Αρχικά θα ήθελα να ξεκινήσω με ένα σχόλιο που αφορά έμμεσα την ταινία. Το “Don΄t Look Up”, η νέα ταινία του Άνταμ ΜακΚέι (To Mεγάλο Σορτάρισμα, Vice) προβλήθηκε για δύο εβδομάδες στους Κινηματογράφους και δε γράφτηκε ένα κείμενο πλην των επαγγελματιών του χώρου. Αυτό δείχνει πως για τον Α ή Β λόγο η βαθιά πλειοψηφία απομακρύνεται από την αίθουσα. Με το που μπήκε στο Netflix έγινε viral μέσα σε ένα διάστημα μικρότερο των 24ων ωρών. Ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως ανάλογα με την κοσμοθεωρία του καθενός. Κάποιοι το λάτρεψαν, άλλοι το μίσησαν, άλλοι το θεώρησαν επίκαιρο αριστούργημα, άλλοι απλά τυχερό.
Μία τρομακτική ανακάλυψη από δύο νέους ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ (Ο Ντι Κάπριο δεν παίρνει τυχαία τον ρόλο, καθώς και στην προσωπική του ζωή έχει δώσει πράσινο πρόσημο). Η πολιτική ηγεσία, τα media, οι επιχειρηματικοί κύκλοι πρέπει να δράσουν γρήγορα με στόχο να αποφευχθεί μία τραγωδία για το ανθρώπινο είδος. Προφανώς δρουν με τους δικούς τους χρόνους και ρυθμούς με άξονα μόνο το παροδικό τους συμφέρον. Κάθε κρίση αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία και η ζωή συνεχίζεται. Ναι για όποιον δε γνωρίζει όλα αυτά το φιλμ αποτελεί ένα σοκ – αποδεκτό.
Ο σκηνοθέτης δείχνει διάθεση να συγκρουστεί με κέντρα εξουσίας κι αποφάσεων με όπλα την ειρωνεια και το χιούμορ. Θα μιλήσει για κατασκευασμένες ειδήσεις που βολεύουν και βγάζουν τους “εκλεκτούς” από τη δύσκολη θέση, για fake news και δολοφονίες χαρακτήρων που ενοχλούν την αλυσίδα που έχει διαμορφωθεί κι ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις τύχες του Δυτικού κόσμου. Θα κριτικάρει αυτό που λέμε lifestyle και σχολιασμός της showbiz που η τηλεόραση και το Instagram έχουν φέρει σε κάθε σπίτι σήμερα. Θα σηκώσει το γάντι και θα “σφάξει” με το βαμβάκι εκεί που μπορεί και θέλει.
Στο οπλοστάσιό του σκηνοθέτη υπάρχει ίσως το κορυφαίο casting της χρονιάς. Ντι Κάπριο, Μαρκ Ράιλανς (σπουδαία ερμηνεία), Τιμοτέ Σαλαμέ, Ρομπ Μόργκαν, Μέριλ Στριπ, Τζένιφερ Λόρενς, Κέιτ Μπλάνσετ, Τζόνα Χιλ. Μία υπερπαραγωγή που δημιουργήθηκε ακριβώς για αυτό που πετυχαίνει, δηλαδή για να συζητηθεί σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ακροατήριο. Είναι κρίμα που η πανδημία δεν άφησε τον κόσμο να δει την ταινία στο σινεμά. Στη μικρή οθόνη αποδυναμώνεται αρκετά και μένει μόνο το κωμικό στοιχείο τολμώ να πω.
Η μεγαλύτερη αδυναμία της ταινίας δομικά είναι η διάρκειά της. Από εκεί και πέρα είναι άνισα κατανεμημένη στα μέρη της. Ειδικά στο πρώτο μέρος η παρουσία της Μέριλ Στριπ μου έφερε κάπως στο μυαλό το “Laundromat” του Στίβεν Σόντερμπεργκ (δηλαδή μία παρωδία). Ο ΜακΚέι ένας σημαντικός σκηνοθέτης της εποχής θέλει να θίξει τα κακώς κείμενα της παγκόσμιας κοινωνίας μέσα από το χιούμορ, ωστόσο θεωρώ πως η προσπάθειά του αυτή κινηματογραφικά δεν μπορεί να ξεπεράσει ούτε το “Big Short”, oύτε το “Vice” παρά τις καλές του προθέσεις.
Αρκετοί αναρωτιούνται γιατί ο Τζεφ Μπέζος ή ο Έλον Μασκ ταξιδεύουν στο διάστημα; Ο ένας λόγος σίγουρα αφορά την επίδειξη δύναμης του πλούτου τους (Homo Deus – Harari), από την άλλη όμως υπάρχουν κι ουσιαστικές προεκτάσεις την ώρα που η γη οδεύει σε μία αλυσιδωτή καταστροφή εξαιτίας των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Οι αρνητές της Επιστήμης (Επιστήμονες: προσοχή άνθρωποι είναι κι αυτοί με αδυναμίες) υπήρχαν προ πανδημίας. Ένα εξαιρετικό βιβλίο κυκλοφορεί σήμερα από τις Εκδόσεις Ροπή (Πώς να μιλήσετε στους αρνητές της Επιστήμης-Lee Mclntyre) και μπορεί να σας διαφωτίσει σχετικά.
Όπως και να έχει απουελεί πρόκληση η θέαση της ταινίας και αδιαμφισβήτητα είναι μία από τις επιλογές της πλατφόρμας του Νetflix (μαζί με τον Hand of God του Σορεντίνο) για αυτό το διάστημα, καθώς η καθεμία κι ο καθένας που θα το επιχειρήσει μπορεί να έχει διαφορετικό feedback, να του δημιουργηθούν διαφορετικά συναισθήματα κι ενδεχομένως να του προκαλέσει σκέψεις και τριγμούς για την κοσμοθεωρία του και το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα. Τελικά για μένα στο φινάλε μένει ένα ερώτημα να απαντηθεί: Πόσο αξίζει σήμερα η ανθρώπινη ζωή;