Βασίλειος -Γρηγόριος Νύσσης -Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ο παράδεισος κι η κόλαση στη γη (Εισαγωγή: Δημήτρης Κυρτάτας), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 130
Ό,τι βλέπουμε είναι πρόσκαιρο. Κάθε ανθρώπινη δόξα είναι σαν το άνθος του χορταριού
Παύλος
Το βιβλίο το οποίο επέλεξα να σχολιάσω σήμερα αναφέρεται σε ένα δημοφιλές ζήτημα -και όχι μόνο για τους θρησκευόμενους. Ασχολείται με την Τελική Κρίση και την μετά θάνατον ζωή, όπως εκλαμβάνονται από τον χριστιανισμό. Στην κατατοπιστική του εισαγωγή, ο Δημήτρης Κυρτάτας παρουσιάζει και μια μικρή ιστορία -γενεαλογία του θέματος, στο πλαίσιο και άλλων θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων.
Τα κείμενα, που περιέχονται στο βιβλίο, μεταφέρουν προσωπικές εμπειρίες των χριστιανών Πατέρων, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης και Ιωάννου Χρυσοστόμου, οι οποίοι έδρασαν στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, όταν επιτεύχθηκε η οριστική θεσμική κατίσχυση του χριστιανισμού στο πλαίσιο της ελληνόγλωσσης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κατοχυρώθηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους.
Η ενασχόληση με τέτοια κείμενα έχουν μεγάλη αξία για μια σειρά από λόγους.
Μπορούμε, για παράδειγμα να αντιληφθούμε τη στάση απέναντι στον πλούτο. Το “μακάριοι οι πτωχοί” του Λουκά γίνεται πραγματική, εφ’ όλης της ύλης, επίθεση απέναντι στους πλούσιους, στο περίφημο «Προς πλουτίσαντες» του Βασιλείου. Σε συνδυασμό με την μόνιμη και σταθερή πρόγνωση ότι κανείς πλούσιος δεν πρόκειται να βρεθεί στον παράδεισο, αφού είναι δυσκολότερο να περάσει καραβόσκοινο -η κάμιλος- από την τρύπα της βελόνας παρά ο πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών, οι καταστάσεις για τους μεγαλοσχήμονες στη γη θα είναι σκούρες στον ουρανό.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά. Έτσι η κομμουνίζουσα πρωτοχριστιανική διάθεση, στον 4ο αιώνα, έχει εξελιχτεί σε κάτι περισσότερο ασαφές επί του πρακτέου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο πρώτο από τα δύο κείμενα του Γρηγορίου, που περιέχονται στον τόμο, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως κύριο επιχείρημα ενάντια στην απαράδεκτη, όπως θεωρεί, στάση του ανώτερου ιεραρχικά επισκόπου, το γεγονός ότι ανήκουν και οι δύο σε ανώτερες τάξεις. Που το επαναλαμβάνει και το επαναλαμβάνει. «Γενιά; Μόρφωση; Ελευθερία εκ γενετής, πλάι στους ευγενείς και στους πλέον επιφανείς; Γνώση; Τέτοιου είδους χαρακτηριστικά τα έχω εξίσου με εκείνον […] Και στα πλούτη;» (σελ. 48). Εδώ η ταξική αυτεπίγνωση βοά και υποφέρει. Καμιά σχέση με τον μαραγκό που σταυρώθηκε[1].
Ή, ακόμα, μπορούμε να αντιληφθούμε πράγματα, που ούτε καν υποψιαζόμαστε. Όπως, ας πούμε, την αποκαλυπτόμενη διάθεση απέναντι σε πονηρά θέματα. Η περιγραφή του Ιωάννη είναι ενδεικτική: «Αν δεις μια παρθένο να λικνίζεται μες στα ενδύματά της σαν να έχουν λυθεί οι αρθρώσεις της, να αφήνει το εσώρουχό της να σέρνεται […] να κάνει νάζια με το βάδισμά της και με τη φωνή, τα μάτια και την περιποιημένη της εμφάνιση […] πώς να την πεις λοιπόν δαύτη «παρθένα»; » (σελ. 89). Δεν είναι προφανής η ηδονοβλεπτική, σχεδόν φετιχιστική, οπτική, άσχετα από τα «διδάγματα»;
Ας επιστρέψω, όμως, στο κυρίως θέμα, στη συζήτηση σχετικά με τα έσχατα και με το επέκεινα. Είναι, λοιπόν, πραγματικά εντυπωσιακό πόσο λίγα είναι αυτά που ξέρουμε αναφορικά με τα μείζονα ζητήματα μιας θρησκείας, η οποία βασίζει μεγάλο μέρος της επίδρασής της στην επιδίωξη και στην προσδοκία της ύστατης ανταμοιβής. Είτε αυτή οφείλεται στις «πράξεις» είτε στην παπική συγχώρηση είτε στον προκαθορισμό.
Ο Χριστός δεν άφησε τίποτε σχετικό. Οι απόστολοι το ίδιο. Ο Παύλος λίγα.
Κι αργότερα, όμως, είναι ηλίου φαεινότερο πως οι περιγραφές του παράδεισου και της κόλασης, ελάχιστα εντυπωσιακές, αντιγράφουν γήινα ενδιαιτήματα, καλά ή κακά.
Οι κινηματογραφικές ή σύγχρονες μυθιστορηματικές αναπαραστάσεις είναι πολύ εντυπωσιακότερες.
Για του λόγου το αληθές, ως δώσουμε χώρο στον Χρυσόστομο, γιατί οι άλλοι δυο, απλώς , περιγράφουν γήινες καταστάσεις.
«Στοχάσου την τρομακτική δικαστική έδρα, τον αδέκαστο δικαστή, τους πύρινους ποταμούς που κυλούν μπροστά από εκείνη την έδρα και κοχλάζουν από τη σφοδρότητα της φωτιάς, τα ακονισμένα σπαθιά, τις σκληρές τιμωρίες, την τιμωρία που δεν έχει τέλος, τον αφεγγή ζόφο, το απόλυτο σκοτάδι, το σκουλήκι το φαρμακερό, τα δεσμά τα άλυτα, το τρίξιμο των δοντιών και το απαρηγόρητο κλάμα, τους θεατές της οικουμένης -ή μάλλον τους θεατές των δύο κτίσεων, της πάνω και της κάτω. “Διότι οι δυνάμεις των ουρανών θα κλονιστούν”, λέει η Γραφή. Και παρότι οι άγγελοι γνωρίζουν καλά ότι δεν υπάρχει καμιά κατηγορία εναντίον τους ούτε πρόκειται να λογοδοτήσουν για κάτι, μολαταύτα, καθώς παρατηρούν όλο το γένος των ανθρώπων και αναρίθμητους λαούς να κρίνονται, στέκονται εκεί γεμάτοι δέος! Τόσο τρανός θα είναι ο φόβος τότε! […] Τότε κανείς δεν θα μπορεί να παρασταθεί και να απαλλάξει κάποιον από την τιμωρία, ούτε πατέρας ούτε γιός ούτε μάνα ούτε κανένας άλλος συγγενής ούτε γείτονας ούτε φίλος ούτε συνήγορος ούτε καταβολή χρημάτων ούτε τ’ άφθονα πλούτη ούτε το κύρος της εξουσίας. Όλα αυτά θα ’χουν χαθεί σαν σκόνη, κι αυτός που κρίνεται θα περιμένει μονάχος την απόφαση που είτε θα τον απαλλάξει είτε θα τον καταδικάσει, αποκλειστικά με βάση όσα έχει πράξει» (σελ. 72).
Από την άλλη, για τους αγαθούς, η περιγραφή είναι ακόμη φτωχότερη.
«Ανταμοιβές για τα κατορθώματα, τα βραβεία τα λαμπερά, τα χαρωπά στεφάνια, τον χορό με τις παρθένους, τους ιερούς κοιτώνες, τον νυμφώνα των ουρανών, την κληρονομιά μαζί με τους αγγέλους, την παρρησία προς τον γαμπρό και τη συναναστροφή μαζί του, την εκπληκτική εκείνη δαδουχία, και τ’ αγαθά που υπερβαίνουν κάθε περιγραφή και σκέψη» (σελ. 74).
Το βιβλίο μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε το είδος της σχετικής χριστιανικής εσχατολογικής γνώσης. Εντάσσεται σε μια σπουδαία σειρά σύντομων εκδόσεων, από τις Π.Ε.Κρήτης, με γενικό τίτλο “Διάλογοι με την αρχαιότητα”, που φέρνουν τον αναγνώστη σε επαφή, συνήθως, με παραμελημένες, αλλά καίριες πλευρές, ιδίως, της Ύστερης αρχαιότητας.
***
Το πιο εμβληματικό κείμενο αναφορικά με τα σημεία, τα έσχατα, την Τελική Κρίση και τα μετέπειτα της πρώτης αιωνιότητας είναι προφανώς η, εντελώς ασυνάρτητη, δυστυχώς, -αλληγορική λένε άλλοι- “Αποκάλυψη” του ευαγγελιστή Ιωάννη. Μια εξαιρετική ανάλυση βρίσκεται στο βιβλίο του Δημήτρη Κυρτάτα, 666 – Ο αριθμός του βιβλίου, Άγρα 2010.
[1] Καμιά σχέση και με τον κακόμοιρο τον αναστημένο Λάζαρο, ο οποίος, μετά την επιστροφή του σιώπησε μεν, σχετικά με όσα είδε στο επέκεινα, και το μόνο που είχε να πει, κάποτε και για μια φορά, όταν είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά: “Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ’να χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;” και χαμογέλασε.