in

Είναι εφικτό από οικονομική σκοπιά ένα σενάριο ρήξης με τους δανειστές; Του Πέτρου Σταύρου

Είναι εφικτό από οικονομική σκοπιά ένα σενάριο ρήξης με τους δανειστές; Του Πέτρου Σταύρου

Όλα δείχνουν πως η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές οδεύει σε μια οριστική λύση ή μια πιο συγκεκριμένη μεταβατική φάση. Ανεξάρτητα από την κατάληξή της, το βασικότερο χαρακτηριστικό αυτής της διαπραγμάτευσης ήταν ότι διεξαγόταν, όλον αυτόν τον καιρό, σε συνθήκες ωμού εκβιασμού. Αν υπάρξει λοιπόν τελική συμφωνία, και λόγω της εξαιρετικά αποτελεσματικής εκβιαστικής τακτικής των δανειστών, η συμφωνία αυτή δεν θα απέχει πολύ από έναν «επώδυνο» συμβιβασμό. Για να το πούμε αλλιώς: Αν η πολιτική των δανειστών είναι η πολιτική της υπερλιτότητας (συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα του 4,5% για σειρά ετών), η πολιτική του «επώδυνου» συμβιβασμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πολιτική της ήπιας υπερλιτότητας (συνεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα με μέσο όρο πάνω από 2%). Τα πράγματα, λοιπόν, μπαίνουν εκβιαστικά και από τους δανειστές και από την ίδια την σφοδρότητα των μέτρων που έρχονται. Η ρήξη δεν είναι επιλογή, αλλά μάλλον αναγκαιότητα, καθώς οι δανειστές έχουν επιλέξει και αυτοί την ρήξη. Η ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων απαιτεί την ρήξη. Τα συμφέροντα των δικών μας εκπροσωπήσεων τι απαιτούν;

Είναι όμως η ρήξη οικονομικά δικαιολογημένη; Μπορεί να στηριχθεί σε ένα εφικτό και ελπιδοφόρο σχέδιο η θα πρόκειται για ένα άλμα στο κενό και μια χρηματοοικονομική «κουβανοποίηση» της χώρας; Για να μπορέσουμε να σχηματοποιήσουμε μια απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να καταφύγουμε σε μια παραστατική απεικόνιση των χρηματοροών της οικονομίας για να συνάγουμε, κατόπιν, τα πολιτικά μας συμπεράσματα.

Οι πηγές και οι «καταβόθρες» του χρήματος

Οι πηγές του χρήματος σε μια οικονομία είναι, σε αδρές γραμμές, τρεις:

α) Τα δημοσιονομικά ελλείμματα (περισσότερες δημόσιες δαπάνες από φορολογικά έσοδα),

β) η πιστωτική επέκταση (περισσότερα νέα δάνεια από αποπληρωμές – επιστροφές δανείων) και

γ) το θετικό ισοζύγιο των εξαγωγών με τις εισαγωγές.

Όταν συμβαίνουν τα προηγούμενα, τότε η ποσότητα χρήματος στην οικονομία αυξάνεται. Αντίθετα, όταν έχουμε δημοσιονομικά πλεονάσματα (λιγότερες δαπάνες από φορολογικά έσοδα), πιστωτική συρρίκνωση (λιγότερα νέα δάνεια από αποπληρωμές δανείων) και αρνητικό ισοζύγιο εξαγωγών/ εισαγωγών, τότε έχουμε εκροή χρήματος από την οικονομία.

Τι συμβαίνει με την πολιτική των μνημονίων στο παραπάνω χρηματοδοτικό κύκλωμα; Η πολιτική των μνημονίων είναι η πολιτική ελέγχου της οικονομίας από τις δυνάμεις του ευρωπαϊκού και εγχώριου νεοφιλελευθερισμού. Με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, οι δυνάμεις αυτές αποσπούν χρήματα από την οικονομία που κατευθύνονται προς τους δανειστές (εκροή χρήματος). Με την πιστωτική συρρίκνωση και τη διατήρηση σε αμείωτα επίπεδα του ιδιωτικού χρέους (κόκκινα δάνεια κ.λπ) εκρέει χρήμα από την οικονομία και «μπαζώνει» τις «τρύπες» στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Η μόνη χρηματική εισροή που απομένει είναι η αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές. Γι’ αυτό το ΔΝΤ επιμένει στους χαμηλούς μισθούς και τις σκληρές εργασιακές σχέσεις. Η ύφεση μειώνει δραστικά τις εισαγωγές και οι εξαγωγές αυξάνονται.

Έτσι, η μνημονιακή πολιτική στοχεύει στην εκροή χρήματος από την οικονομία για να πληρώνονται οι δανειστές και να στηρίζεται το υπερσυγκεντρωμένο τραπεζικό σύστημα. Η μόνη δυνητική εισροή χρήματος που απομένει, δηλαδή οι εξαγωγές, για να διατηρηθούν υψηλές, πρέπει η λιτότητα στην ελληνική οικονομία να είναι πιο μεγάλη από την λιτότητα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Μόνο έτσι θα εισρεύσει χρήμα στην οικονομία. Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό από το χρήμα που θα εισρεύσει στην οικονομία από τις εξαγωγές θα πάει στα χέρια των ιδιωτικών επιχειρήσεων: όσο δε αυτές δεν φορολογούνται επαρκώς, και οι εργασιακές σχέσεις στο εσωτερικό τους είναι διαλυμένες, αυτοί που θα κερδίσουν είναι οι ιδιοκτήτες τους και όχι οι εργαζόμενοι ή το δημόσιο.

Βλεπούμε λοιπόν πως μια οικονομία που είναι αποκλεισμένη από την αγορά κεφαλαίων ελέγχεται πλήρως από την μνημονιακή πολιτική. Όλο το χρηματοδοτικό κύκλωμα συγκεντρώνει το χρήμα στα χέρια των καπιταλιστών, είτε αυτοί είναι ξένοι είτε εγχώριοι, είτε είναι καπιταλιστές του χρήματος είτε καπιταλιστές της παραγωγής. Από εκεί και ύστερα, η αυθόρμητη σύγκεντρωση των οικονομικών κλάδων σε λίγες επιχειρήσεις, που αποτελεί μια διαδικασία ισχυροποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων στο επίπεδο της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, θα λύσει τα υπόλοιπα ενδοκαπιταλιστικά θέματα της διανομής ισχύος μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, πέρα και κάτω από το θεσμικό πλαίσιο του μνημονίου.

Η πολιτική της ρήξης είναι και αυτή μια πολιτική ελέγχου της οικονομίας

Μια πολιτική ρήξης με τους δανειστές, που θα είναι επιλογή της κυβέρνησης και των εκπροσωπούμενων από αυτήν λαϊκών συμφερόντων, και όχι αποτελέσμα της αδιαλλαξίας των δανειστών, πρέπει όχι απλά να αθετήσει κάποιες πληρωμές προς το ΔΝΤ ή την ΕΚΤ, αλλά και να αναδιατάξει το χρηματοδοτικό κύκλωμα που περιγράφηκε παραπάνω. Εκείνο που χρειάζεται δηλαδή είναι μια ενοποιημένη στρατηγική απόσπασης του ελέγχου της οικονομίας από τις μνημονιακές πολιτικές. Όσο πιο πετυχημένη και καλά οργανωμένη είναι μια τέτοια πολιτική, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας – και τόσο πιο μακροπρόθεσμη η υπέρβαση των πολιτικών λιτότητας. Μια απλή αθέτηση πληρωμών, χωρίς συνολικές πολιτικές σε όλα τα σημεία εισροών και εκροών των χρηματοδοτικών κυκλωμάτων θα καταλήξει, αργά ή γρήγορα, σε ένα νέο μνημόνιο με τους δανειστές.

Ας δούμε τι μπορεί να γίνει με τις πηγές χρήματος κάτω από μια πολιτική επαναδιευθέτηση των χρηματοροών, στην προοπτική σύγκρουσης με την ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας. Η έναρξη αυτής της πολιτικής γινεται με αθέτηση πληρωμών και αμέσως μετά ο κρατικός προϋπολογισμός ισοσκελίζεται (κανένα πλεόνασμα) και μια «διαρροή» χρήματος κλείνει. Ο ισοσκελισμός του κρατικού προϋπολογισμού μπορεί να γίνει στη βάση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος, όπου οι φόροι που συλλέγονται χρηματοδοτούν το κοινωνικό κράτος και όχι δαπάνες τοκοχρεωλυσίων.

Ταυτόχρονα το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να αποκοπεί από την πολιτική κηδεμονία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό το μέτρο δεν είναι απλώς έλεγχος κεφαλαίων, πράγμα που θα μπορούσε να το επιβάλει από μόνη της και η ΕΚΤ. Στην ουσία προστατεύει τις υπάρχουσες καταθέσεις τόσο από την «φυγή» κεφαλαίων όσο και από την απαγόρευση χρήσης τους που θα επιβληθεί από την ΕΚΤ και τους νέους εποπτικούς μηχανισμούς του ενοποιημένου ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Στη συνέχεια, και εχοντας επιβάλει σφιχτό πολιτικό έλεγχο στις τράπεζες, θα πρέπει να επιχειρηθεί μια νέα επεκτατική πιστωτική πολιτική, ώστε με την αύξηση του πιστωτικού χρήματος να χρηματοδοτηθούν νέες συγκεκριμένες επενδυτικές ανάγκες ή ακόμα και τρέχουσες δαπάνες του δημοσίου που δεν μπορούν να καλυφθούν από την συλλογή των φόρων. Με αυτό τον τρόπο, μια ακόμα πηγή χρήματος αποκαθίσταται και η νεά πιστωτική πολιτική έρχεται να αντιστρέψει την «καταστροφή» χρήματος που δημιουργεί η απομόχλευση και το ιδιωτικό χρέος στις τράπεζες.

Ας προχωρήσουμε όμως παρακάτω στην τρίτη πηγή χρήματος. Στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα η στρατηγική υποκατάστασης εισαγωγών, η εμφαση στη νέα επιχειρηματικότητα της κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας, ο ποιοτικός τουρισμός και η ανάπτυξη μιας νέας μεταποίησης μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές και κατά συνέπεια τις χρηματικές εισροές σε σχέση με τις εκροές. Άλλωστε, λόγω της πολυετούς ύφεσης, το εμπορικό έλλειμμα μπορεί πολύ εύκολα να μηδενιστεί και να αντιστραφεί σε πλεόνασμα. Η τρίτη πηγή χρήματος έχει αποκατασταθεί σε μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε νέο νόμισμα και πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης.

Με την παραπάνω στρατηγική έχουμε ελαχιστοποιήσει τις χρηματικές εκροές και έχουμε μεγιστοποιήσει τις χρηματικές εισροές αλλά και μια υγιή δημιουργία πιστωτικού χρήματος.

Κάποια τελικά συμπεράσματα

Η αναδιάταξη των χρηματορροών, ως ενοποιημένη στρατηγική διάσπαρτων προγραμματικών προτάσεων στην προοπτική στήριξης της οικονομίας των αναγκών και της αντιμετώπισης της λιτότητας, δεν είναι μια απλή υπόθεση ούτε έχει κερδίσει ποτέ τη στήριξη, ή έστω, την προσοχή των αριστερών κομματικών δυνάμεων. Ως ριζοσπαστική δυνατότητα όμως έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Δεν επικεντρώνεται στο νόμισμα αλλά στο χρήμα. Δεν επιχειρεί να αποκτήσει την νομισματική κυριαρχία αλλά να ελέγξει κάποιες πτυχές της παραγωγής του χρήματος προς όφελος αυτών που το χρησιμοποιούν ως μέσο για να καλύψουν ανάγκές και όχι υπερ αυτών που το χρησιμοποιούν ως μέσο εναπόθεσης αξίας. Το νόμισμα μπορεί να συζητηθεί, αλλά στη βάση μιας σταθεροποιημένης και ισχυρότερης οικονομίας – όχι στη λογική των ανεξέλεγκτων υποτιμήσεων.

  • Δεν μιλά για Grexit ούτε για δραχμή. Η χώρα παραμένει στο ευρώ, μετά την αθέτηση πληρωμών, πλην του τραπεζικού συστήματος, που αναγκαστικά θα τεθεί εκτός του ευρωσυστήματος.

  • Απαιτεί συνδυασμό μέτρων αναδιανομής και παραγωγικής ανσυγκρότησης και άμεση εφαρμογή τους. Η επιτυχία αυτου του ριζοσπαστικού μείγματος πολιτικής θα αυξήσει τους χρονικούς πόρους που απαιτούνται για την αποφυγή των εκβιασμών, την αναμονή των όποιων θετικών εξελίξεων στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισμούς και τις πιθανές γεωπολιτικές διεξόδους. Όσο εφαρμόζεται αποτελεσματικά μια τέτοια πολιτική, τόσο συνεχίζεται η χρήση του ευρώ. Αν εγκαταλειφθεί κάποια πτυχή της συνδυαστικής αυτής πολιτικής το ευρώ θα διαρρεύσει.

Μια συμφωνία με τους δανειστές, έστω και σχετικά μέτρια, με ήπια έως πολύ ήπια μέτρα λιτότητας είναι ανταγωνιστική της παραπάνω στρατηγικής η οποια απαιτεί ανυποχώρητη στάση.

Υπάρχουν, αυτή την στιγμή, οι πολιτικές, κινηματικές και οι κομματικές προϋποθέσεις μια τέτοιας πολιτικής σαν την παραπάνω; Δεν νομίζω ότι υπάρχουν. Παραταύτα θέλω να πιστεύω ότι η ιστορία της πολιτικής αριστεράς δεν τελειώνει με την αμφισβητούμενη στρατηγική ενός συμβιβαστικού ορθολογισμού. Ένας νέος κύκλος αγώνων και προγραμματικών αναζητήσεων πρέπει να ανοίξει άμεσα, ανεξάρτητα και πέρα από τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης. Ας μην «κλειδώσουμε» το μέλλον μας.

Η σκοπιμότητα μιας άλλης πολιτικής δεν θα πρέπει να είναι η παραμονή στο ευρώ, αλλά η συνέχιση της χρήσης του ευρώ με προοπτική να διαλυθεί ο μηχανισμός της λιτότητας και να αλλάξει η σχέση μας με την ευρωζώνη. Μόνο έτσι θα αλλάξει και η ευρωζώνη, αν δεχθεί διαφοροποιημένες σχέσεις στο εσωτερικό της. Και αυτό δεν γίνεται χωρίς μεροληπτικές και ταξικές πολιτικές ελέγχου του χρήματος. Το χρήμα είναι η οικονομία – και εμείς πρέπει να βρούμε εκείνες τις πολιτικές και εκείνον το διοικητικό μηχανισμό που να επιβάλλει αυτόν τον έλεγχο με τη μέγιστη λαϊκή συναίνεση και συμμετοχή.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο RedNotebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτοδιαχείριση και Κοινά: Πέρα από τη δικτατορία της οικονομίας

Επέμβαση των ΜΑΤ στην Ικτίνου με δεκάδες προσαγωγές (βίντεο)