Από τι είσαι φτιαγμένος; Αναρωτήθηκε καθώς το ξυράφι λείαινε το πρωινό του πρόσωπο. Πού ανήκουν όλες αυτές οι καθαρές φόρμες του τώρα; Από πού φεύγεις και που πας; Το σπίτι του φόρος τιμής στο απόλυτο σχήμα, κύκλος τετράγωνο κύλινδροι. Όχι τρίγωνα, δεν του άρεσαν τα τρίγωνα, τα είχε συνδέσει με τη σήμανση στους δρόμους, κίτρινα σήματα συνήθως μ’ ένα σύμβολο στο κέντρο. Κίτρινο το χρώμα που μισούσε. Φρεσκάδα ωκεανού το καινούριο του τζελ, πελώρια κύματα σέρφινγκ αναπηδούσαν στο μυαλό του κι η μέρα άνοιγε διάπλατα τη βδομάδα μπροστά του. Έξω οι άστεγοι πληθαίνανε στα σκαλοπάτια της γειτονικής εκκλησίας, η ώρα του συσσίτιου της ενορίας πλησίαζε. Αργοπορούσε όσο μπορούσε περισσότερο να ρουφήξει το άρωμα που θα διατηρούσε στο διάβα του το χάσμα ανάμεσά τους κι αυτή την αίσθηση ελευθερίας. Πόσο θ’ άντεχε ο ωκεανός μαζί του μέχρι το βράδυ πριν γυρίσει ερείπιο; θολές αναμνήσεις, σκονισμένα περιγράμματα, οσμές μιας πόλης νοτισμένης και βρώμικης . «Θα φτάσω εκεί που άλλος δεν έχει πάει» ονειρεύτηκε, μα στη γη, λες δεν είχε απομείνει καμιά ερημιά, λες και το ανθρώπινο πλήθος είχε καλύψει τα πάντα. «Πού να πάω;» σαν τεράστιο κύμα ξεπετάχτηκε η σκέψη του, «πού να πάω;» έμεινε να κοιτά υπνωτισμένος τους στροβίλους του αφρού καθώς χανόταν στο στόμιο του νιπτήρα. Άφησε το ξυράφι στη θέση του, ονειροπόληση τέλος, πήρε την τσάντα του και κομψός κι αστραφτερός βγήκε έτοιμος να προχωρήσει ανάμεσά τους.
«Τι κάνω;» είπε και πραγματικά το ψιθύρισε, τινάχτηκε στο πλάι νομίζοντας πως τον είχε προβάλλει η οθόνη του διπλανού καταστήματος κι αναγνώρισε τον μακετόμορφο δημοσιογράφο που διαλαλούσε την πρωινή του πραμάτεια χτυπώντας τα σύμφωνα. «Τι κάνω;» κι αισθάνθηκε παρείσακτος, φερμένος εκεί σαν εξωγήινος να παρακολουθεί στο πέρασμα των χρόνων ανθρώπους ρακένδυτους, μάτια πελώρια από απελπισία σε πρόσωπα κάτωχρα! Πού υπάρχει στον κόσμο αυτό ένα χαμόγελο; Ένοιωσε το στομάχι του να τον ρουφά έτοιμο να πεταχτεί έξω να τον γυρίσει ανάποδα. Οι ριπές του αρώματός του στη μύτη του του προκαλούσαν αναγούλα. Μικροί ανεμοστρόβιλοι που ανασηκώνανε τα φύλλα ψηλά από το έδαφος του φέρανε σκοτοδίνη και ίλιγγο. Η σκόνη του χτυπούσε το πρόσωπο, το κρύο έτσουζε σαν να ήταν γυμνός, το κομψό του κοστούμι δεν του άφηνε περιθώρια για ζέστη, ούτε καν ψηλά πέτα να καλύψει κάπως το πρόσωπό του. Γιατί δεν είχε φορέσει παλτό; Στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει με το κλασάτο του ντύσιμο είχε ξεχάσει πως είναι χειμώνας, αδυσώπητο κρύο για όλους. Μα αυτοί νοιώθανε και κρύο και πείνα. Κοίταξε το πλήθος γύρω του, το άρωμα του ωκεανού να περνάει σα κύμα από πάνω τους κι ένοιωσε τα δόντια του να χτυπούν από λύσσα, να σφαδάζει από εξευτελισμό, στη προσωπική του διαπόμπευση μπροστά στα μάτια τους, εκτεθειμένος στα βλέμματά τους, να πνίγεται από την ίδια τη φιλαυτία της τέχνης που πάντα τον διέγειρε καθώς η εικόνα του ξετυλιγόταν μαζί με τους πίνακες όλων των εποχών, ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μεσαίωνας, αναγέννηση, σύγχρονοι μοντέρνοι και μεταμοντέρνοι ρυθμοί όλα στο ίδιο κι απαράλλαχτο θέμα, όχλος, φρίκη και πείνα κι αυτός μια ασήμαντη λεπτομέρεια που προσπαθώντας να διακριθεί στην αντίθεσή της, εξομοιωνόταν συντριπτικά.
Όταν έφτασε στο γραφείο το στομάχι του ήταν ήδη πέτρα κι ο πυρετός υψηλός, ευχήθηκε η κόλασή του να ήταν μονάχα αυτή, μόνο για σήμερα, άδεια δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσει, την προηγούμενη εβδομάδα η εταιρεία είχε απολύσει άλλους είκοσι. Το υγρό που πετάχτηκε από το στόμα του κάλυψε τα απλωμένα χαρτιά στο γραφείο του, ένοιωσε τη γλιστερή βλέννα στο μάγουλό του καθώς το κεφάλι του έγειρε πάνω τους. Το τελευταίο που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις του ήταν πως το χρώμα ήταν κίτρινο.