in

Έι, Κωστάκη Λούστα, έλα να μας αγαπήσεις και να μας καταπιείς. Του Απόστολου Λυκεσά

Έι, Κωστάκη Λούστα, έλα να μας αγαπήσεις και να μας καταπιείς. Του Απόστολου Λυκεσά

Το λέγαμε από τότε που διατηρώ συνειδητοποιημένη μνήμη. Ο Κωστάκης Λούστας γεννήθηκε κάτω από έναν θυρεό κουτσής πέρδικας και άνθισε, το ντερέκι, καταμεσής μιας λίμνης ξεραμένου εμφύλιου αίματος. Αντίστοιχη και η επέλασή του στη ζωή και την τέχνη «…είμαι ακραίος και δεν θέλω να είμαι. Είμαι μοναχικός και δεν πρέπει να είμαι. Είμαι συντετριμμένος και επιτρέψτε μου να ελπίζω ελάχιστα»*.

Αλλά, προσωπικά, τον θυμάμαι τότε που η πόλη είχε ακόμη μιλιά, δεν είχε νομιμοποιήσει την μουγγαμάρα δια του ακατάσχετου θορύβου που κάνει η χυδαιότητα. Στην παραλία μπορούσαμε αξιοπρεπώς να πιούμε ουζάκι στο ενθαρρυντικό Ματζέστικ, με πλήρη βεβαιότητα για τα αναρχικά μας όνειρα που είχανε πλάτη στο εργαστήρι του ζωγράφου ο οποίος ανέμιζε τα πινέλα του, ενόσω, μακρυμαλλούσα μελαχρινή βιολίστρια έπαιζε σύγκορμη την λευκότητα της σάρκας της. Βαλάντωμα πάνω στα παστέλ, όπως ο γαρμπής ψιθύριζες «έρχομαι να σας αγαπήσω και να σας καταπιώ». Και βογκούσαν διαρκώς τα χρώματα σε όλες τις νότες.

Δεν θυμάμαι, πάντως, να υπήρξε πλήρης συνείδηση ότι βρισκόταν η Λυγκηστίδα φυτεμένη στη Θεσσαλονίκη. Αργοσφύριζαν μύθοι για την θολότητα του βλέμματος του καλλιτέχνη κι ήταν που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πως καθρεφτιζόταν το μέλλον μας σ’ αυτά. Τότε τους είχαμε σε πολλή εκτίμηση τους ζωντανούς μύθους. Ο Κωστάκης Λούστας ο ΙΙΙ, ο εκ της Πελαγονίας -μη τυχόν και τον πεις Κώστα- έκαμε πράξη την προφητεία του Μόραλη, που είχε και την οξύνοια του δασκάλου, να καταλάβει ότι το παιδί αυτό θα έκαμε το πράσινο να φυτρώνει ανάποδα. Κι αυτό είναι δυνατό αν έχεις επακριβώς αντιληφθεί τι σημαίνει ένας όλμος να εκρήγνυται καταμεσής ενός φτωχόσπιτου. Παραδόξως, λένε, το ίδιο αντιλήφθηκαν και στην Νέα Υόρκη κι έκαμε ένδοξα δρομολόγια στις γκαλερί μα πιότερο κάποιο παγκάκι στο πάρκο μυρίζει ακόμη την πλάτη του.

Εσύ, βέβαια, Κωστάκη Λούστα απλώς έκαμες πράξη ότι: «Η ζωγραφική είναι καθαρός διαλογισμός, και παιδεία. Δεν υπάρχουν μυστικοί δίοδοι, απ’ όπου μπορούν να περάσουν «κρυφά» ο σκοταδισμός και η χειρίστου είδους αφέλεια… (Και μην ξεχνάς τον πιο ένθεο κανόνα: όχι «τι» κοιτάς, αλλά «σαν τι» είναι αυτό που κοιτάς…)».

Αλλά η πόλη άλλαζε κι άλλαξε. Η Θεσσαλονίκη δεν ήθελε μια Λυγκηστίδα φυτεμένη καταμεσίς της προετοιμαζόμενης σιωπής . Ήταν από τότε που τον περνούσανε στην Φλέμινγκ για βλαμμένο και του το λέγανε «πότε θα σε μαζέψουνε» κι ήρθε μια μέρα κλούβα και αστυνομικοί κι ένας γαλονάς, και μπούκαραν στην υπόγα και βγάζανε κάτι τεράστια ζωγραφισμένα τελάρα ίσα που χωρούσαν στην κλούβα και μαζεύτηκαν οι περίοικοι, βιάστηκε μια χολερική γλωσσοκοπάνα «ποιος ξέρει τι προστυχιές θα ζωγράφισε» αλλά ύστερα ο γαλονάς τον αγκάλιασε, η σύλληψις ανεβλήθη, είπες τότε, δεν άντεξες, «αυτή την εβδομάδα μαζεύουν κάτι καθάρματα σαν τα μούτρα σου».

Ποιοί φυλάγουν τα νώτα των νεολαίων σήμερα Κωστάκη; Η παραλία κουρσεύτηκε από την μονοχρωμία και επειδή κανείς δεν έχει τίποτα να πει βάζουνε δυνατά τη μουσική να έχουνε άλλοθι. Κανένας δεν σερβίρει ουζάκι, ανακάλυψαν ένα ποτό που λέγεται μοχίτο και νοσταλγούν μια ανέμελη Καραιβική που δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, πόσο μάλλον απέναντι στον Όλυμπο.

Και τι να κάνουμε Κωστάκη για τον πολιτισμό, σε ρωτούσαν κάτι τύποι που δεν είχαν αφήσει επιχορήγηση για επιχορήγηση κι εσύ τους απαντούσες «Σηκώστε τα μανίκια κι αρχίστε να ρίχνετε μπουνιές… σε όποια νυσταλέα φάτσα συναντήσετε στο δρόμο… Πάρτε και πέτρες στην τσέπη σας… μισό κιλό η κάθε μία… καλά είναι! Ανοίγει κεφάλι ώσπου να πεις κρεμμύδι… «Αυτό» είναι πολιτισμός!!!». Τι να καταλάβουν όλοι ετούτοι από τρικυμία, ξεραμένα φύκια στην ακτή είναι όλοι τους.

Αχ, βρε Κωστάκη, είχες δίκιο. «Τα ωραιότερα πράγματα τα σώζει η αυτοτέλεια της μοναξιάς και της μοναδικότητάς τους…» Να παίζαμε παρέα «χαρτούδια», «Λυγκηστίδα, καλοκαίρι του 45, στο Γιάζι!… Ο Καραμήτσος, ο Πίκης ο Πέιος, ο Μίσκος, ο Χατζηβαρδέας, ο Τσάλνταρ ο Γκουλάπτσες, και ο Μπούμπης ο Τόλης, παίζουν «ξερή» στο γρασίδι στο βάθος δεξιά, κάτω από τον τοίχο… (Λέλε Μάικο!…) Μέθυσοι αιωρούμεθα σε μέθυσο περιβάλλον… ένα παιδί ο Μακατέκας… παίζει τενεκεδένιο ταραπάντσε… στη γέφυρα… μαδώντας την ησυχία… πουπουλο – πούπουλο…».

Ο Κωστάκης Λούστας δεν είναι πια ανάμεσά μας. Ο Κωστάκης που έπινε κρασί, δεκαετία του 60, στην πλατεία Τερψιθέας με τον άγνωστο τότε Καντάφι. Τι θα του λες άραγε τώρα στον άλλο κόσμο του Μουαμάρ; «Θυμάσαι που μου τα έλεγες κι έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι τράπεζες κάνουνε κουμάντο, όντως, αλλά τον ντελβέ στο προσωπικό σου φλυτζάνι δεν μπόρεσες να τον διαβάσεις, καημένε Μουαμάρ, και σε κομμάτιασαν μες στην έρημο σαν άρρωστο σκυλί».  

Α, ρε Κωστάκη, έφυγες από τη ζωή τη στιγμή που πλήθυναν οι πεινασμένοι Σταμπόλ στον ντουνιά και δεν φτάνουνε τρεις σαριάσμες και είκοσι δύο τσορτσόρια να τους χορτάσεις. Βάζουνε Κωστάκη, «ζζντοοουυυυββββ», τα βρωμόχερά τους στις τσέπες όλων των φτωχών Σταμπόλ, «ζζντοοοουυυββ»,  και τους αδειάζουν μεμιάς τις ζωές. Τιγκάραμε στους «Μέρτενς» του καιρού μας και θα ήθελα να είσαι ακόμη εδώ από καμιά γωνιά να τους ξεδιαλέγεις να μην μας τρώνε τη ζωή τζάμπα και βερεσέ.

Αλλά όχι, δεν είναι αυτό που θα ήθελα, πρώτο, να έβλεπα. Μόνο τον Τσιβιρίου να μου σύστηνες, να μου μάθαινε το ανεπανάληπτο σφύριγμα του στα δάση της Νεβόλιανης, την ώρα που ξεπλένεις τα πινέλα, και να τον άκουγα να σου επαναλαμβάνει με σαρκασμό και σιγουριά επιτελάρχη «σου τα’ λεγα, εμείς, Κωστάκη, παίζουμε στις κερκίδες μπάλα! Στο τερέν είναι πανεύκολο…»

 

*Τα αποσπάσματα σε πλάγια γραφή, είναι ο γραπτός λόγος του ζωγράφου όπως καταχωρήθηκε στην αυτοβιογραφία του « Εκατό και πλέον δαχτυλίδια για πρίγκηπες. Ο εκ Νεβέσκης Λυγκηστίδος / Κωστάκης Λούστας ο ΙΙΙ / Θεοδώρου του ΙΙ / ο της Πελαγονίας και / της Άνω Δυτικής Μακεδονίας / Έξαρχος» (εκδόσεις Ιανός, 2005). Τηρήθηκε η σύνταξη, η ορθογραφία και η στίξη του συγγραφέα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η Καθόλουαριστερά

Η Ζούγκλα που εκτρέφαμε. Του Δημήτρη Χριστόπουλου