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν»