Τον τίτλου του άρθρου, τον εμπνεύστηκα από την τοποθέτηση, πριν από μερικές μέρες στην Βουλή, του πρωθυπουργού, ο οποίος απευθυνόταν στον πρόεδρο της δεξιάς. Και το έκανε με γνήσιο παράπονο, μαζί και απορία.
Είναι προφανές πως ο πρωθυπουργός πιστεύει πως υπάρχει αυτό που λένε «αστική ευγένεια». Γι’ αυτό εγκαλεί όσους, μ’ όλο που είναι οι κατεξοχήν αστοί, δεν τη σέβονται. Βέβαια, η «αστική ευγένεια» δεν είναι παρά ένας ακόμη αστικός μύθος. Αν για κάτι ελέγχονται διαχρονικά οι μπουρζουάδες είναι ακριβώς η έλλειψη ευγένειας. Αυτό τους προσάπτουν εξάλλου οι αρχικοί κοινωνικοί τους αντίπαλοι, οι αριστοκράτες. Το γεγονός πως ένα τμήμα τον αστών εξαγόρασε τίτλους, με αδρές χρηματικές αποζημιώσεις, μετατρεπόμενο σε τμήμα της noblesse de robe (της ρόμπας…), δεν αλλάζει τα πράγματα. Το αντίθετο ισχύει. Ακόμη και αυτό, την «απόκτηση ευγενείας», δηλαδή, την διαχειρίζονται με το χυδαίο τρόπο που αντιστοιχεί στους ανθρώπους του χρήματος.
«Αστική ευγένεια», λοιπόν, δεν υφίσταται. Μάλλον, συνιστά αντίφαση εν τοις όροις.
Δεν πειράζει, όμως. Ούτως ή άλλως το θέμα μας δεν είναι αν η μπουρζουαζία δικαιούται να περνάει για αριστοκρατία. Τα πάντα δικαιούται αυτός που έχει την εξουσία.
Το ζήτημα είναι γιατί ο πρωθυπουργός εξέπεμψε αυτό το παράπονο, αυτόν το γογγυσμό. Έχω, λοιπόν, μια ερμηνεία, την οποία θα εκθέσω στο τέλος.
Αφού πριν θυμίσω πως η κυβέρνησή μας, δυστυχώς, δεν είναι υπερασπίσιμη σε τίποτε. Και το εννοώ το δυστυχώς. Τη στιγμή που οι κανίβαλοι της δεξιάς και του εξτρεμιστικού κέντρου επιτίθενται από παντού επιχειρώντας να επανέλθουν, αυτοί οι γνήσιοι εκφραστές της ασκούμενης κοινωνικά καταστροφικής πολιτικής, στα πράγματα, καλό θα ήταν να είναι, έστω λίγο, αλλιώς τα πράγματα.
Δεν μιλάω, βέβαια, για την οικονομική πολιτική. Εδώ, η άνευ όρων παράδοση πριν από δύο χρόνια έχει οριστικοποιήσει το κακό. Το γεγονός πως οι κυβερνητικοί δεν το βλέπουν οφείλεται στο ό,τι γενικώς δεν αντιμετωπίζουν οι ίδιοι την υλική εκπτώχευση, που βιώνει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Δεν μιλάω, λοιπόν, για την οικονομία και τα μνημόνια. Για τα άλλα, που όχι μόνο δεν γίνονται, αλλά και επιδεινώνονται, μιλάω. Από το γεγονός πως για ό,τι «φιλελεύθερα προοδευτικό» νομοθέτησε η Βουλή, η κυβέρνηση δεν έφτανε, μια και ο εταίρος ήταν διαρκώς ακροδεξιά τοποθετημένος μέχρι τις μόνιμες καβάντζες στην Ιεραρχία (αλήθεια επανέφερε η κυβέρνηση την φοροαπαλλαγή των ακινήτων του Αγίου Όρους;). Από την ντροπή των εναγκαλισμών με τον εγκληματία Νετανιάχου και το αιμοσταγή δικτάτορα Σίσι μέχρι τη συμφωνία ΕΕ –Τουρκίας. Από την ολοκληρωτική υπαναχώρηση σε στοιχειώδη ζητήματα αξιών και στάσεων στην εκπαίδευση (πού είναι η κατάργηση των παρελάσεων;) μέχρι την εξωφρενική πρακτική του –όχι γκαουλάιτερ, αφού το απαγόρεψε το δικαστήριο, αλλά κοντόσταυλου του σταλινισμού, επί το βυζαντινώς πατριωτικότερο- Νίκου Κοτζιά απέναντι στο ARB.
Ή, όπως είχα την ευκαιρία να σημειώσω σε προηγούμενο κείμενο, την επένδυση στα «οράματα» του κινέζικου χουντοκαπιταλισμού, για να τσιμπήσει κανένα ψιχίο, με αποτέλεσμα την άσκηση βέτο –ενώ δεν ασκήθηκε γι’ άλλα κι άλλα, αληθινά τρομακτικά- στην ΕΕ, ενάντια στην καταδίκη της Κίνας για παραβίαση στοιχειωδών ατομικών δικαιωμάτων. Λίγες μέρες μετά το βέτο ήρθαν και τα αποτελέσματα: ο Λιου Σιαομπό, μορφή από την εποχή της Τιεν Αν Μεν, πέθανε από καρκίνο, μετά από δεκαετή εγκλεισμό, επειδή η κινεζική νομενκλατούρα δεν του επέτρεψε να νοσηλευτεί στο εξωτερικό –τελικά να νοσηλευτεί οπουδήποτε.
Ισχυρίζομαι πως, όχι για αριστερή, αλλά «δημοκρατική» στοιχειωδώς, κυβέρνηση αυτά, απλώς, «δεν υπάρχουν». Είναι ασύλληπτα πράγματα. Κανείς από τους σημερινούς συριζαίους δεν θα πίστευε –και σίγουρα δεν θα παραδέχονταν-, προ του 2015, πως θα μπορούσαν να συμβούν.
Κι όμως συμβαίνουν. Και, εφόσον συμβαίνουν, εξηγούν καλά το παράπονο το πρωθυπουργού.
Στην πραγματικότητα το παράπονο και η απορία είναι σύμπτωμα μιας συναισθηματικής υποστροφής, που είναι απολύτως λογική. Αυτό που αναρωτιέται ο πρωθυπουργός είναι: «Έκανα τα πάντα για το πολιτικό μας σύστημα και τον κοινό μας μονόδρομο. Τα πάντα. Πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζομαι ακόμα σαν αποσυνάγωγος; Ακόμα και τη μέρα των γενεθλίων μου; Έλεος.»
Μόνο που δεν υπάρχει έλεος. Μόλις δοθεί η ευκαιρία, οι νόμιμοι κάτοχοι του κράτους, η γνήσια, όχι η ερζάτς, «αστική παράταξη» θα τα πάρει πίσω όλα. Μπορεί να διασωθούν κάποιοι ατομικά, αλλά ως εκεί.