Και βεβαίως οι κινήσεις αυτές αφορούν κυρίως εκείνα τα δικαιώματα των οποίων η άσκηση προϋποθέτει την πολιτειακή εξασφάλιση των όρων τους, τα δικαιώματα υποδοχής προσφερόμενων, να το πω σαφώς: εξουσιαστικά προσφερόμενων αγαθών.
Τέτοια είναι το δικαίωμα κοινωνικής προστασίας –θυμίζω πως το άρθρο 22 της οικουμενικής διακήρυξης του 1948 μιλάει για «ικανοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων που είναι απαραίτητα για την αξιοπρέπεια και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του» ανθρώπου–, το δικαίωμα στην εργασία και την ίση «δίκαιη και ικανοποιητική αμοιβή που να εξασφαλίζει» στον δικαιούχο «και την οικογένειά του συνθήκες ζωής άξιες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια» (άρθρο 23), το «δικαίωμα στην ανάπαυση και σε ελεύθερο χρόνο» (άρθρο 24), το «δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένειά του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες» (άρθρο 25) και βέβαια το «δικαίωμα στην εκπαίδευση» (άρθρο 26). Θυμίζω δε τη διατύπωση του άρθρου 28, σύμφωνα με το οποίο «Καθένας έχει το δικαίωμα να επικρατεί μια κοινωνική και διεθνής τάξη, μέσα στην οποία τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που προκηρύσσει η παρούσα Διακήρυξη να μπορούν να πραγματώνονται σε όλη τους την έκταση».
Πιστεύω πως η κρισιμότερη διάσταση της άρνησης εξασφάλισης των προϋποθέσεων άσκησης αυτών των δικαιωμάτων συνδέεται με μια ιδιότυπη αυταρχική πλαισίωση των αξιώσεων που συνδέονται μαζί τους, όπως γίνεται σήμερα εντός της κρίσης.
Εννοώ ότι αρθρώνεται ένας εξουσιαστικός λόγος που μας καλεί να αναλογιστούμε πόσο δύσκολη είναι σε σημερινές, «εδώ», συνθήκες η εξασφάλιση πολλών από τα κατά τα άλλα αναγνωρισμένα δικαιώματα, πόσο σχετική αναδεικνύεται η σημασία τους, πόσο υπολείπονται από βασικότερες ανάγκες επιβίωσης ή και κοινωνικής άμυνας. Ο λόγος τού «μα τώρα δεν είναι δυνατόν να ασχοληθούμε με αυτά», «εδώ πνιγόμαστε» ή και «αυτά είναι τώρα πολυτέλεια», που επιβάλλει τη μη θεματοποίηση δικαιωματικών αξιώσεων ή και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άνιση μεταχείριση και διακρίσεις εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων είναι λόγος που εκφέρεται από την πλευρά της πολιτικής δύναμης. Είναι λόγος που εγκαθιστά και διευρύνει σχέσεις εξουσίας όχι μόνο επειδή βαθαίνει προϋπάρχουσες κατανομές ισχύος, αλλά επειδή κυρίως αποσκοπεί στη νομιμοποίηση και επομένως στην αποδοχή των σχέσεων αυτών από όλους εκείνους που καλούνται να αυτοαναγνωριστούν ως μετέχοντες στην εντεύθεν πλευρά, στην πλευρά αυτού του «εμείς» που δηλώνεται εμμέσως και ασαφώς ως υποκείμενο του «εδώ πνιγόμαστε».
Η διαπραγμάτευση περί «κόκκινων γραμμών», που προκύπτει από την επιβαλλόμενη παραδοχή αυτής της συνθήκης αποτελεί τη σαφέστερη ένδειξη ότι η επονομαζόμενη «σχετικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», νομιμοποιεί –υπό τις κατάλληλες συνθήκες, όπως είναι αυτές που εξέθρεψαν την κοινωνική και οικονομική κρίση αλλά ταυτοχρόνως ενισχύθηκαν από αυτήν– την άρνηση της ισχύος πολιτικών και κυρίως κοινωνικών δικαιωμάτων.
Οι επιβαλλόμενες περιστάσεις αποσαφηνίζουν έτσι την ουσιαστική υπόσταση των δικαιωμάτων ως ενός συνόλου παγιωμένων και κατ’ επέκταση μερικώς θεσμοθετημένων ρυθμίσεων, στις οποίες αποτυπώνεται ο υφιστάμενος συσχετισμός κοινωνικών δυνάμεων. Οι αγώνες διεκδίκησης, υλοποίησης και διεύρυνσης των όρων δημοκρατικής κοινωνικής και πολιτειακής οργάνωσης, οι αγώνες νοηματοδότησης των διαφωτιστικών αρχών που συνόδευσαν τις αστικές επαναστάσεις καθώς και οι αγώνες αναδιανομής της εξουσίας στις οικονομικές, πολιτικές (και διεθνείς), πολιτισμικές αλλά και καθημερινές σχέσεις οδήγησαν στην «οικουμενική» διακήρυξη και (μερική μόνο) κατοχύρωση των δικαιωμάτων που χαρακτηρίστηκαν «ανθρώπινα». Ο χειρισμός τους υπήρξε κι αυτός με τη σειρά του αντικείμενο αντιμαχόμενων συμφερόντων και προϊόν της διεθνούς και εκάστοτε τοπικής συγκυρίας. Και βεβαίως ο χειρισμός αφορούσε και αφορά την ερμηνεία τους, τη δεσμευτικότητά τους και την έκταση της ισχύος τους, επομένως τις προϋποθέσεις, τις εξαιρέσεις και την ευθύνη εξασφάλισης.
Εδώ ακριβώς εδράζεται ο –ιδιότυπος ως προς τη νομιμοποίησή του– εξουσιαστικός μηχανισμός άρνησης ισχύος των δικαιωμάτων. Μια δικαιωματική αξίωση, ακόμα και αναγνωρισμένη, κατοχυρωμένη σε κυρωμένη σύμβαση, υπόκειται στους όρους εξασφάλισης των προϋποθέσεων υλοποίησής της, δηλαδή των προϋποθέσεων άσκησης του αντίστοιχου δικαιώματος. Η μεταβολή των συνθηκών που υπαγόρευσαν αρχικά την αναγνώριση του δικαιώματος μπορεί επομένως (και χωρίς να απαιτείται η διαγραφή του) να οδηγήσει σε περιορισμό έως και άρση των «ευκαιριών» ατομικής χρήσης του – ως «ευκαιρία» παρουσιάζεται πλέον η πρόσβαση στα αγαθά που συνδέονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δυνατότητες υποδοχής εξουσιαστικά προσφερόμενων αγαθών, όπως είναι βεβαίως στο σύνολό τους τα «οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα» (του διεθνούς συμφώνου του 1966, που περιλαμβάνεται στη «Διεθνή χάρτα των δικαιωμάτων του ανθρώπου» των Ηνωμένων Εθνών) αλλά και τα θεμελιώδη ατομικά και πολιτικά («παρέχεται» το δικαίωμα ψήφου, όπως «παρέχεται» και η «ελευθερία εκδήλωσης πεποιθήσεων») μπορούν επομένως και να εκλείψουν όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων το επιτρέπει ή και το επιβάλλει. Κι αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση των δικαιωμάτων, η ισχύς των οποίων μοιάζει να αναστέλλεται εν ονόματι της κρίσης.
Πρόκειται για μια τάση που έχει σχολιαστεί συστηματικά και που συνδέεται με την «καθημερινότητα» (και με την έννοια του τετριμμένου) των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η γενική αναγνώριση συνδυάζεται λειτουργικά με την καθημερινή άρνηση ως μη εξασφάλιση. Αυτή η ασυμμετρία μεταξύ αξίωσης και πραγμάτωσης συνιστά μία από τις δύο βασικές στρατηγικές έκπτωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την πλευρά της εξουσίας.
•
Η πρώτη τέτοια στρατηγική λοιπόν έγκειται στη διολίσθηση από τη διασφάλιση δικαιωμάτων στην προσφορά ευκαιριών. Η διάσταση που αξίζει να υπογραμμίσουμε σε σχέση με αυτή την τάση είναι εκείνη της ριζικής και συστηματικής εξατομίκευσης. Κι αν ακόμα, για παράδειγμα, υποθέσουμε πως το δικαίωμα στην εργασία ή στην ελεύθερη επιλογή επαγγέλματος (άρθρο 23) είναι θεσμικά πλήρως κατοχυρωμένο, η πρόσβαση στο ίδιο το αγαθό εξαρτάται από την προσφορά θέσεων («ευκαιριών») εργασίας και την ανάλογη ατομική προσαρμογή, κινητοποίηση προσωπικών πόρων, μόρφωση και διαμόρφωση ιδιοτήτων διαφοροποιημένης υποκειμενικότητας (εκπαίδευση, κατάρτιση, κατοχή ικανοτήτων και μορφών πολιτισμικού και κοινωνικού κεφαλαίου). Και στην περίπτωση επομένως μιας τυπικά πλήρους κατοχύρωσης, οι προϋποθέσεις άσκησης ενός δικαιώματος μπορεί να το καθιστούν μη υλοποιήσιμο για τους μεμονωμένους αναγνωρισμένους «κατόχους» του. Έτσι άλλωστε χειρίζεται η πλευρά της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας αξιώσεις που απορρέουν από κοινωνικά δικαιώματα εντός της κρίσης: επιδεικνύει την ανεδαφικότητά τους.
«Ανεδαφικά» εμφανίζονται όμως τα δικαιώματα (όχι μόνο τα κοινωνικά αλλά και τα πολιτικά, όπως εκείνο της συμμετοχής στη διακυβέρνηση, του άρθρου 21, που αντιμετωπίζεται εξίσου ως «πολυτέλεια» και συνδεδεμένο με τη «σπατάλη» της διεξαγωγής εκλογών) ακριβώς επειδή εμπλέκουν τα κοινωνικά υποκείμενα ως μεμονωμένους, ατομικούς διεκδικητές τους, από τη σκοπιά δηλαδή μιας τέτοιας εξατομίκευσης. Στη λογική που υπαγορεύει αυτή η σκοπιά, εργασία υπάρχει, προσφέρεται· απλώς κάποιοι δεν τα καταφέρνουν, δεν διαθέτουν τα εφόδια ή το κίνητρο, δεν αξιοποιούν τις παρεχόμενες ευκαιρίες. Η ευθύνη μεταφέρεται έτσι στα άτομα, και τα δικαιώματα εκπίπτουν ως μη πραγματωμένα.
Η ακραία αυτή πόλωση μεταξύ οικουμενικού ορισμού και ατομικής χρήσης είναι άλλωστε εκείνη που χαρακτηρίζει την κοινωνική και πολιτική αξιοποίηση του λόγου περί δικαιωμάτων και της ιδιαίτερης ανθρωπολογίας του. Ως κοινωνικά υποκείμενα αναγνωρίζονται τα άτομα που κάνουν χρήση των διαθέσιμων δικαιωμάτων και μόνο αυτά· πρόσβαση στα εξουσιαστικά προσφερόμενα δικαιωματικά αγαθά έχουν τα άτομα που αναγνωρίζονται πολιτειακά ως υποκείμενα και μόνο αυτά. Η διαλεκτική του διπολικού σχήματος επιδεικνύει την κυνική της συνέπεια όχι μόνο στην περίπτωση των προσφύγων ως μη πολιτών αλλά και σε εκείνη όλων όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το «δικαίωμα» στην εργασία, στη στέγη, στην υγεία ή στη διατροφή: εξαιρούμενοι του πεδίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξαιρούνται και του ορισμού της ανθρώπινης ιδιότητας.
Και η δεύτερη στρατηγική έκπτωσης συνδέεται με την εξατομίκευση, μεταβάλλοντας όμως τους όρους προσφοράς-διεκδίκησης. Πρόκειται για την ανάληψη «δικαιωμάτων» ως άμεσων προϊόντων αλλά ταυτοχρόνως και ως εργαλείων εξουσίας. Είναι κατά κάποιον τρόπο το δικαίωμα στην άσκηση νόμιμης εξουσίας –αυτό είναι σχεδόν το περιεχόμενο της κατά Άρεντ ρωμαϊκής αυθεντίας– το οποίο βεβαίως διολισθαίνει στον αυταρχισμό.
Εδώ έχουμε ένα μεγάλο φάσμα υποδειγμάτων, με κρίσιμες διαφοροποιήσεις. Στη μία άκρη υπάρχει το διατυπωμένο ως ψευδοδικαίωμα «έτσι θέλω», που υπονοεί πάντα το «αφού μπορώ», του καθημερινού αυταρχισμού. Είναι η ρητή ή άρρητη μη δικαιολόγηση της αυθαιρεσίας, της άρνησης λογοδοσίας, της ανευθυνότητας. Η έκφραση «δικαίωμά μου» είναι απολύτως ομόλογη με το «γιατί έτσι», θυμίζοντας άλλωστε πόσο έωλη μπορεί να καταστεί η απόπειρα αποπλαισιωμένης θεμελίωσης των δικαιωμάτων.
Αν αυτό είναι το ατομιστικό άκρο, η ίδια λογική μπορεί να ανιχνευτεί και στην ομαδοποιητική χρήση του ατομικά διεκδικούμενου και εντέλει διαφοροποιητικού δικαιώματος. Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη στρατηγική δικαιολόγησης της κλαδικής αυθαιρεσίας του προσωπικού των κατασταλτικών μηχανισμών. Η πράγματι πλήρως συμβατή με την ισχύουσα πρόσληψη δικαιωμάτων και αξιώσεων επίκληση παραπέμπει εδώ στα δικαιώματα της επαγγελματικής κατηγορίας, όταν στους φορείς της επιδεικνύονται οι περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων (των θυμάτων τους). Οικοδομείται έτσι ένας λόγος σύγκρισης, ιεράρχησης και αντιπαράθεσης δικαιωμάτων διαφορετικών ομάδων, ένας λόγος που εξαρτά τον σεβασμό δικαιώματος (των απέναντι άλλων) από την προσφορά προστασίας δικαιώματος (προς εμάς). Η ιδιοτροπία έγκειται εδώ στο «ενεργώ»-παραβιάζοντας, επειδή δεν εξασφαλίζομαι.
Στο άλλο άκρο, το συλλογικό, της ίδιας λογικής, βρίσκουμε την απολυτοποιημένη αντιπαράθεση ομαδικών αξιώσεων επενδεδυμένων με χαρακτηριστικά δικαιώματος. Είναι ο λόγος που διακρίνει και προτάσσει τα «δικά μας» έναντι των δικαιωμάτων των άλλων, που έτσι όχι απλώς απαξιώνονται αλλά και ευθέως αμφισβητούνται. Σε αυτή την εθνοκεντρική της εκδοχή, η στρατηγική έκπτωσης δικαιωμάτων χαρακτηρίζει τον επικαιροποιημένο ναζιστικό λόγο, που παραδόξως μιλάει για δικαιώματα για να τα προσδιορίσει ως τα των Ελλήνων, ως απειλούμενα και ως χρήζοντα προστασίας. Προστασίας βέβαια που προληπτικώς είναι επιθετική. Διεκδικεί να εξολοθρεύσει ό,τι και όποιους εμποδίζουν την απόλαυση των υποτιθέμενων ιδίων δικαιωμάτων.
Θα πρέπει δε να σημειώσω πως αυτή η εκδοχή εχθρικής δικαιωματικής επίκλησης (που συνήθως εισάγεται με τη μοχλευτική φθόνου έκφραση «δηλαδή μόνο αυτοί έχουν δικαιώματα;» ή «εμείς δεν έχουμε;») είναι εκείνη που εντέλει αμφισβητεί ρητά την ισχύ θεσμοθετημένων αξιώσεων και την ίδια την περί δικαιωμάτων αστική ρητορική, εν ονόματι ενός ρεαλισμού της δύναμης. Έτσι η ψευδοσυλλογική εθνοκεντρική αμφισβήτηση τρέφει την εξουσιαστική αποδόμηση δημοκρατικών αξιώσεων και λαϊκών διεκδικήσεων και συντονίζεται με τον κυρίαρχο λόγο που παρουσιάζει αυτές τις αξιώσεις και διεκδικήσεις ως υπερβολική και εκτός τόπου και χρόνου «πολυτέλειες».
Ο λόγος περί δικαιωμάτων έχει αποκτήσει λοιπόν κι άλλου είδους υπερασπιστές, κι αυτή η τροπή απαιτεί εγρήγορση.
Πηγή: Rednotebook.gr
Με αφορμή την έκδοση του ομότιτλου βιβλίου του Γεράσιμου Κουζέλη, οι εκδόσεις νήσος και το Red Notebook διοργανώνουν συζήτηση με τίτλο Φασισμός και Δημοκρατία, την Τετάρτη 2 Απριλίου στις 7:00 μ.μ., στον Πολυχώρο της Ανοιχτής Πόλης.
Ενόψει της εκδήλωσης, το Red Notebook αναδημοσιεύει to εκτενές απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Η εξατομίκευση της οικουμενικότητας. Σημείωση για τους εξουσιαστικούς όρους αναγνώρισης δικαιωμάτων», που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο.