Tony Judt, Ευρώπη: Μια μεγάλη χίμαιρα;, Αλεξάνδρεια 2023, σελ. 160
Ένας λαός που έχει πετύχει τέτοιες οικονομικές επιδόσεις, έχει το δικαίωμα να μην οφείλει να ακούει πια για το Άουσβιτς
Φραντς Γιόζεφ Στράους
Ο Στράους, πρόεδρος επί δεκαετίες της Βαυαρικής Χριστιανοσοσιαλιστικής Ένωσης διατύπωσε την παραπάνω πεποίθησή του το 1969. Σε μια χρονιά, δηλαδή, πολύ κοντινή στο 1945. Οι φούρνοι του Άουσβιτς και του Νταχάου ήταν ακόμα ζεστοί.
Κι όμως το έκανε. Πράγμα απολύτως αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς ότι η αποναζιστικοποίηση υπήρξε η μεγαλύτερη κοροϊδία της μεταπολεμικής περιόδου. Η μεγάλη πλειοψηφία της γερμανικής ελίτ υπηρέτησε τον χιτλερισμό ενθουσιωδώς. Το «οικονομικό θαύμα» της Δυτικής Γερμανίας καθοδηγήθηκε από αυτούς, ενισχύθηκε εγκάρδια από τις ΗΠΑ και βασίστηκε στη φθηνή εργασία νότιων υπανθρώπων, κάποιων από τους οποίους οι χώρες -με την Ελλάδα πρώτη από όλες- είχαν κατασπαραχθεί στο όνομα της ναζιστικής Νέας Ευρώπης.
Η Γερμανία όχι μόνο δεν πλήρωσε το παραμικρό, αλλά και βοηθήθηκε σκανδαλωδώς. Η εξήγηση είναι απλή: οι γεωπολιτικές συνθήκες επέβαλλαν, απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, μια ισχυρή Ευρώπη υπό αμερικανική ηγεσία. Και ισχυρή Ευρώπη χωρίς τη Γερμανία δεν γινόταν.
Έτσι, εκεί που συζητούταν σχέδια για τη μετατροπή της Γερμανίας σε ποιμενική -αγροτική χώρα, με μεταφορά των εργοστασίων της σε άλλες χώρες και απαγόρευση δημιουργίας σοβαρού μεταποιητικού τομέα, το πράγμα κινήθηκε ανάποδα. Η χώρα με το δολοφονικό παρελθόν μετατράπηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Στράους ήταν «ακραίος». Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αυτομαστιγώθηκε επί δεκαετίες για το Ολοκαύτωμα.
Ισχυρίζομαι ότι, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανική εξεγερμένη νεολαία του ’60 και την αριστερά του εργατικού κινήματος, κανείς δεν «μετάνιωσε» στα αλήθεια.
Ο Στράους δεν ήταν «ακραίος». Υπήρξε μόνιμος συγκυβερνήτης με την κεντροδεξιά επί τριάντα και πλέον χρόνια.
Ξεκίνησα με τη Γερμανία γιατί, όπως έγινε φανερό, ιδίως μετά την Μεγάλη Κρίση του 2008, η ΕΕ ξεκινάει και, πολλές φορές, τελειώνει με τη Γερμανία. Και «η Γερμανία δεν μπορεί παρά να συμβάλλει [τελικά] στην αποσταθεροποίηση της Ευρώπης, [όχι μόνο της ΕΕ]» (σελ. 138).
Άλλωστε, ο Τζαντ επιμένει ότι «το μέλλον της Ευρώπης ή θα υπάρξει με γερμανικούς όρους ή δεν θα υπάρξει καθόλου» (σελ. 124). Κι αυτό το δηλώνει κάποιος που είναι «ενθουσιωδώς Ευρωπαίος», όπως μας ξεκαθαρίζει ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου του.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό, μαζί με την ευχέρειά του να γράφει για σύνθετα πράγματα με απλό τρόπο, αποτελεί το μεγάλο προτέρημα του βιβλίου. Πρόκειται για ένα δώρο, ιδίως στην ριζοσπαστική Αριστερά στο μέτρο που κάποιος «φανατικός» ευρωπαϊστής δείχνει, με εξαιρετική διαύγεια πως «μια αληθινά ενωμένη Ευρώπη είναι τόσο ελάχιστα πιθανή που θα ήταν απερίσκεπτο και αυτοκαταστροφικό να επιμείνει κανείς σε αυτήν» (σελ. x).
Έχει υπάρξει κάποια υπέρβαση των εθνικών κρατών στο πλαίσιο της ΕΕ; Ναι. Οι κερδισμένοι της υπόθεσης βρίσκονται όχι στα επιμέρους κράτη, αλλά σε περιοχές τους, οι οποίες συγκροτούν υπερ-περιφέρειες πλούτου μέσα σε θάλασσες «χαμένων». Η Λομβαρδία, η Φλάνδρα, η Βάδη -Βυρτεμβέργη, η Καταλονία έχουν περισσότερα κοινά σε σχέση με τα κράτη, στα οποία ανήκουν. Και οι χαμένοι, πάντα χαμένοι. «Αν η “Ευρώπη” αντιπροσωπεύει τους νικητές, τις πλούσιες περιοχές και υπο-περιοχές των υπαρχόντων κρατών, ποιος μιλά εκ μέρους των χαμένων -του «νότου», των φτωχών, […] αυτών που δεν ζουν σε χρυσά τρίγωνα κατά μήκος εξαφανισμένων συνόρων και για τους οποίους οι «Βρυξέλλες» είναι στην καλύτερη περίπτωση μια διοικητική αφαίρεση και στη χειρότερη ένα πολιτικά στοχοποιημένο αντικείμενο φόβου και μίσους;» (σελ. 117).
Αν, το 1996 ήδη, οι αρλούμπες του Χάμπερμας περί «μετα-εθνικών αστερισμών» ήταν παρωχημένες, σήμερα είναι επικίνδυνες. Δεδομένου ότι καμιά θέσμιση δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί μακροχρόνια εάν δεν προσφέρει τίποτε στους απλούς ανθρώπους, όταν δεν επιδεινώνει τη ζωή τους, ο «συνταγματικός ευρωπαϊσμός» δεν είναι παρά φύλο συκής για τα αίσχη της πραγματικής «Ευρώπης».
Υπάρχει στα αλήθεια κάποιος που να είναι ειλικρινά υπέρ ενός ενωμένου κόσμου, αλληλέγγυου και υπερεθνικά δομημένου σε μια παγκόσμια δημοκρατία; «Από τους γιακωβίνους μέχρι τους κομμουνιστές λοιπόν, οι αριστεροί της Δύσης έχουν δείξει μεγαλύτερη συμπάθεια για μεγάλες επικράτειες» (σελ. 79). Μόνο η υλική βαρύτητα μιας εξισωτικής θέσμισης σοσιαλιστικού τύπου θα μπορούσε να λειτουργήσει υπερεθνικά. Αλλά αυτό είναι μια εντελώς άλλη συζήτηση.
Στην πραγματικότητα, η περίπτωση του Τζαντ δείχνει ότι, από πολύ καιρό, οι ζοφερές, για τους λαούς, προοπτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν πασίδηλες, ακόμη και για ανθρώπους που έτρεφαν θερμά συναισθήματα γι’ αυτήν. Η ΕΕ υλοποιούσε πρώτα απ’ όλα το όνειρο του κάθε άρρωστου φιλελεύθερου, τύπου Χάγεκ, που, ήδη από το μεσοπόλεμο, επεδίωκε την δημιουργία ενός υπερεθνικού μορφώματος, που θα επέτρεπε στο κεφάλαιο να αποφεύγει την οποιαδήποτε λογοδοσία και τους δημοκρατικούς, οσοσδήποτε τυπικούς, περιορισμούς. Ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, που βρήκε λαμπρή εφαρμογή στη Χιλή του Πινοσέτ, μπορούσε να γίνει το «μόνο παιχνίδι στη πόλη» μόνο στο μέτρο που μια γραφειοκρατία μακριά από τις εκλογικές «σκουριές», με τεχνοκρατική «ουδετερότητα» και «ανεξαρτησία» θα έκανε αυτό που ήταν ορθό.
Να τι καταλάβαινε, εδώ και τρεις δεκαετίες, ο Τζαντ: «Όποιο κράτος έχει την πιο δρακόντεια μεταναστευτική ή/και εργατική νομοθεσία θα μπορεί να επιβάλλει τα κριτήριά του σε όλα τα άλλα -ένα είδος υψηλότερου κοινού παρονομαστή σε μια πολιτική αριθμητική διακρίσεων και αποκλεισμών» (σελ. 125). Μια καπιταλιστική αντεργατική και αντιμεταναστευτική, δηλαδή αντεργατική και πάλι, ΕΕ, μια «Ευρώπη -φρούριο», κατά τη διατύπωση του Γκαίμπελς.
Είναι εντυπωσιακό ότι 30 χρόνια πριν, σε μια περίοδο όπου αυτό που χαρακτήριζε ευρύτατα τη στάση απέναντι στην ΕΕ ήταν η ενθουσιώδης αποδοχή, ο Τζαντ λέει αυτά που λέει. Η εξήγηση της διαύγειάς του είναι, νομίζω, η κατανόηση -καθόλου συνηθισμένη στους κυρίαρχους και μέινστριμ κύκλους- πως η κρίση του ’70 άνοιγε μια περίοδο οικονομικής επιδείνωσης χωρίς ορατό τέλος. Εμείς, σήμερα, ξέρουμε ότι οι κρίσεις της εποχής μας είναι συνέχεια εκείνης της κρίσιμης υποστροφής, η οποία, με την πτώση της κερδοφορίας, οδήγησε σε αναίρεση όλων όσων συνδέθηκαν με τη «χρυσή τριακονταετία»: μεγάλη δημόσια παρέμβαση, μεγάλο κράτος, εκτεταμένος σχεδιασμός, κεϊνσιανή συναίνεση.
Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν η ψυχή της ΕΕ ακόμη κι όταν δεν υπήρχε ως όρος -πριν από την Θάτσερ και τον Ρίγκαν. Εξαρχής, ιδρυτικά.
Καμιά αριστερή δύναμη δεν μπορεί να θεωρεί υπερασπίσιμο αυτό το έκτρωμα.
***
Τελειώνω με την άποψη του Τζαντ σχετικά με τη γαλάζια μας πατρίδα χωρίς σχολιασμό. Οριενταλιστική ή όχι, κάτι δείχνει.
Εν έτει 1996, ο Τζαντ αναφέρεται στην Ελλάδα ως ένα «ημιδημοκρατικό βαλκανικό κράτος» (σελ. 93), που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στην ΕΕ.
«Για να είμαστε δίκαιοι κανένας δεν είχε εμπιστοσύνη στους Έλληνες» (σελ. 69).