«Μην τρέχεις στον δρόμο» λέει μία απ’ τις πρώτες συμβουλές που δίνουν οι νεοϋορκέζοι στους επισκέπτες, «η αστυνομία μπορεί να σε πυροβολήσει». Ως φράση, είναι μόνο ένα δείγμα της εξουσίας που έχει αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες το NYPD, η αστυνομική υπηρεσία της «Γκόθαμ Σίτι», εκχωρημένη από μια μακρά πορεία δημάρχων με αρμοδιότητες διορισμού του αστυνομικού διοικητή και –κατά συνέπεια- καθορισμού της πολιτικής του.
Οι ρίζες αυτής της υπέρμετρης καταστολής, ανιχνεύονται στα χρόνια του Εντ Κοχ, όταν οι άστεγοι του Ιστ Βίλατζ διώχθηκαν απ’ το πάρκο Τόμκινς συνοδεία τανκς σε μια εκστρατεία «καθαρισμού» της περιοχής, προκειμένου να υποδεχθεί τους εύπορους μεσίτες, ενοικιαστές και ιδιοκτήτες που έστρεψαν το βλέμμα τους στην περιοχή. Η δε θητεία του ρεπουμπλικάνου Ρούντι Τζουλιάνι, με υποψηφιότητα υποστηριγμένη από τον τύποις δημοκρατικό προκάτοχό του, αποτελεί το παγκόσμιο πρότυπο του αστυνομικού κράτους• μνημονευόταν άλλωστε με θαυμασμό απ’ τον Άδωνι Γεωργιάδη το 2010, προκειμένου να υποστηρίξει το αλησμόνητο «για να κάνει η αστυνομία σωστά τη δουλειά της, θα πεθάνουν κι αθώοι».
Στο τέλος, ο δισεκατομμυριούχος Μάικλ Μπλούμπεργκ που διαδέχθηκε τον Τζουλιάνι, ανέλαβε να «γυαλίσει» την αστυνομοκρατούμενη μητρόπολη της ανατολικής ακτής σε αγαστή σύμπνοια με τις μεγάλες μεσιτικές επιχειρήσεις, μια πολιτική που εκτόξευσε τα ενοίκια και τις αηεντικειμενικές αξίες, περιθωριοποίησε τα κατώτερα οικονομικά στρώματα και ενέτεινε τη στοχοποίηση των μειονοτικών πληθυσμών. Χαρακτηριστική για την κατανόηση των όρων εφαρμογής αυτής της πολιτικής, είναι η περίπτωση του αστυνομικού που το 2009 ανακάλυψε κεντρικές εντολές προς συναδέλφους του να σταματούν και να ερευνούν – συνήθως με αυταρχικό και εξευτελιστικό τρόπο – τους μαύρους κατοίκους του Μπεντ-Στάι, μιας γειτονιάς του Μπρούκλιν που εδώ και χρόνια παλεύεται να επιτευχθεί ο εξευγενισμός της. Ο Άντριαν Σκούλκραφτ, όταν επιχείρησει να καταθέσει το αποδεικτικό υλικό στους αρμόδιους ερευνητές του NYPD, μετατέθηκε σε δουλειά γραφείου και από εκεί οδηγήθηκε σε καταναγκαστική νοσηλεία σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Meet the new boss, the same as the old boss
Ο νέος δημοκρατικός δήμαρχος Μπιλ ντε Μπλάζιο, ωστόσο, φάνηκε να σπάει το σερί και εκλέχθηκε με πολύ διαφορετική ατζέντα απ’ τους προηγούμενους δημάρχους. Οι θέσεις του ενάντια στην οικονομική ανισότητα και τη διάλυση της πρόνοιας, επέτρεψαν στα συντηρητικά ΜΜΕ να τον καταπολεμήσουν ως «κομμουνιστή». Οι προεκλογικές του δεσμεύσεις για τον περιορισμό της ασυδοσίας του Real Estate και τη φιλελευθεροποίηση της καθημερινής ζωής (όπως π.χ., με τη μερική άρση της απαγόρευσης κατανάλωσης αλκοόλ σε δημόσιο χώρο), έκαναν έναν αντιδήμαρχο του Μπλούμπεργκ να δηλώσει «αν θέλετε τη Νέα Υόρκη του ’60 και του ’70, αυτός είναι ο άνθρωπός σας». Ακόμα και στο ζήτημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, ο ντε Μπλάζιο είχε υποσχεθεί ριζικές τομές με σαφή αναφορά στον περιορισμό της πρακτικής stop-and-frisk, των αστυνομικών ελέγχων που εφάρμοσαν οι προκάτοχοί του.
Οι περισσότερες υποσχέσεις του ντε Μπλάζιο έμειναν εκκρεμείς ή βρίσκονται σε ένα πρώιμο στάδιο που δεν εξασφαλίζεται επ’ ουδενί η υλοποίησή τους. Μία συγκεκριμένη υπόσχεση, ωστόσο, διαψεύστηκε απ’ τις πρώτες ημέρες όταν ο νέος δήμαρχος επανέφερε στη θέση του τον πρώην αστυνομικό διοικητή του Τζουλιάνι, Μπιλ Μπράτον. Ο Μπράτον επέβαλε χωρίς καθυστερήσεις το αγαπημένο του δόγμα της broken window policy, το μοντέλο αστυνόμευσης που όρισε το καθεστώς Τζουλιάνι, σύμφωνα με το οποίο η παραβατικότητα πρέπει να χτυπιέται στις κατώτερες εκφάνσεις της προκειμένου να περιοριστεί το οργανωμένο έγκλημα.
Τα αποτελέσματα αυτής της εφαρμογής στην εποχή του ντε Μπλάζιο, κυμαίνονται από τη λάιτ παραφρένεια των προστίμων σε τουρίστες που δεν αποβιβάζονταν στους τερματικούς του μετρό, προκειμένου να δουν τους εγκαταλελειμμένους σταθμούς (τυπικά αξιοθέατα της Νέας Υόρκης), μέχρι πιο σκοτεινές πτυχές, όπως τον στραγκαλισμό του Έρικ Γκάρνερ και τον βασανισμό μιας μεσήλικης μαύρης γυναίκας στο Μπράουνσβιλ, η οποία έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο, σύρθηκε βίαια χωρίς ρούχα έξω από το διαμέρισμα της, προτού αποδειχθεί ότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση που ερευνούσαν οι εισβολείς αστυνομικοί.
Ενάντια στην αστυνομία
Η δολοφονία του Γκάρνερ, αλλά και των εφήβων Μάικλ Μπράουν και Αντόνιο Μάρτιν στο Μιζούρι ξεσήκωσαν μαζικές διαδηλώσεις στις ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη, η Τάιμς Σκουέαρ, αλλά και άλλες περιοχές, γέμισαν για εβδομάδες από ανθρώπους που φώναζαν ότι «οι ζωές των μαύρων έχουν σημασία». Η αθώωση των δολοφόνων αστυνομικών, η ακραία κατασταλτική δράση απέναντι στους διαδηλωτές του Φέργκιουσον και το γενικό κλίμα ατιμωρησίας για τις δολοφονίες μαύρων από ένστολους πυροδότησαν ένα εκρηκτικό κλίμα στις ΗΠΑ.
Στις 20 Δεκεμβρίου, την περίοδο της ακμής των διαδηλώσεων, σε αντίποινα για τους Μπράουν και Γκάρνερ, ο 28χρονος Ισμαήλ Αμπντουλά Μπρίνσλεϊ, πυροβόλησε και σκότωσε δύο αστυνομικούς στο Μπεντ-Στάι. Ο ντε Μπλάζιο βρέθηκε ευθέως κατηγορούμενος ως ηθικός αυτουργός από το σύνολο του αστυνομικού σώματος, καθώς πριν το περιστατικό είχε καταγγείλει δημοσίως τις αθωωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου του Μιζούρι, ενώ τους τελευταίους μήνες οι συγκρούσεις του με τον Μπράτον στα ζητήματα αστυνόμευσης είχαν πολλαπλασιασθεί. Το NYPD, υπό την πίεση των αστυνομικών σωματείων και λόμπι πέρασε σε μια ιδιότυπη «λευκή απεργία», σχεδόν αποσύροντας τις αστυνομικές δυνάμεις από τους δρόμους. Για κακή τους τύχη, το αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία μείωση της εγκληματικότητας και η αποσυμφόρηση των εντάσεων.
Η εμπειρία αυτής της περιόδου «απελευθέρωσης» της Νέας Υόρκης, φαίνεται να παίζει κομβικό ρόλο στη συγκρότηση του Disarm NYPD, μιας νέας πρωτοβουλίας κατοίκων που αποσκοπεί στον αφοπλισμό της Αστυνομίας και τη δημιουργία περιοχών απαλλαγμένων από την παρουσία της, όπου η ευθύνη για την επίλυση διαφωνιών θα περνάει σε σώματα διαμεσολαβητών συγκροτημένα από κατοίκους. Η ανοιχτότητα και το εύρος στο οποίο αποσκοπεί η πρωτοβουλία φάνηκε ευθύς αμέσως απ’ την απόφαση να συνεργαστούν με την προϋπάρχουσα πρωτοβουλία CopWatch, ένα σύνολο ανθρώπων που έχει αναλάβει τη συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή των αυθαιρεσιών του NYPD. Παρότι σχετικά ολιγομελές, το CopWatch είναι καλά οργανωμένο, περιλαμβάνοντας μέχρι και εκπαίδευση για τους εθελοντές CopWatchers, τη γνώση και εμπειρία των οποίων θέλει να αξιοποιήσει το νεοσύστατο Disarm.
Πέρα από το Copwatch, η πορεία του Disarm θα κινηθεί παράλληλα και με μία αρκετά δυναμική πρωτοβουλία για την απο-αστυνόμευση στην πόλη, το Take Back the Bronx με δράση στο ομώνυμο διαμέρισμα. Το Μπρονξ, έντονα πολυεθνικό, αποκεντρωμένο και με μεγάλη συγκέντρωση των κατώτερων στρωμάτων έχει υποστεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλες περιοχές τη φυλετική και ταξική αστυνομική αυθαιρεσία. Η πρωτοβουλία συστάθηκε το 2011 ως απότοκο του τοπικού Occupy, δείχνοντας πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και απήχηση από τη μήτρα που το γέννησε, έχοντας πολλαπλασιάσει τους υποστηρικτές του σε τέτοιο βαθμό που κατέστη δυνατό το άνοιγμα κοινωνικού κέντρου για να στεγάσει τις δραστηριότητές του. Το Take Back the Bronx έχει ένα επιτυχημένο παρελθόν σ’ αυτό που έχει θέσει ως στόχο το Disarm. Η συνήθης πρακτική των ακτιβιστών του ήταν να καταλαμβάνουν γειτονιές με ισχυρή αστυνομική παρουσία, αναρτώντας επιγραφές ενάντια στην αστυνομία και παροτρύνοντας τους κατοίκους να βγουν στον «απελευθερωμένο» δρόμο και να αξιοποιήσουν τη μικροφωνική για να δημοσιοποιήσουν τις εμπειρίες τους από το NYPD.
Το Μπρονξ, έχοντας παράδοση στην κοινοτική οργάνωση, έχει δώσει ένα παράδειγμα που το Disarm θέλει να διαχύσει στον υπόλοιπο μητροπολιτικό χώρο. Με τις αστυνομικές δολοφονίες να συνεχίζουν ακάθεκτες και την αυθαιρεσία να χαίρει μιας συστημικής εύνοιας, η επικαιρότητα της αποστολής τους είναι αδιαμφισβήτητη. Οι αυτόκλητοι υπερασπιστές των αστυνομικών στα συντηρητικά ΜΜΕ έχουν ήδη ξεκινήσει μια εκστρατεία υπονόμευσής του, πράγμα που δείχνει πως οι βάσεις στις οποίες χτίζεται είναι αρκετά στέρεες. Αυτή η εμπειρία των κινημάτων απο-αστυνόμευσης μένει να εγείρει νέα, πολύτιμα ερωτήματα γύρω απ’ την ασφάλεια των πόλεων και την κοινότητα των πολιτών. Άλλωστε, όπως είδαμε περίτρανα τον τελευταίο καιρό στα καθ’ ημάς, οι κοινωνικές συνέπειες της καταστολής δεν είναι επίδικο μόνο για τους κατοίκους των ΗΠΑ.
Πηγή: Εποχή