in

Δυστυχώς, ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Του Κωνσταντίνου Γιαννέλου

Δυστυχώς, ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Του Κωνσταντίνου Γιαννέλου

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμέτωπος με τα προβλήματα τα οποία αναπόφευκτα θα αντιμετώπιζε από τη στιγμή που, αναπόφευκτα, αποδέχτηκε την πρόκληση να διεκδικήσει, με τους όρους συμμετοχής του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, την κυβερνητική πρωτοβουλία. Θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη βάσανο της κυβέρνησης; Προφανώς, αλλά θα έχανε το μικρό παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε για τη ριζοσπαστική αριστερά σε μια περίοδο έντονης κρίσης όχι μόνο του καπιταλισμού αλλά και του πολιτικού συστήματος εν γένει. Μπροστά στον κίνδυνο να μην έχει να προτείνει παρά μόνο ουτοπικές προτροπές που δε θα είχαν κάποιον αντίκτυπο στη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων στο παρόν, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε εν μέσω μη ευνοϊκών συνθηκών να πραγματώσει την ανάγκη των πολλών για διεκδίκηση του δικαιώματος σε αξιοπρεπή διαβίωση και όχι οριακή επιβίωση.

Μία σημαντική αρχική συνθήκη που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε κάθε προσέγγιση είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι κατά βάση συντηρητική και διαποτισμένη από τις διαβρωτικές «αρχές» του ατομικισμού και της πολιτικής εκδούλευσης. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν απάντησε με πραγματικά ριζοσπαστικές θέσεις και εναλλακτική πολιτική συμπεριφορά. Η ακατάσχετη προεκλογική παροχολογία, οι λαϊκίστικες κορώνες περί «των αγορών που θα χορεύουν υπό τον ήχο των ελληνικών νταουλιών» και πολλές από τις επιλογές προσώπων στα ψηφοδέλτια που τέθηκαν στην κρίση ενός εκλογικού σώματος το οποίο επί 40 χρόνια ανεβοκατέβαζε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην εξουσία και κρατούσε την αριστερά (του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου) καθηλωμένη στο 5-10%, δεν συνέβαλαν, όχι στη ριζοσπαστικοποίηση αλλά ούτε καν, στην παραμικρή μετάλλαξη της πολιτικής σκέψης της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων. Θα μπορούσε, άραγε, να έχει κατακτήσει την πρώτη θέση ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Γενάρη αν δρούσε διαφορετικά; Μάλλον όχι, αλλά χάθηκε συγχρόνως η ευκαιρία να καταγραφεί η πραγματική διάθεση του κόσμου ώστε να μπορέσει κάποιος να εξαγάγει στη συνέχεια χρήσιμα συμπεράσματα.

Αυτό που τώρα συμβαίνει είναι ότι έχει δοθεί – και πάλι στη λογική της ανάθεσης που τόσο πολύ ξορκίζει η αριστερά – μια θολή εντολή διαπραγμάτευσης σε μία κυβέρνηση της οποίας ήδη πολλά από τα πεπραγμένα απέχουν από το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αλλά και έρχονται σε αντίθεση με θεμελιώδη προτάγματα της αριστεράς. Βέβαια, αυτή την εντολή την έχει δώσει ένα εκλογικό σώμα που στέλνει μπερδεμένα και αντιφατικά μηνύματα. Ένα εκλογικό σώμα που δεν αποτελείται μόνο από τους φίλους και συντρόφους οι οποίοι τοποθετούνται υπέρ ή κατά μιας ρήξης, της εξόδου από την Ευρωζώνη ή της συνέχισης της απόπειρας να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί εντός ΕΕ. Η πλειοψηφία σε αυτό το εκλογικό σώμα είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν πεισθεί ότι η διαλυμένη – με ευθύνη της ΕΕ και όχι μόνο – οικονομία της Ελλάδας μπορεί να ανασυγκροτηθεί στη βάση της ανεπαρκούς, προς το παρόν, πρωτογενούς παραγωγής, όταν θα απαιτηθεί να εισαχθούν καύσιμα και πρώτες ύλες πληρωμένα σε ένα υποβαθμισμένο καινούριο εθνικό νόμισμα. Είναι αυτοί ακριβώς τους οποίους θα βρει απέναντί της, στο δρόμο και τις πλατείες, η όποια προσπάθεια ρήξης με το καπιταλιστικό μόρφωμα της ΕΕ, που όσο κι αν μας σφίγγει σαν μέγγενη δεν παύει να είναι η μόνη ομάδα κρατών όπου έχει συμμετάσχει η Ελλάδα.

Είναι προφανές ότι, στην εκπνοή της προθεσμίας των διαπραγματεύσεων, επιχειρείται να παρουσιαστεί ως μοναδική ευκαιρία η όποια συμφωνία προταθεί εκβιαστικά από τους εταίρους. Ο πρωθυπουργός δεν έχει την εξουσιοδότηση να δεσμεύσει τη χώρα σε μια μη βιώσιμη λύση. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πλειοψήφησε, αν παραιτηθεί η Κυβέρνηση (άρθρο 38 του Συντάγματος) ή χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής (άρθρο 84, παράγραφος 1) θα επιχειρηθεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να συσταθεί Κυβέρνηση Συνεργασίας ώστε να μη χρειαστεί να διαλυθεί η παρούσα Βουλή. Που σημαίνει ότι θα αναλάβουν το Ποτάμι, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και θα ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις προς όφελος των δανειστών. Μόνο με την επίκληση της ανάγκης αντιμετώπισης κρίσιμου εθνικού θέματος (άρθρο 41, παράγραφος 2) και εφόσον έχει πάρει πρώτα ψήφο εμπιστοσύνης η παρούσα Κυβέρνηση (εκτός κι αν θεωρείται πως εξακολουθεί να είναι νωπή η εντολή της 25/1) είναι δυνατόν να διενεργηθούν εκλογές. 

Σε αυτή την περίπτωση, απέναντι στο σαφώς φιλοευρωπαϊκό-φιλομνημονιακό μπλοκ που θα στηθεί δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί πώς θα τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο όποιος ΣΥΡΙΖΑ προκύψει μετά την παραίτηση της συγκυβέρνησης στην οποία για πρώτη φορά συμμετείχε το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το ζητούμενο είναι να ενσωματωθεί στο πρόγραμμά του μια ρεαλιστική οπτική που θα καταφέρει να συγκεράσει μια αυστηρή κριτική απέναντι στην ΕΕ αλλά και μια αξιολόγηση των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Το ερώτημα είναι πώς θα ανταποκριθεί το εκλογικό σώμα σε αυτή την πρόταση.

Αν ναι, πόσο θα είναι πραγματικά διατεθειμένο να στηρίξει.

Αν όχι, πόσο κεντρώες ή κεντροδεξιές ή ακροδεξιές επιλογές θα κάνει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Έργο μόνο για αριστερό χέρι, για τον Μάρκ Μαζάουερ. Του Απόστολου Λυκεσά

Ο Έλλην διαπλεκόμενος κουνάει την ουρίτσα του στους δανειστές. Του Γιώργου Αναδρανιστάκη