Τέτοιες μέρες Μαρτίου, πριν από 90 χρόνια γεννήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Και με δεδομένη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών, έχει κολλήσει το μυαλό μου σε ένα από εκείνα τα εξαιρετικά του πεζοποιήματα, που μας δόθηκαν με τον τίτλο «Περιθώριο 1968- ‘69». Να το:
Στα λιγοστά ποιήματα που, μέσα σε είκοσι πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραψα, αν εξαιρέσω το πρώτο κι ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου, σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία στιγμή λέξεις, δεν αλλοίωσα έννοιες, δεν αφαίρεσα ολόκληρους στίχους, γιατί υπήρχαν ίσως εκεί μερικά πράγματα που δεν έπρεπε ακόμα να ειπωθούν. Πόσοι άραγε απ’ αυτούς, που δίκαια μ’ έψεξαν για «χαλαρότητα στην έκφραση», για «ηθελημένη ασάφεια», για «αδιαφορία στη μορφή», υποπτεύθηκαν πως είχα πετύχει σχεδόν πάντα την καίρια λέξη, που και μόνη της μπορούσε να ανακαλέσει ένα ολόκληρο νόημα, να στήσει έναν κόσμο- και δεν την έγραψα γιατί πίστευα (ή φοβόμουνα) πως δεν έπρεπε α κ ό μ α να γραφεί.
(Σ’ όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια μέσα μας, ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα αρχύτερα εμείς οι ίδιοι).
Ο λόγος που έχει κολλήσει το μυαλό μου σ’ αυτό είναι το γεγονός πως αποφεύγουμε από τις εκλογές και μετά να συζητάμε αυτά που, κατεξοχήν, ο κόσμος έχει τούμπανο. Αναφέρομαι στα ζητήματα της διαπραγμάτευσης και τα συναφή, όπως καταλαβαίνετε.
Στο πλαίσιο των οποίων –και στον επίσημο λόγο- εμφανίζονται κατά καιρούς λέξεις, όπως ρήξη, σύγκρουση, ακόμη και πόλεμος, αλλά μετά αποσύρονται από το προσκήνιο, αφήνοντας μια τρύπα στη σκέψη και στο λόγο.
Και, κατά τη γνώμη μου, πολύ κακώς. Όχι γιατί θεωρώ πως αυτές οι λέξεις αντιστοιχούν σε μια «αριστερότερη» στάση. Αλλά γιατί είμαι σχεδόν βέβαιος πως, ανεξαρτήτως προθέσεων και σχεδιασμών, αποτελούν ιδιαίτερα πιθανά ενδεχόμενα.
Αν, όμως, είναι έτσι, αποτελεί πρωταρχικό και καίριο καθήκον μας να τα συζητήσουμε, να δούμε τι ακριβώς μπορεί να σημαίνουν, να τα αποδραματοποιήσουμε και, κυρίως, να δούμε πώς απαντάμε και πώς στεκόμαστε.
Στην πραγματικότητα, όπως καταλαβαίνετε, επαναφέρω την προβληματική της προηγούμενης επιφυλλίδας μου1. Μόνο που θα το κάνω πιο λοξά, μέσα από τα λόγια άλλων.
Όπως του Γιώργου Κυρίτση (Αυγή, 10 Μαρτίου), για τον οποίο, «[τα] δύο βασικά σενάρια προϋποθέτουν να απαντήσουμε στο ερώτημα αν η απέναντι πλευρά επιδιώκει «οικονομικά ισοδύναμη» λύση ή σύγκρουση πολιτική και ιδεολογική για να εκμηδενίσει την Αθήνα και να εκφοβίσει τους υπόλοιπους Νότιους […] Εάν ισχύει το δεύτερο, τότε η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και δεν επιλογή της Αθήνας, η οποία, απλώς, για λόγους αυτοπροστασίας, θα πρέπει να την αποφασίσει εφόσον εξωθείται».
Ή του Σταύρου Τομπάζου (Εποχή, 8 Μαρτίου), ο οποίος συμπεραίνει πως «[το] θέμα είναι να αξιοποιηθεί αυτός ο χρόνος για να προετοιμαστούμε καλύτερα για την επόμενη μάχη: Η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, ο κατώτατος μισθός, η δημιουργία θέσεων εργασίας και η απομείωση του δημόσιου χρέους είναι οι κύριοι στόχοι για κάθε πολιτική που θέλει να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Και αυτοί οι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μια διαπραγματευτική προσπάθεια με αχίλλειο πτέρνα ένα ανεξέλεγκτο τραπεζικό σύστημα, χωρίς περιορισμούς και ρυθμίσεις στη διεθνή ροή των κεφαλαίων».
Ή του Ανδρέα Καρίτζη (Εποχή, 8 Μαρτίου), για τον οποίο, «[δ]εν μπορούμε να συρθούμε σε μια θέση, όπου επιτυχία θεωρείται η αποφυγή της χρεοκοπίας ή της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν αυτό συνεπάγεται υποταγή στους εκβιασμούς […] Η μη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ ενέχει τον κίνδυνο της κλιμάκωσης και της ρήξης από τη μεριά των υποστηρικτών της λιτότητας και την εκτύλιξη ακραίων σεναρίων».
Πολύ ρητοί υπαινιγμοί. Υπαινιγμοί, ωστόσο, όσο αυτή η συζήτηση δεν γίνεται συστηματικά και με την σαφή πρόθεση να δοθούν περιγραφές και απαντήσεις. Πράγμα που πρέπει να αναλάβουμε συλλογικά, ως κόμμα, όπως υποχρεούμαστε απέναντι στους ανθρώπους που ψήφισαν ή δεν ψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ και αγωνιούν.
Τι ακριβώς σημαίνουν και συνεπάγονται όσα υπαινικτικά τίθενται; Ας το συζητήσουμε ανοιχτά.
Για να μην φτάσουμε να πούμε,
Στ’ αστεία παίζαμε!
(…)
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέμματα παίζαμε!
Κυρίως, όμως, για να το ξαναπιάσουμε από την αρχή, το θέμα είναι να γίνουμε όλοι δρώντες και να μείνουν ελάχιστοι οι θεατές.
ΥΓ. Ο Πισαρίδης, πάντως, κάθε άλλο παρά ριζοσπάστης αριστερός, στην πραγματικότητα νεοφιλελεύθερος με πατέντα, προτρέπει την κυβέρνηση να μην μασήσει και αν στριμωχτεί στις διαπραγματεύσεις να επιλέξει χωρίς δεύτερη σκέψη την εισαγωγή παράλληλου νομίσματος! Τόσο απλά.
———————————————————————————————-
1 Από Γιούρογκρουπ σε Γιούρογκρουπ, Alterthess, 6 Μαρτίου 2015