Jean Andreau –Raymond Descat, Δούλος στην Ελλάδα και τη Ρώμη, Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, σελ. 332 (μετάφραση: Διονύσης Παπαδουκάκης)
Να τον δέσεις, να τον κρεμάσεις, να τον δείρεις, να τον μαστιγώσεις, να τον στραμπουλίξεις, να τον φορτώσεις πέτρες, να του ρίξεις στη μύτη ξίδι
Αριστοφάνης, Βάτραχοι
Το γεγονός ότι τα παραπάνω λόγια βρίσκονται μέσα σε μια από τις πιο διάσημες κωμωδίες της αρχαίας εποχής, έτσι ώστε να προκαλέσουν γέλιο, λέει πολλά για την κοινωνία, η οποία τα παρήγαγε, αλλά και τα κατανάλωσε, εν πρώτοις.
Η σπουδαία, λαμπρή, Αθήνα διασκέδαζε με αυτόν τον τρόπο. «Ο τρόμος της σωματικής τιμωρίας, που χαρακτήριζε την κατάσταση του δούλου, προκαλούσε γέλιο, όταν διακωμωδούνταν στο ελληνικό θέατρο» (σελ. 196).
Δεδομένου ότι η Ελλάδα υπήρξε, πραγματικά, σπουδαία και λαμπρή, κάνει τη σκιά της δουλείας να πέφτει πάνω της ακόμη πιο βαριά.
Ο Μαρξ υποστήριζε ότι οι Έλληνες είναι τα αιώνια παιδιά της ιστορίας. Με τα μάτια πάντα γεμάτα απορία, με την θέληση διαρκώς να θέτουν ερωτήματα. Η φιλοσοφία, η επιστήμη, η τέχνη έφτασαν σε μοναδικά ύψη σε αυτήν την μικρή χερσόνησο, που τίποτε δεν προμήνυε πως θα είχε τέτοια τύχη. Προφανώς μια ικανοποιητική εξήγηση θα περιλάμβανε τόσο δομικά ιστορικά αίτια όσο και ενδεχομενικότητες, «αυθαιρεσίες» και «αυθορμησίες».
Η δουλεία είναι μέρος της εξήγησης του λαμπρού ελληνικού πολιτισμού;
Ο Καστοριάδης το αρνιόταν κατηγορηματικά. Ο μεγάλος ελληνικός πολιτισμός -ειδικά ο αθηναϊκός- ήταν γέννημα των ελεύθερων πολιτών, που, σε μια από τις παραγωγικότερες στιγμές έκρηξης του ριζικού φαντασιακού στην ιστορία, δημιούργησαν τη δημοκρατία και, δι’ αυτής, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, τα μαθηματικά, την τέχνη. Απόδειξη, άλλωστε, είναι πως υπήρξαν πολλές δουλοκτητικές κοινωνίες, αλλά δεν υπήρξαν «πολλές Ελλάδες».
Νομίζω ότι, μ΄ όλο που η προσέγγιση του Καστοριάδη συνεισφέρει στη συζήτηση, αντιπροσωπεύει μια μόνο διάσταση της υπόθεσης. Πρώτα πρώτα, δεν υπήρξαν πολλές δουλοκτητικές κοινωνίες στην ιστορία. Ήταν η Ελλάδα, ήταν η Ρώμη και μετά ερχόμαστε στους νεότερους χρόνους, στη Βραζιλία, τις Αντίλλες και το Νότο των ΗΠΑ, τον 19ο αιώνα. Πολύ περισσότερο, είναι λάθος να λέμε πως υπήρξε ένα δουλοκτητικό στάδιο. Η αλήθεια, όπως δείχνουν οι συγγραφείς, είναι πως είχαμε πολλές ιστορικές «κοινωνίες με δούλους», λίγες, όμως, δουλοκτητικές κοινωνίες. Κοινωνίες, δηλαδή, που να βασίζονται καθοριστικά στην εκμετάλλευση των δούλων για την αναπαραγωγή τους. Στα μυκηναϊκά βασίλεια εμφανίζεται ο do-e-ro (δο-έ-λος, δούλος) και η do-e-ra (δο-έ-λα, δούλα), αλλά ο τρόπος παραγωγής δεν στηρίζεται πάνω τους.
Από αυτήν την άποψη, ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής φαίνεται να είναι και αυτός, όπως και η δημοκρατία, γέννημα του ελληνικού ριζικού φαντασιακού. Όχι των ανατολικών δεσποτισμών, όχι της Μεσοποταμίας και της Ασσυρίας, όχι της Αιγύπτου ή της Χαττούσα, ή, αργότερα και ανεξάρτητα, των αυτοκρατοριών των Ολμέκων, των Μάγια, των Ίνκας ή των Αζτέκων. Πολύ περισσότερο, δεν ήταν προϊόν των πανάρχαιων πολιτισμών της Κίνας ή της Ινδίας.
Δεν είναι δυνατόν, επομένως, εμείς οι σημερινοί μελετητές του ελληνικού θαύματος να υπεκφύγουμε την τεράστια σημασία των πανταχού απόντων, κατά τα άλλα, σκλάβων, στο πλαίσιο της ελληνικής αρχαιότητας. Ίσως, από την άλλη, η εντελώς πλημμελής ενασχόληση των Ελλήνων φιλοσόφων και πολιτικών με το ζήτημα της δουλείας να είναι ενδεικτική όχι της μικρής, αλλά της μεγάλης σημασίας, που είχαν οι δούλοι για την κοινωνική παραγωγή και την κοινωνική αναπαραγωγή. Οι Έλληνες φιλόσοφοι, που η περιέργειά τους πήγε στα άκρα του επιστητού, έχουν συνεισφέρει μηδαμινά στη μελέτη του φαινομένου της δουλείας. Σαν να το αντιμετωπίζουν ως ένα είδος κρυμμένου -αλλά, εκεί, μπροστά στα μάτια μας- μυστικού. Ήταν τόσο αυτονόητο, που δεν είχε τίποτε να ειπωθεί γι’ αυτό; Δε νομίζω. Μάλλον, ήταν, για λόγους όχι δύσκολο να φανταστούμε, ευρύτατα αποδεκτό. Ακόμη και όσοι «συμπονούν» τους σκλάβους, στωικοί, Εσσαίοι, ο Λακτάντιος, κάποιοι χριστιανοί, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης ή ο Αυγουστίνος, δεν διανοούνται να εισηγηθούν την κατάργηση της δουλείας. Δεν τους περνάει καν από το μυαλό.
Μοιάζει λίγο με τη σύγχρονη στάση απέναντι στην αξιοκρατία. Είναι τόσο αποδεκτή, από την κυρίαρχη, που σημαίνει και των κυριαρχούμενων, ιδεολογία, που ακόμη και αριστεροί, πάρα πολλοί, δεν την θέτουν σε επερώτηση. Η αξιοκρατία είναι το ταξικό διανοητικό μόρφωμα, που δικαιώνει την καπιταλιστική εκμετάλλευση περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πολύ πάνω σε αυτό. Και, στη μεγάλη πλειονότητά μας, δεν το κάνουμε.
Με τη δουλεία τα πράγματα είναι πιο άμεσα, αφού αυτοί που την κάνουν αόρατη στην υψηλή σκέψη είναι μέρος αυτών που ευνοούνται. Είναι συχνή, όμως, κι εδώ η χρήση «φυσικο-ποιητικών» επιχειρημάτων. Όπως του Φίλωνα του Αλεξανδρέα, κατά τον οποίο, «[σ]ύμφωνα με την κρίση του Θεού, εκ φύσεως δούλος είναι ο κακός και ο παράλογος, ενώ αντίθετα ελεύθερος και ηγεμονικός είναι ο πολιτισμένος, ο λογικός και ο καλύτερος» (σελ. 239).
Οι Αντρώ και Ντεσκά, στο βιβλίο τους, διερευνούν σε βάθος ποικίλες πλευρές του φαινομένου. Ενός φαινομένου τρομακτικού, τόσο στη φύση όσο και στις διαστάσεις του.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας δεν είχαν, απλώς, δούλους. Έχοντας δούλους απαραίτητους για ένα πολύ μεγάλο μέρος των κοινωνικών λειτουργιών, τους επιφύλασσαν ένα καθεστώς τρόμου και εξευτελισμού.
Πώς, άλλωστε, θα ήταν αλλιώς, αν σκεφτούμε ότι, όπως λέει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, «στην Κόρινθο υπήρχαν 460000 δούλοι, στην Αίγινα 470000 και στην Αθήνα 400000» (σελ. 75). Ακόμα και σε μετριοπαθέστερες εκδοχές, όπως αυτή που παραδίδει η απογραφή του Δημητρίου του Φαληρέα, την ίδια περίοδο, η Αθήνα, με συνολικό πληθυσμό 431000 κατοίκους, είχε περισσότερους από 250000 σκλάβους.
Που ήταν αιχμάλωτοι, απόγονοι δούλων και, όλο και περισσότερο, με το πέρασμα του χρόνου, προϊόντα του τρομερά εκτεταμένου δουλεμπορίου. Ίσως της πιο σημαντικής εμπορικής δραστηριότητας της αρχαιότητας.
Στη ρωμαϊκή δημοκρατία και αυτοκρατορία, που μετά τον Οκταβιανό έφτασε τον πληθυσμό των 60 εκατομμυρίων, οι σκλάβοι αντιστοιχούσαν στο 20%, πάνω από 10 εκατομμύρια, χωρίς τους οποίους η αυτοκρατορία θα είχε πολύ αμφίβολη υπόσταση.
Οι πολλές εξεγέρσεις των Μεσσηνίων στην Σπάρτη και των Πενεστών στη Θεσσαλία έδωσαν ένα πολύτιμο μάθημα στους υπόλοιπους δουλοκτήτες. Ο λόγος της εξεγερσιακής ετοιμότητας, αλλά και δυναμικής, στις περιπτώσεις αυτές, βρίσκονταν στο γεγονός πως ήταν μεγάλες ομοιογενείς κοινότητες, που υποδουλώθηκαν συλλογικά μετά από πολεμική ήττα. Είχαν, λοιπόν, την ίδια γλώσσα και τα ίδια ήθη, με αποτέλεσμα η επικοινωνία για την ανάληψη δράσης να είναι εύκολη. Όταν οι Σπαρτιάτες έλειπαν σε πόλεμο, οι είλωτες ήταν σχετικά απλό να εξεγερθούν.
Οι πιο πετυχημένοι δουλοκτήτες βασίζονταν στην αγορά και την ατομική ιδιοκτησία -πάντοτε θαυματουργές για τους εκμεταλλευτές. Οι σκλάβοι στην Αθήνα ή στη Ρώμη ήταν «από όλες τις φυλές», διάσπαρτοι, με μεγάλες δυσκολίες συνεννόησης και εμπιστοσύνης. Γι’ αυτό και οι εξεγέρσεις, στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα στη Μικρά Ασία και τη Σικελία ενέπλεξαν κυρίως φυλετικά όμοιους πληθυσμούς, ενώ και αυτή του Σπάρτακου και του Κρίξου, από το 73 μέχρι το 71, βασίστηκε στους ομοεθνείς και ομόγλωσσους Θράκες και στους αντίστοιχους Γαλάτες. Παρόμοια, στην Αθήνα εξεγέρσεις έχουμε κυρίως στα μεταλλεία του Λαυρίου, όπου κατοικεί μια συμπαγής μάζα 20000, περίπου, σκλάβων εργατών.
Οι υπόλοιποι, οι πολλοί, αντιμετωπίζουν την συνθήκη τους «στωικά», αν και δεν ξέρουν φιλοσοφία, με απόπειρες δραπέτευσης, με την ελπίδα να τους κάνει απελεύθερους ο αφέντης ή και με την αυτοκτονία -μάλιστα, όταν πωλούταν ένας δούλος έπρεπε να ενημερωθεί ο αγοραστής ότι είχε τάσεις αυτοκτονίας, έτσι ώστε να επιδιώξει σημαντικά χαμηλότερη τιμή!
Ο τρόμος, λοιπόν, ήταν αναγκαία προϋπόθεση της λειτουργίας μιας τέτοιας κοινωνίας. Τα βασανιστήρια δεν ήταν απλώς ανεκτά, αλλά απολύτως αποδεκτά. Υπήρχαν και ειδικές «επιχειρήσεις», που αναλάμβαναν τη δουλειά, τη διεξαγωγή κηδειών και βασανιστηρίων -μετά από μειοδοτικούς διαγωνισμούς! Στη Ρώμη, π.χ., «[ό]ταν ένας κύριος αποφάσιζε ότι απαιτούνταν η ανάκριση ενός δούλου, ή όταν ήθελε να θανατώσει κάποιον από τους δούλους του, […] απευθυνόταν άμεσα στο μειοδότη, χωρίς παρέμβαση των αρχόντων της πόλης, και ο μειοδότης έπρεπε, έναντι πληρωμής, να εξασφαλίσει τους δήμιους με τα απαιτούμενα προσόντα (carnifices) και τους εργάτες που θα εκπλήρωναν τις απαιτούμενες υπηρεσίες. Ο ίδιος μειοδότης διεύθυνε επίσης και τα βασανιστήρια…» (σελ. 201).
Η τρομοκρατική συνθήκη εδράζονταν στα ίδια κριτήρια παντού. Στην Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό (!), οι δούλοι δεν είχαν το δικαίωμα να καταθέσουν ως μάρτυρες σε δίκη, όπως οι ελεύθεροι. Το εκπληκτικό, όμως, ήταν ότι ο μόνος λόγος του δούλου, που ήταν αποδεκτός, ήταν «αυτός που αποσπάστηκε […] με σωματικά βασανιστήρια» (σελ. 194).
Ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη ύπαρξης ενός καθεστώτος τρόμου, ώστε αυτό επιβάλλονταν ακόμη και με δεδομένο ότι ήταν πρόδηλα αντιπαραγωγικό. «Ο Κάτων συνιστούσε στους κυρίους να απασχολούν πάντοτε τους δούλους τους, ακόμη και τις μέρες των γιορτών, και να τους βάζουν να δουλεύουν μέσα στα κτήρια, όταν ο καιρός τους εμπόδιζε να δουλεύουν έξω […] Να δίνουν σε καθέναν απ’ αυτούς ένα χιτώνα κάθε χρόνο κι ένα ζευγάρι παπούτσια κάθε δυο χρόνια -και οι δούλοι να μη διαθέτουν ποτέ πάνω από ένα χιτώνα. Η τροφή τους έπρεπε κατά κύριο λόγο ν’ αποτελείται από δημητριακά κι ελιές. Οι μερίδες έπρεπε να είναι μικρότερες αν ήταν άρρωστοι, γιατί τότε δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Και βέβαια να στεγάζονται σε κελιά» (σελ. 132), με πολλούς αλυσοδεμένους στα τρομερά ergastula, υπόγεια μπουντρούμια, στοιβαγμένους να κοιμούνται καταγής. Σε αυτήν την συνθήκη ζούσαν οι πιο σωματώδεις και δυνατοί χειρώνακτες, που οι κύριοι τούς έβλεπαν ως κίνδυνο.
Είναι προφανές πως αυτές οι συνθήκες, αλλά και οι ειδικά εργασιακές, μείωναν ιδιαίτερα την παραγωγικότητα των σκλάβων. Τα αφεντικά, ωστόσο, προτιμούσαν λιγότερη παραγωγή, αρκεί να διασφαλίζονταν ο αναγκαίος τρόμος.
***
Έδωσα λίγα μόνο στοιχεία από το βιβλίο. Το οποίο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πραγματικά μοναδικό -τουλάχιστον, στη γλώσσα μας. Σπουδαία μετάφραση, μεγάλη εκδοτική προσφορά.