Σήμερα Δευτέρα 22 Ιουνίου στις 7:00 μ.μ., η Σίλβια Φεντερίτσι θα βρεθεί στην Αθήνα, για μια διάλεξη με θέμα «Πρωταρχική συσσώρευση, παγκοσμιοποίηση, αναπαραγωγή και ριζοσπαστικοί ορίζοντες στην εποχή της λιτότητας», που διοργανώνει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς (Αίθουσα Τελετών Αβέρωφ ΕΜΠ, Στουρνάρη και Πατησίων). Πρόκειται για τη δεύτερη διάλεξη της ιταλίδας φεμινίστριας φιλοσόφου, καθώς λίγες μέρες πριν η ίδια βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, για μια ομιλία με τίτλο «Γυναίκες, σώμα και κοινωνική αναπαραγωγή».
Στο διάστημα των δύο εκδηλώσεων, και με αφορμή τα δύο βιβλία της που είναι προσβάσιμα στο ελληνικό κοινό («Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Ξένων και «Revolution at Point Zero: Housework, Reproduciton and Feminist Struggle», που αποτελεί συλλογή άρθρων της από το 1975, η Σίλβια Φεντερίτσι μίλησε στη Βαρβάρα Κυριλλίδου και τη Σταυρούλα Πουλημένη για τη διαδρομή του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, την “ένταση” προσωπικού/κοινωνικού-ταξικού που διαπερνά διαχρονικά τις φεμινιστικές διεκδικήσεις, αλλά και τη σημασία που έχει σήμερα η αναγνώριση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ως εργασίας που οφείλει να αμείβεται.
Η συνέντευξη δημοσιεύεται ταυτόχρονα στο RedNotebook και το alterthess.gr.
Στον Κάλιμπαν αναφέρεστε σε ένα αχαρτογράφητο από τον Μαρξ πεδίο εκμετάλλευσης των γυναικών κατά την μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό –την αναπαραγωγή–, που δεν αναγνωρίζεται ως μια κοινωνικο-οικονομική διαδικασία, αλλά ως ένα «βιολογικό πεπρωμένο». Θα μπορούσαν τα κοινωνικά κινήματα να εντάξουν στους αγώνες τους το ζήτημα αυτό και να το απεγκλωβίσουν από την σφαίρα του προσωπικού;
Πιστεύω πως αυτό που πρέπει να συμβεί, καταρχήν, είναι τα κοινωνικά κινήματα να αναγνωρίσουν την αναπαραγωγική εργασία και πώς αυτή διαμορφώνεται στην καπιταλιστική κοινωνία. Είναι πολύ σημαντικό να δείξουμε ότι στην ιστορία του καπιταλισμού η αναπαραγωγική εργασία, και συγκεκριμένα η οικιακή εργασία ως μέρος της αναπαραγωγικής εργασίας, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Πρόκειται για εργασία εγγενή στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Δεν αποτελεί παρενέργειά του, ούτε είναι έργο της φύσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εργασία που δομεί την καπιταλιστική οργάνωση: είναι η εργασία της αναπαραγωγής εργατών, η εργασία που συγκεκριμένα παράγει την εργατική δύναμη.
Η εργατική δύναμη δεν είναι κάτι που υπάρχει στην φύση: είναι κάτι που πρέπει να παραχθεί. Έτσι, αυτό που ονομάζουμε οικιακή εργασία είναι ουσιαστικά ένα συγκεκριμένο είδος καπιταλιστικής παραγωγής που παρήχθη υπό συνθήκες που δεν επιλέξαμε, σε συνθήκες που αποτελούν κομμάτι του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας. Είναι πολύ σημαντικό τα κινήματα να προχωρήσουν σε αυτήν την αναγνώριση, για πολλούς λόγους:
Ο πρώτος, είναι να δείξουμε ότι ένα κομμάτι της απλήρωτης εργασίας που ο καπιταλισμός χρειάζεται, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φανταζόμαστε. Πράγματι, ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμαστε.
Δεύτερον, οι γυναίκες αποτελούν σημαντικό μέρος της ταξικής πάλης, όντας ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Πολλές φορές οι άνθρωποι των κινημάτων ρωτούν πώς σχετίζεται το φύλο με την τάξη. Η μεταξύ τους σύνδεση εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες αποτέλεσαν μέρος της εργατικής τάξης επειδή υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ της εργασίας που πρόσφεραν οι γυναίκες στην αναπαραγωγή εργαζόμενων και της δουλειάς που οι άνδρες εργαζόμενοι, οι μισθωτοί εργαζόμενοι, πρόσφεραν σε γραφεία, σε εργοστάσια κ.τ.λ. Η εργασία σχετίζεται με την αναπαραγωγή γιατί οι γυναίκες παράγουν άνδρες εργαζόμενους. Με άλλα λόγια, δεν μαγειρεύουμε απλώς φαγητό και πλένουμε πιάτα. Αν αναλογιστούμε στο σύνολό τους αυτές τις ενασχολήσεις, παρατηρούμε πως η ενασχόληση με την κουζίνα, τα υπνοδωμάτια, το σπίτι κ.ο.κ. παράγει εργαζόμενους. Η καπιταλιστική κοινωνία παράγει αγαθά για τις αγορές και παράγει επίσης τους εργαζόμενους που παράγουν τα αγαθά αυτά. Οι γυναίκες, λοιπόν, είναι αυτές που παράγουν τους εργαζόμενους. Με το να μην αναγνωρίζεται αυτό ως εργασία και με την εργασία αυτή να παραμένει απλήρωτη, το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης διατηρείται χαμηλό.
Έτσι, στις πλάτες των γυναικών μπόρεσε να συσσωρευτεί ένα μεγάλο μέρος πλούτου: αν το σύστημα ήταν υποχρεωμένο να πληρώσει για τους εργαζόμενους, αν ήταν υποχρεωμένο να προσφέρει τις υπηρεσίες που αξιώνουν οι εργαζόμενοι, το κέρδος θα ήταν πολύ μικρότερο. Αυτό είναι για εμάς μια επαναστατική ανακάλυψη. Πρώτα απ’ όλα γιατί δηλώνουμε πως δεν μείναμε με τα χέρια σταυρωμένα. Έχουμε κάνει πολλή δουλειά.
Η σοσιαλιστική παράδοση έλεγε πάντα στις γυναίκες πως η απελευθέρωση θα έρθει όταν οι γυναίκες βγουν στην αγορά εργασίας γιατί δεν έβλεπε την αναπαραγωγή ως σημαντική εργασία. Στην σοσιαλιστική παράδοση, όπως ξεκίνησε από τον Μαρξ –κι αυτή είναι η κριτική μου στο σοσιαλισμό–, η αναπαραγωγική εργασία θεωρούνταν οπισθοδρόμηση, γιατί η ιδέα ήταν πως κάθε μορφή δραστηριότητας, άρα και η αναπαραγωγή, πρέπει να εναρμονίζεται με το μοντέλο της βιομηχανικής εργασίας.
Για εμένα η απελευθέρωση της αναπαραγωγής από την σφαίρα του προσωπικού ξεκινά με την απελευθέρωση από τον καπιταλισμό. Η απελευθέρωση προέρχεται από την αναπαραγωγή εργαζομένων, από την αναπαραγωγή ανθρώπων, στη βάση των αναγκών και των επιθυμιών τους: από την οικοδόμηση μιας κοινωνίας που θα βασίζεται στην συνεργασία και όχι στην αναπαραγωγή ανθρώπων προς εκμετάλλευση.
Το αίτημα «μισθός για την οικιακή εργασία» σημαίνει ανάκτηση των πόρων, ανακατανομή των πόρων, παροχή περισσότερων πόρων στους ανθρώπους για αναπαραγωγή, στέγαση, περίθαλψη κ.α. Για όσο διάστημα, λοιπόν, τα χρήματα θα είναι η συνθήκη της αναπαραγωγής των εαυτών μας, αυτό είναι σημαντικό.
Η ιστορία των γυναικών είναι για σας μια ταξική ιστορία. Για ποιους λόγους τα φεμινιστικά κινήματα δεν έλαβαν υπόψη στις διεκδικήσεις τους την σύνδεση φύλου και τάξης;
Στις σοσιαλίστριες φεμινίστριες υπήρχε η σύνδεση φύλου και τάξης, αλλά από μια πιο παραδοσιακή οπτική. Είχαν υιοθετήσει την άποψη που εντοπίζουμε στον Ένγκελς. Η φεμινίστρια Μάργκαρετ Μπένστον αμφισβήτησε ότι οι γυναίκες στην καπιταλιστική κοινωνία αποτελούν αντικείμενο διακρίσεων επειδή παράγουν μόνο αξία χρήσης: παράγουν πράγματα που δεν είναι εμπορεύσιμα, δεν αποτελούν δηλαδή κομμάτι της παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Οι υπόλοιποι εργάτες παράγουν αξία, με την καπιταλιστική έννοια. Πρόκειται για μια πολύ παραδοσιακή κατανόηση, πολύ διαφορετική από την δική μας οπτική.
Πιστεύω πως αυτή η δυσκολία να γίνει η σύνδεση οφείλεται στο ότι το φεμινιστικό κίνημα στην Αμερική δεν ήταν ένα κίνημα με ταξική προοπτική. Είναι δύσκολο να πει κανείς γιατί. Ουσιαστικά, την δεκαετία του ’70 το κίνημα στην Αμερική οδηγήθηκε στην επανεπινόηση του ριζοσπαστισμού. Μια δεκαετία πριν, η αμερικανική κοινωνία είχε αποπολιτικοποιηθεί, οι διώξεις εξαιτίας του μακαρθισμού είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα. Ήταν λοιπόν στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 που το κίνημα στο σύνολό του ξαναριζοσπαστικοποιείται. Αναπτύσσεται ένα νέο λεξιλόγιο, μια νέα οπτική. Οπότε και τα γυναικεία κινήματα ριζοσπαστικοποιούνται επίσης, αλλά όχι ταξικά.
Το γυναικείο κίνημα άργησε σε σχέση με τους άλλους αγώνες;
Όχι. Κάθε κίνημα είναι και μια ιστορία. Τα γυναικεία κινήματα, τουλάχιστον στην Αμερική, προέκυψαν από το υπόβαθρο των υπόλοιπων κινημάτων: από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, από το κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ του Νότου, που παρήγαγε πολιτική – αλλά όχι ταξική πολιτική. Πλέον μπορούμε να δούμε πως το απαρτχάιντ, η αποικιοκρατία και ο ρατσισμός έχουν επίσης ταξική βάση. Όμως εκείνη την εποχή, ο λόγος των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα δεν ήταν λόγος με ταξική θεμελίωση. Ήταν λόγος που σχετιζόταν περισσότερο με την φυλή και τις διακρίσεις. Τα άλλο μεγάλα κινήματα στα οποία έλαβαν μέρος και οι γυναίκες ήταν το αντιπολεμικό και το φοιτητικό. Ο λόγος των φοιτητικών κινημάτων ήταν αντιεξουσιαστικός, αντιπολεμικός, αντιμιλιταριστικός και αντιαυταρχικός όσον αφορά το πανεπιστημιακό σύστημα. Δεν ήταν ένα κίνημα με ταξικό λόγο. Το εργατικό κίνημα στην Αμερική της δεκαετίας του ’60 ήταν πολύ συντηρητικό. Υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορούμε να πούμε πως η εργατική τάξη συνεισέφερε θετικά στην εισαγωγή του ταξικού παράγοντα στα κινήματα, σε σύγκριση με την νέα αριστερά (New Left), που κατά την διάρκεια της δεκαετίας ’70 άρχισε να επανεξετάζει την ιστορία της εργατικής τάξης στην Αμερική στην βάση της ταξικής πάλης.
Στις απαρχές του, όμως, αυτό το κίνημα δεν είχε ταξικό λόγο: μετά την οικονομική πολιτική του Ρούσβελτ (New Deal), τα κινήματα της εργατικής τάξης του ’40 και του ’50, τα κινήματα των συνδικάτων, συντηρητικοποιήθηκαν πολύ γιατί έδιωξαν όλους τους κομμουνιστές από τις γραμμές τους. Είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε αυτό γιατί ο κόσμος εύκολα ασκεί κριτική στο γυναικείο κίνημα. Εύκολα λένε πως ήταν ένα μεσοαστικό κίνημα, επειδή συμπεριλάμβανε πολλούς φοιτητές. Πρόκειται για λανθασμένη εντύπωση, γιατί πολλές από τις γυναίκες που συμμετείχαν προέρχονταν από οικογένειες της εργατικής τάξης, πολύ συχνά δε από την πρώτη γενιά της εργατικής τάξης που μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Οπότε ναι μεν ήταν ένα κίνημα της μεσαίας τάξης, αλλά στο εσωτερικό του είχε πολλές γυναίκες προερχόμενες από την εργατική τάξη – μια εργατική τάξη που, ωστόσο, ακόμη δεν είχε ταξική προοπτική. Για να το αντιληφθούμε αυτό πρέπει να κοιτάξουμε την ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, ώστε να αντιληφθούμε πώς επηρεάστηκε το φεμινιστικό κίνημα.
Γιατί τοποθετείτε την «αλλοτριωμένη» αναπαραγωγική εργασία στο «σημείο μηδέν» από όπου πρέπει να ξαναξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε την ύπαρξή μας σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο, σε σύγκριση με άλλες μορφές εργασίας;
Το «Σημείο Μηδέν» έχει διττή σημασία. Ήθελα να πω με αυτό πως σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν της αναπαραγωγής με δυο τρόπους. Δανείστηκα τον όρο από τον τίτλο ενός βιβλίου του αιγύπτιου συγγραφέα Nawal el Saadawi, που εκδόθηκε στα αγγλικά ως Woman at point zero. Σημείο μηδέν είναι η στιγμή που έχεις χάσει τα πάντα και που, ακριβώς γι’ αυτό, δεν έχεις πλέον ψευδαισθήσεις. Επειδή δεν έχεις ψευδαισθήσεις, δεν έχεις και τίποτα να χάσεις. Πρέπει να κάνεις κάτι καινούργιο. Το σημείο μηδέν σημαίνει απώλεια των πάντων, αλλά ταυτόχρονα σημαίνει και ένα νέο ξεκίνημα.
Ήθελα λοιπόν να πω ότι σήμερα έχουμε ένα επιχείρημα σχετικά με την αναπαραγωγή. Η αναπαραγωγή μας είναι μια καταστροφή, κι έτσι πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο. Αυτό το καινούριο έχει να κάνει με την αναγνώριση του μετασχηματισμού του κόσμου: αυτό είναι το πιο βασικό πράγμα. Ξεκινά από τις σχέσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών, από τις σχέσεις των ανθρώπων με τα παιδιά, από τον τρόπο που οργανώνουμε την καθημερινή μας ζωή, την καθημερινή μας αναπαραγωγή. Είναι θεμελιώδες για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, θεμελιώδες για τη συνέχιση του αγώνα, για την ενδυνάμωσή του. Αν διαχωρίσουμε τον αγώνα από την αναπαραγωγή της ζωής, κάτι το οποίο έχει πράξει επανειλημμένα η Αριστερά, έχουμε μεν ένα πολιτικό κίνημα, αλλά η πολιτική τελειώνει με την επιστροφή στο σπίτι.
Δίχως την πολιτικοποίηση της αναπαραγωγής, ο αγώνας αδυνατεί να αποκτήσει την σοβαρότητα που του αρμόζει. Για παράδειγμα, η σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι κάτι το τόσο θεμελιώδες, που είναι απίστευτο πώς οι άνδρες δεν το συνειδητοποιούν. Ο βαθμός της αλλοτρίωσης, όπως γνωρίζουμε, είναι εξαιρετικά υψηλός. Δείτε για παράδειγμα το επίπεδο της ανδρικής βίας κατά των γυναικών που αφορά την προλεταριακή τάξη. Λέω πως πρέπει να πούμε στους άνδρες να πάψουν να σαμποτάρουν τον αγώνα! Όταν χτυπάς τις γυναίκες και τις εξευτελίζεις ουσιαστικά αποδυναμώνεις τον αγώνα. Αν βιάζεις το γυναικείο σώμα, βιάζεις τον αγώνα. Γι’ αυτό και το φεμινιστικό κίνημα πολλές φορές υποστήριξε πως, αν θέλουμε να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό, πρέπει να πολεμήσουμε τους άνδρες. Πατέρες, αδέρφια, γιοί, αγαπημένοι, πόσες φορές δεν έχουν πει «μην πας στην διαδήλωση», «μην πας στην συνάντηση» κ.τ.λ.; Έτσι, αναγκάζεσαι να πολεμήσεις πρώτα μέσα στην οικογένεια για να μπορέσεις να αγωνιστείς.
Ιστορικά ο καπιταλισμός δεν χρειάστηκε να διοργανώσει άμεσα τον πόλεμο: το έκαναν οι άνδρες για αυτόν. Τους επιτράπηκε να ελέγχουν και να επιτηρούν την γυναικεία εργασία. Είναι τα αφεντικά και το «μικρό κράτος» στην κουζίνα και στην κρεβατοκάμαρα. Η οικιακή βία δεν είναι ιδιωτική βία: είναι θεσμική. Κι αυτός είναι ο λόγος που για πολύ καιρό η βία των ανδρών κατά του συνόλου των γυναικών δεν γινόταν κατανοητή ως πραγματική βία. Το ίδιο ισχύει και για την βία κατά των παιδιών.
Το ζήτημα με την απλήρωτη εργασία είναι πως καθιστά τις γυναίκες ευάλωτες. Γιατί ακόμη κι αν οι άνδρες είναι βίαιοι, δεν μπορείς να τους αφήσεις, ειδικά όταν έχεις παιδιά. Η ζωή σου εξαρτάται από αυτούς. Οι γυναίκες με την είσοδό τους στην αγορά εργασίας κατάφεραν να κερδίσουν κάποια αυτονομία, την κέρδισαν όμως με πολύ μεγάλο κόστος.
Τα σημερινά πρότυπα αισθητικής, αλλά και τα ηλικιακά όρια που συνδέονται με την παραγωγικότητα, έχουν οδηγήσει σε ένα νέου τύπου διακρίσεις στην εργασία, άρα και στην κοινωνική ζωή των γυναικών. Πώς μπορούμε να υπερβούμε αυτού του τύπου την κοινωνική διαίρεση;
Τα γυναικεία κινήματα πάλεψαν πολύ ενάντια στην λατρεία της ομορφιάς, ενάντια στο καθήκον να είσαι αντικείμενο ομορφιάς. Κι έδειξαν τι είδους πειθαρχήσεις και εκμετάλλευση αναγκάστηκαν να υποστούν εξαιτίας αυτής της ιδέας. Η ομορφιά έγινε μια κοινωνική επιταγή, μια πειθάρχηση της γυναίκας στο πλαίσιο του καθήκοντός της να ευχαριστεί τον άνδρα.
Νομίζω ότι κάποιοι από αυτούς τους αγώνες των φεμινιστριών ενάντια στην ομορφιά ως πειθάρχηση, χάθηκαν στην πορεία. Όπως και το είδος της ανάλυσης που είχε γίνει σχετικά με την αποξένωσή μας από το σώμα μας. Οι γυναίκες αποξενώθηκαν από το ίδιο τους το σώμα. Ανακαλύψαμε πως κάθε γυναίκα μισούσε το σώμα της. Βλέπουμε τους εαυτούς μας με τα μάτια της αγοράς. Και νομίζω πως η νέα γενιά των γυναικών έχασε αυτή την μάχη.
Πολλές γυναίκες πιστεύουν πως είμαστε ίσες με τους άνδρες και τα συναφή, ενώ οι μεγάλες εταιρείες λανσάρισαν ως απελευθερωμένη γυναίκα την σεξουαλικά επιθετική ή αυτή που έμοιαζε με τους άνδρες. Η ανάδειξη αυτού του ιδανικού σημαίνει μια υποχώρηση που οι γυναίκες οι ίδιες πρέπει να αναδείξουν. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε όμορφες και άσχημες γυναίκες, σε νέες και σε γερασμένες, είναι το σημείο όπου πρέπει να ξεκινήσει ο αγώνας ξανά.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ελλάδα παρατηρείται αύξηση των εκδιδόμενων γυναικών, από 17.000 το 2012 στις 18.500 σήμερα, ενώ παράλληλα ένα μικρό ποσοστό αναγνωρίζονται ως θύματα τράφικινγκ. Σε ποιο βαθμό μπορεί να θεωρηθεί η πορνεία στις συνθήκες αυτές προσωπική επιλογή; Η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται μόνο από θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού – την υιοθετούν επίσης ομάδες εργαζόμενων στον χώρο αυτό.
Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα το οποίο διαχωρίζει πολλές γυναίκες στο φεμινιστικό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός γυναικών που εργάζονται στον χώρο του σεξ έχει αυξηθεί, κυρίως γιατί η πρόσβαση στο εισόδημα γίνεται ολοένα και περισσότερο αναγκαία, την ίδια στιγμή που τα υπόλοιπα επαγγέλματα στα οποία εργάζονται οι γυναίκες αποφέρουν πολύ μικρό εισόδημα. Υπάρχει λοιπόν μια οικονομική αναγκαιότητα. Από την άλλη πλευρά, το κίνημα των γυναικών στον χώρο του σεξ που αναπτύχθηκε την δεκαετία του `70 ενάντια στο στίγμα που έφερε η πορνεία, έχει αποδυναμωθεί. Αυτό το κίνημα είχε ως στόχο να βγάλει τις εργαζόμενες από την αφάνεια. Κατήγγειλε την πορνεία των γυναικών εντός του σπιτιού, ενώ παράλληλα απέδειξε μια σχέση συνέχειας μεταξύ των συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι γυναίκες μέσα στην οικογένεια και σε εκείνες που αντιμετώπιζαν έξω από αυτήν. Πιστεύω πως οι διαιρέσεις που υπάρχουν γύρω από το ζήτημα της πορνείας στο φεμινιστικό κίνημα θα πρέπει να αρθούν.
Είναι διαπιστωμένο ότι στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχουν αναπτυχθεί νέες μορφές πορνείας και πρέπει να διακρίνουμε τις διαφορές μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιλογή: πρόκειται για μια επιλογή μεταξύ μη επιλογών. Πολλές γυναίκες προτιμούν να κάνουν πορνεία στο δρόμο ή σε ένα ξενοδοχείο παρά κάποια οικιακή εργασία σε ένα σπίτι όπου οι συνθήκες εκεί τις καθιστούν πολύ ευάλωτες (μένουν απλήρωτες, κακοποιούνται κ.ά.). Πιστεύω ότι ο όρος σεξουαλική εργασία (sex work) είναι ο σωστός όρος, γιατί υπάρχουν πολλές εργασίες που δεν είναι πορνεία – δείτε για παράδειγμα τις γυναίκες που κάνουν διαδραστικό σεξ στην τηλεόραση.
Ας κρατήσουμε ότι οι εργασίες αυτές έχουν πολλαπλασιαστεί. Και ας ξεκαθαρίσουμε πως πολλές γυναίκες που εργάζονται στον χώρο του σεξ διεκδικούν αξιοπρέπεια. Είναι λάθος λοιπόν να απορρίπτονται λόγω της εικόνας που τους αποδίδεται ως «κακές» γυναίκες», που είναι και η παραδοσιακή εικόνα.
Προσωπικά δεν συμφωνώ με τα τμήματα του φεμινιστικού κινήματος που αγωνίζονται για την κατάργηση της πορνείας. Είναι μια επικίνδυνη θέση η οποία αδιαμφισβήτητα θα βλάψει τις πιο ευάλωτες γυναίκες, ειδικά τις μετανάστριες. Εξάλλου σε όλη την Ευρώπη οι περισσότερες εκδιδόμενες γυναίκες που υπόκεινται στις χειρότερες μορφές πορνείας είναι μετανάστριες. Δουλεύουν σε υποβαθμισμένες περιοχές, μακριά από την πόλη, σε περιοχές χωρίς ζωή, άρα σε συνθήκες εργασίας πιο επικίνδυνες.
Δεν συμφωνώ ούτε με τις γυναίκες που βλέπουν την πορνεία ως την πιο ταπεινωτική δραστηριότητα. Υπάρχουν γυναίκες που εργάζονται σε ειδικές βιομηχανικές ζώνες, π.χ. στο Μπαγκλαντές, με πάνω από 15 ώρες εργασία, όπου η πόρτα της τουαλέτας είναι κλειδωμένη, όπου δεν επιτρέπεται να φύγεις από το εργοστάσια πριν από τις 2-3 το πρωί. Υπάρχει πολύς ηθικισμός στο ζήτημα αυτό. Γιατί δεν λέμε τίποτα για τις γυναίκες που εργάζονται στην αστυνομία; Με το σκεπτικό αυτό, θα έπρεπε να ζητήσουμε την απαγόρευση της εργασίας των γυναικών στον στρατό.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η πορνεία δεν συνιστά ελευθερία, επειδή είναι επιλογή μεταξύ μη επιλογών. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν εξαναγκαστεί να το κάνουν. Αυτός ο εξαναγκασμός είναι το πρόβλημα.
Στην Ελλάδα βιώσαμε διαδικασίες υφαρπαγής γης στις οποίες αντιστάθηκαν συλλογικά οι τοπικές κοινωνίες, με τις γυναίκες να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Πώς θα μπορούσαν να συνδεθούν οι διεκδικήσεις ενάντια στις νέου τύπου περιφράξεις με τους συλλογικούς αγώνες στα έμφυλα ζητήματα;
Σήμερα, η υφαρπαγή της γης μέσω της ιδιωτικοποίησης εκτάσεων συνιστά πολιτική που επηρεάζει πολύ τις γυναίκες: αυτό που κυρίως κάνει η ιδιωτικοποίηση, είναι να βάζει ένα τέρμα σε όλες τις μορφές καλλιέργειας για την αυτοσυντήρηση, στις οποίες οι γυναίκες έχουν κεντρικό ρόλο. Οι ίδιες παράγουν την τροφή όχι μόνο για εμπορικούς λόγους, αλλά και για την οικογένεια. Σε όλο τον κόσμο, εξάλλου, η οικιακή εργασία περιλαμβάνει την καλλιέργεια λαχανικών και άλλων προϊόντων.
Σήμερα υπάρχει μια μεγάλη επίθεση από μεγάλες εταιρείες και από το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα σε αυτό το είδος αγροτικής καλλιέργειας που δεν έχει εμπορευματοποιηθεί και που διατηρεί τους ανθρώπους ζωντανούς, ειδικά όταν τα συναφή επαγγέλματα εκτελούνται σε συνθήκες επισφάλειας και η ίδια η ζωή έχει γίνει τόσο επισφαλής. Η γη δεν είναι απλά γη: είναι ξύλα, νερό, κουλτούρα. Είναι ακόμα το μέρος που θάβουμε τους ανθρώπους μας. Όλες αυτές οι σημασίες της γης είναι σημαντικές, και για τον λόγο αυτό, η επανιδιοποίηση της γης είναι επανιδιοποίηση της ίδιας μας της ζωής. Στις ΗΠΑ μάθαμε από κινήματα ιθαγενών ότι όταν χάνεις την γη, χάνεις όλη σου τη ζωή, την κουλτούρα, την σχέση σου με την φύση. Υπάρχει λοιπόν μια σύνδεση μεταξύ σώματος και γης. Γι’ αυτό και πολλές γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την αποτροπή ιδιωτικοποιήσεων.
Χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται σήμερα υπό έναν συνεχή διωγμό προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις συνθήκες πολέμου και φτωχοποίησης στις οποίες ζουν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα νέο κυνήγι μαγισσών;
Είναι έγκλημα οι άνθρωποι αυτοί να κυνηγιούνται επειδή προσπαθούν να ξεφύγουν από τις πολιτικές που η ίδια η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ επέβαλαν στις χώρες τους. Προσπαθούν να ξεφύγουν από τις συνθήκες αυτές, όμως βρίσκουν τις πόρτες κλειστές. Είναι ρατσιστικό και πολύ επικίνδυνο οι πολίτες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας να επιτρέψουν αυτό να συμβαίνει. Καταρχάς καταργούν την δικαιοσύνη. Δεύτερον, όταν επιτρέπεις τόσα άτομα να αντιμετωπίζονται με τον τρόπο αυτό, όταν αποδέχεσαι την υποβάθμιση της ανθρώπινης ζωής, τότε έχεις θέσει έναν κανόνα για τον εαυτό σου.
Η σχέση μας με τους μετανάστες είναι η σχέση μας με τους ανθρώπους που θα είναι αύριο άστεγοι. Πρέπει να αρνηθούμε οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν τους μετανάστες με αυτόν τον τρόπο, ιδιαίτερα όταν οι κυβερνήσεις αυτές είναι υπεύθυνες για τις οικονομικές πολιτικές που ασκήθηκαν στις χώρες τους. Οι μετανάστες εγκαταλείπουν την φτώχεια για την οποία οι Έλληνες π.χ. διαμαρτύρονται τώρα.
Είναι αυτοκτονικό να πολεμάς τους μετανάστες επειδή είναι φτωχοί και μάλιστα με τον ισχυρισμό ότι παίρνουν τις δουλειές μας. Είναι αυτοκτονικό το να μην αναγνωρίζεται ότι ο εχθρός είναι κοινός. Αυτοί που οδήγησαν τις χώρες τους στην φτώχεια, και τώρα αρνούνται στους μετανάστες την ίδια την ανθρώπινη ζωή, είναι οι ίδιοι που δημιούργησαν το χρέος.
