Οι συστάσεις με το σκηνοθετικό δίδυμο, Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν είναι μάλλον περιττές. Ο όρος ουμανιστές νομίζω τους αντιπροσωπεύει καλύτερα από κάθε άλλο. Δύο Χρυσοί Φοίνικες με τη “Ροζέτα” το 1999 και το “Παιδί” το 2005 και μία μακρά διαδρομή που φτάνει μέχρι το σήμερα με τον “Νεαρό Αμέντ”. Στο κέντρο του έργου τους διαχρονικά βρίσκεται ο άνθρωπος. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στο “Deux jours, une nuit” (2014) με την εκθαμβωτική, Μαριόν Κοτιγιάρ κινεί το νήμα της πλοκής.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Σε μία επιχείρηση έχει να παρθεί μία σπουδαία απόφαση και το βάρος πέφτει στους ίδιους τους εργαζομένους. Μπόνους ή ένας λιγότερος; Είναι ο καλύτερος τρόπος να διαλύσεις τα συνδικάτα, την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Η Σάντρα, μητέρα δύο παιδιών, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Θα έχει όμως σε τρεις ημέρες μία δεύτερη ευκαιρία σε μία μυστική ψηφοφορία. Θα κάνει την απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια των συναδέλφων της. Δεν είναι μία απλή υπόθεση. Δε θέλει να πιέσει, ούτε να παρακαλέσει. Είναι αξιοπρεπής και περήφανη, μα έχει ανάγκη τα χρήματα για την οικογένειά της. Συγχρόνως ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε την έχει κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη.
Όλα τα παραπάνω είναι καθ΄όλα νόμιμα, είναι όμως και ηθικά; Μία έννοια που συχνά ξεχνάμε. Στην πολυπολιτισμική κοινωνία του Βελγίου για να επιβιώσεις θέλει τύχη. Δίνει μία άνιση μάχη. “Δεν μπορούμε, με έναν μισθό ζούμε”… Όλοι τους βιοπαλαιστές, μπορείς να τους δικαιολογήσεις. Σήμερα απολύεται αυτή, αύριο όμως αυτός που ψηφίζει εις βάρος της ίσως είναι ο επόμενος. “Να μη βρεθώ μόνη κι άνεργη”. Στήριγμά της σε κάθε της βήμα ο σύζυγός της. “Υπάρχεις Σάντρα, σε αγαπώ”. Φυσικά όλη αυτή η ένταση έχει τεράστιο αντίκτυπο και στην προσωπική ζωή.
Πολύ πριν το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη γειτονική Γαλλία, πολύ πριν τον “Νόμο της Αγοράς” και το “Σε Πόλεμο” του Στεφάν Μπριζέ, οι διορατικοί σκηνοθέτες κάνουν σημαία τους την αδικία. Αυτή η ανασφάλεια στο επαγγελματικό δημιουργεί μία τεράστια ψυχοσωματική κόπωση. “Είμαι πτώμα”. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσό επαναλαμβάνεται συνέχεια. Μιλάμε για 1000 ευρώ. Τα περιμένουν όμως πως και πως για να μπαλώσουν καθημερινές τρύπες και να εκπληρώσουν υποχρεώσεις. Το χρήμα διαβρώνει τις σχέσεις. Το χειρότερο όλων είναι όμως, πως στο μάτι του κυκλώνα τίθεται μία ασθενής, που μόλις έχει αναρρώσει. “Κάποια που αρρώστησε, δεν είναι τόσο αποδοτική πια”.
Παλεύει, γνωρίζει τις οικογένειες των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται καθημερινά. Δεν είναι τυχαίο πως γινόμαστε μάρτυρες κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Χαρά, απογοήτευση, αγωνία. Κι εκεί που πάει να καταρρεύσει, ένα τραγούδι στο αυτοκίνητο ως σανίδα σωτηρίας. Η λυτρωτική δύναμη της μουσικής. Συνεχίζει. Η μεγάλη ώρα πλησιάζει. Το αποτέλεσμα αμφίρροπο. Έρχεται αντιμέτωπη με τον πειρασμό, μα είναι αποφασισμένη να κοιτάξει μόνο μπροστά. “Δε θα απολυθεί, απλά δε θα ανανεωθεί η σύμβασή του. Παιχνίδι με τις λέξεις και τις ψυχές.
Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί. Κοινοποιείται το αποτέλεσμα. Είναι δυνατή. Αγκαλιάζει τους συναδέλφους. Αναφωνεί, “είμαι χαρούμενη”. Η ζωή είναι αγώνας. Κάποτε κερδίζεις, κάποτε χάνεις. Πάντα όμως συνεχίζεται. Είναι κάποιες οριακές καταστάσεις που αποτελούν σταθμό για το μέλλον σου. Ξεπέρασε τον εαυτό της κι έδωσε το επόμενό της ραντεβού για το μετά το σχόλασμα. Οι αδελφοί Νταρντέν επιλέγουν πλευρά. Κι ας μην έφυγαν αυτή τη φορά από τις Κάννες με κάποιο βραβείο.