Ας φέρουμε στο μυαλό μας μια υποδειγματικά δεξιά ταινία, ας πούμε τον «Τιτανικό» (όχι, η επιλογή δεν υπονοεί κάτι για το μέλλον της δεξιάς μας κυβέρνησης). Η ιστορία γνωστή: η πλούσια πλην ευγενική –και φυσικά όμορφη- νέα ασφυκτιεί μέσα στον ταξικό κλοιό της αστικής ανίας, ο φτωχός πλην ταλαντούχος –και φυσικά ακόμα πιο όμορφος- νέος, ετοιμάζει το δικό του άλμα κοινωνικής κινητικότητας, μέσα από τη μετανάστευσή του στη Γη των Ευκαιριών. Οι νέοι φυσικά ερωτεύονται, χορεύοντας στο τρίτο υπόγειο του Τιτανικού μαζί με της γης τους κολασμένους, οι οποίοι βέβαια για την περίσταση είναι τόσο καλοφτιαγμένοι, όσο το μαλλί της Υπολοχαγού Νατάσσας την ώρα που χορεύει πάνω της το μαστίγιο του Γερμανού κατακτητή.
Η άδικη κοινωνία με τις προκαταλήψεις της φυσικά τους χωρίζει. Ακόμα όμως και το Παγόβουνο, αυτό το κομμάτι του απροσδιόριστου και απρόβλεπτου Πραγματικού που έρχεται να διαλύσει κάθε κοινωνική σύμβαση, δουλεύει για αυτούς, βουλιάζοντας το πλοίο-φυλακή και ενώνοντας ξανά τους ερωτευμένους, στο χείλος έστω του θανάτου. Τί κι αν μέσα σε όλα αυτά ο καλός νέος πέθανε για να σώσει την καλή του, 80 χρόνια μετά θα έρθει ένας αμερικάνος ντοκυμανταρίστας με το συνεργείο του, για να δείξει ότι από τότε όλα πήγαν καλά, στον καλύτερο από τους εφικτούς κόσμους.
Μία τέτοια ταινία λοιπόν, χοντρικά, αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να αναδείξει την τάξη μέσα από το χάος: την ενότητα μέσα από τη σύγκρουση (και πιο συγκεκριμένα την ενότητα του έθνους ή της οικογένειας ή του ζευγαριού μέσα από την ταξική σύγκρουση), την αρμονία μέσα από τις ανατροπές, την ειρήνη μέσα από τη βία, τον έρωτα μέσα από τα προβλήματα. Όσο γνωρίζουμε ότι ο κόσμος φαίνεται διχασμένος άδικος, βίαιος, αλλά τόσο θέλουμε να ελπίζουμε ότι κατά βάθος δεν μπορεί παρά να είναι ενωμένος, δίκαιος και αρμονικός. Η τέχνη λοιπόν είναι εκεί για να προβάλλει αυτήν την ελπίδα· θυμηθείτε την κλασική τελευταία σκηνή τόσων ταινιών, όπου, μετά το πιστολίδι, ο ήρωας, ήρεμος πια, ξαναβρίσκει την καλή του ή τους δικούς του, ενώ στο φόντο ακούγονται οι σειρήνες των αστυνομικών και των ασθενοφόρων που μαζεύουν τα πτώματα.
Ο Ταραντίνο όμως δεν κάνει αυτό. Η βία εδώ δεν είναι ένα ‘αναγκαίο κακό’ για την επιβολή της αρμονίας, χωρίς φυσικά να είναι και ένα ‘καλό’. Πέρα από τους δεδομένους κώδικες ηθικής, η βία αναπτύσσεται αυτόματα, μέσα από τη δυναμική που η ίδια παράγει. Αποτελεί η ίδια τη μορφή και το περιεχόμενο της, χωρίς ούτε να μπορεί να υπαχθεί, αλλά ούτε και να υπαγορεύει, σκοπούς και νόμους πέρα από την ίδια. Μετατρέπεται με άλλα λόγια σε ένα αυτόνομο έργο τέχνης – κι ο Ταραντίνο έχει τη μαεστρία να μετατρέπει αυτή την ιδέα σε σκηνές υψηλής αισθητικής, ακόμα και όταν την παρωδεί. Δεν πρόκειται λοιπόν για έναν ύμνο στη βία, αλλά για τη βία ως ύμνο. Για αυτό αγαπήσαμε τη «Νύφη», έναν πρώην πληρωμένο φονιά, το ζεύγος των ερωτευμένων μικροκακοποιών με τις λαμπρές ιδέες, τους δυο ψυχρούς εκτελεστές που συζητάνε για τη μαγιονέζα στις τηγανιτές πατάτες, τη συμμορία των νεοφιλελεύθερων γκάγκστερ που δεν γουστάρουν να δίνουν φιλοδωρήματα, τύπους που κατά τα άλλα μάλλον δεν θα θέλαμε να κάνουμε παρέα.
Από αυτή τη βάση ξεκινούν και οι δύο φετινοί τους διάδοχοι. Δεν σκοτώνουν ούτε από επαναστατικό οίστρο, ούτε από εκδίκηση (πάλι ατυχής η ελληνική μετάφραση του τίτλου ως «Django ο τιμωρός»), αλλά για τα λεφτά. Είναι η δουλειά τους, όπως η δουλειά των θυμάτων τους ήταν να ληστεύουν τράπεζες (ενώ είναι γνωστό ποια είναι κι η δουλειά των τραπεζών). Μπορεί να απεχθάνονται τη δουλεία, για αισθητικούς ή βιωματικούς λόγους αντίστοιχα, ουδόλως ωστόσο την αμφισβητούν. Σε τελευταία ανάλυση άλλωστε, οι ίδιοι δεν είναι παρά υπηρέτες του νόμου.
Όταν φτάνουν στο Νότο κι ιδιαίτερα στο αγρόκτημα -τη «Γλυκιά Χώρα»- για να αγοράσουν τη γυναίκα του Django οι ήρωες αντικρίζουν αρχικά μία εικόνα γαλήνης, με χαρωπές σκλάβες, όμορφους κήπους και μια ευχάριστη ατμόσφαιρα εργασίας. Από πίσω όμως, υποβόσκει το χάος. Οι δούλοι μπερδεύονται με τα αφεντικά. Οι ίδιοι οι κτηματίες, οι κατεξοχήν άνθρωποι της τάξης, μπερδεύονται με τους επικηρυγμένους. Όλοι μαζί, ‘παίρνουν το νόμο στα χέρια τους’ και σαν επίδοξοι πρόδρομοι της Κου-Κλουξ-Κλαν προσπαθούν να λυντσάρουν τους πρώτους απελεύθερους μαύρους (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς δυσκολεύονται να βρουν που θα βάλουν την τρύπα στην κουκούλα). Οι φυλετικές και ταξικές αντιθέσεις (βλ. την παρομοίωση του απελεύθερου μαύρου με το φτωχό λευκό εργάτη) καλύπτονται κάτω από ένα πέπλο προλήψεων, ηλιθιότητας και αμορφωσιάς.
Παρά λοιπόν τη θέλησή τους, η άφιξη των ηρώων μας ανακατεύει τα πράγματα, αναδεικνύει τις αντιθέσεις και προκαλεί έναν κύκλο βίας, ο οποίος θα καταλήξει με την ολοκληρωτική καταστροφή του επίγειου αυτού ‘παραδείσου’. Μία καταστροφή που κλιμακώνεται μέσα από πορσελάνινα σερβίτσια, κομμάτια κατάλευκης τούρτας, απαστράπτοντα κοστούμια και ακριβές πίπες για τσιγάρο. Εδώ λοιπόν η βία κυριάρχησε πάνω στην αρμονία, ακριβώς γιατί από την αρχή υπήρχε εντός της. Κανένα ράντσο δεν πρόκειται να ξαναστηθεί στα αποκαΐδια.
Bέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, το ‘παλικάρι’ τελικά κέρδισε το κορίτσι και θα φύγουν μαζί, ελεύθεροι και οι δυο με το γράμμα του νόμου, αφήνοντάς μας πάλι με μια αναγκαία νότα τελικής ενότητας, αρμονίας και δικαιοσύνης. Χαλάλι του όμως τόσα που έκανε, τόσους κακούς και ρουφιάνους που έφαγε. Ακόμα περισσότερο, αφού πέταξε αυτά τα κακόγουστα μπλε και ανακάλυψε, όπως είπε στο τέλος, ότι «το κόκκινο είναι το χρώμα του».
Νίκος Νικήσιανης