Σοβαρές καταγγελίες, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν τον τελευταίο μήνα και αφορούν, μεταξύ άλλων, βασανιστήρια σε κρατούμενους, ακόμα και σε μέλη ευάλωτων ομάδων, υπερβολική χρήση χημικών, και άλλες μορφές κακομεταχείρισης εναντίον διαδηλωτών, έχουν προκαλέσει τη βαθιά ανησυχία της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η οργάνωση εκφράζει, επίσης, την έντονη ανησυχία της για τη δραματική αύξηση των επιθέσεων με ρατσιστικά κίνητρα εναντίον μεταναστών, αιτούντων άσυλο και άλλων ξένων υπηκόων, καθώς και των υποθέσεων όπου η αστυνομία φέρεται να αποθαρρύνει τα θύματα από το να καταγγέλλουν τέτοιες επιθέσεις.
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ελληνικές αρχές να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα που καταδικάζει τις παραβιάσεις της αστυνομίας εναντίον διαδηλωτών και κρατουμένων. Κάθε καταγγελία για αστυνομική αυθαιρεσία και άλλα είδη ανάρμοστης συμπεριφοράς πρέπει να διερευνάται διεξοδικά, έγκαιρα και αμερόληπτα, ενώ πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι δράστες θα οδηγούνται στη δικαιοσύνη.
Η οργάνωση καλεί ακόμη τις ελληνικές αρχές να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα που καταδικάζει τις επιθέσεις με ρατσιστικά κίνητρα και αποτρέπει ρητά τους αστυνομικούς από το να διαπράττουν τέτοιες επιθέσεις. Οποιαδήποτε καταγγελία ότι αστυνομικοί αποτρέπουν θύματα από το καταγγέλλουν ρατσιστικές επιθέσεις ή άλλα εγκλήματα μίσους πρέπει να διερευνάται ενδελεχώς.
Ισχυρισμοί για κακομεταχείριση κατά τη σύλληψη και/ή την κράτηση
Τον Οκτώβριο του 2012 ήρθαν στο φως οι ισχυρισμοί δεκαπέντε αντιφασιστών διαδηλωτών σχετικά με βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης κατά τη σύλληψή τους από την αστυνομία και κατά την κράτησή τους στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (ΓΑΔΑ) στις 30 Σεπτεμβρίου 2012. Οι ισχυρισμοί περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, τη χρήση όπλου taser ενάντια σε έναν από τους διαδηλωτές κατά τη σύλληψή του, φτυσιές, υβριστικά σχόλια σεξουαλικού περιεχομένου προς διαδηλώτριες, λεκτική κακοποίηση, ξυλοδαρμούς, απειλές, καθώς και άρνηση πρόσβασης σε γιατρό ή νομική βοήθεια.
Επιπρόσθετα, εικοσιπέντε άτομα που συγκεντρώθηκαν έξω από τα δικαστήρια της Αθήνας, και που στη συνέχεια συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην ίδια Διεύθυνση την 1η Οκτωβρίου 2012, ισχυρίστηκαν ότι υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Οι διαδηλωτές της δεύτερης ομάδας κατήγγειλαν πως τους διέταξαν να βγάλουν τα ρούχα τους και να σκύψουν γυμνοί μπροστά σε αστυνομικούς, οι οποίοι τους χτυπούσαν. Οι καταγγελίες έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα στα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ.
Ο Χ., ένας από τους δεκαπέντε διαδηλωτές, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι, κατά την κράτησή τους στη ΓΑΔΑ, οι συλληφθέντες διαδηλωτές υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Ο Χ. δήλωσε πως αστυνομικοί κακοποίησαν σωματικά πολλούς από τους συλληφθέντες διαδηλωτές, μεταξύ άλλων, και τους τραυματίες, χτυπώντας τους, φτύνοντας πάνω τους, και καίγοντάς τους με αναπτήρες. Ο Χ. ισχυρίστηκε ακόμη ότι αστυνομικοί απειλούσαν ότι θα αποκάλυπταν τα ονόματά τους στο ακροδεξιό κόμμα «Χρυσή Αυγή» και ότι έκαναν υβριστικά σχόλια σεξουαλικού περιεχομένου προς τις συλλειφθείσες διαδηλώτριες. Είπε ότι οι αστυνομικοί δεν τους επέτρεψαν να κοιμηθούν και επί αρκετές ώρες αρνούνταν να τους δώσουν νερό. Ο Χ. δήλωσε ακόμη ότι οι συνθήκες κράτησης ήταν ανεπαρκείς, καθώς κρατούνταν σε ένα πολύ μικρό κελί μαζί με άλλα άτομα, υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής, και ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται στο πάτωμα του κελιού.
Σύμφωνα με τον Χάρη Λαδή, έναν από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν τους διαδηλωτές, οι αστυνομικοί δεν επέτρεψαν στους 15 διαδηλωτές να επικοινωνήσουν με τους δικηγόρους τους επί δεκαπέντε ώρες.
Ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας αρνήθηκε ότι συνέβη το περιστατικό, ενώ οι καταγγελίες αμφισβητήθηκαν από τον Νικόλαο Δένδια, Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη.
Η Διεθνής Αμνηστία έχει λάβει αντίγραφο των ευρημάτων των παθολόγων που εξέτασαν οκτώ από τους συλληφθέντες διαδηλωτές. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν εκδορές και μώλωπες σε διάφορα μέρη του σώματός τους, όπως το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια, η πλάτη και οι ώμοι. Όπως διαπιστώθηκε, οι τραυματισμοί οφείλονται σε αιχμηρό και εύκαμπτο αντικείμενο και σε μία ακόμη περίπτωση, επίσης, σε αιχμηρό αντικείμενο. Επιπρόσθετα, ένας από τους διαδηλωτές φέρεται να έχει υποστεί σοβαρό τραυματισμό, καθώς φέρει κάταγμα στο δεξί χέρι, τραυματισμό στο γόνατο, μώλωπες στη δεξιά πλευρά του προσώπου, εκτεταμένο μώλωπα στο σημείο όπου βρίσκεται το δεξί νεφρό και εκτεταμένο αιμάτωμα στο δεξί μηρό.
Επιπλέον, η οργάνωση έχει λάβει αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες στις 4 Οκτωβρίου 2012, αστυνομικοί των ΜΑΤ έκαναν χρήση υπερβολικής βίας ενάντια σε ομάδα περισσότερων από 100 αλληλέγγυων διαδηλωτών, έξω από κτήριο του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου οι αντιφασίστες διαδηλωτές θα οδηγούνταν για ανάκριση. Η χρήση βίας περιγράφηκε ως απρόκλητη και περιελάμβανε χτυπήματα με κλομπ και κλωτσιές. Μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας που βρισκόταν εκεί περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο χτυπήθηκε από κλομπ αστυνομικού στην πλάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να διαφύγει, και είδε τουλάχιστον τρία ακόμη άτομα, μεταξύ των οποίων δύο γυναίκες, τραυματισμένα στο κεφάλι.
Ισχυρισμοί για κακομεταχείριση ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες
Η Διεθνής Αμνηστία έχει ακόμη λάβει αναφορές από εκπροσώπους της Κίνησης ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή, σύμφωνα με την οποία, δεκατρείς μετανάστες από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, που κρατούνταν για μεταναστευτικούς λόγους στο αστυνομικό τμήμα του Πειραιά, ισχυρίζονται πως στις 21 Οκτωβρίου του 2012, αστυνομικός που υπηρετούσε στο τμήμα έβγαλε έξω από το κελί τρεις από τους κρατούμενους, διέταξε έναν από αυτούς να ξυλοκοπήσει τους άλλους, και έπειτα τους ξυλοκόπησε και ο ίδιος. Επιπλέον, ο αστυνομικός, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, γρονθοκόπησε κρατούμενο που διαμαρτυρήθηκε για κακοποίηση. Οι κρατούμενοι ισχυρίστηκαν πως είχαν υποστεί κακομεταχείριση από τον αστυνομικό επτά ή και οκτώ φορές μέσα σε περίοδο έντεκα ημερών. Οι κρατούμενοι ισχυρίστηκαν ακόμη πως υπέστησαν ρατσιστική κακοποίηση από τον αστυνομικό. Για το λόγο αυτό, ξεκίνησαν απεργία πείνας στις 22 Οκτωβρίου 2012.
Η Διεθνής Αμνηστία αντιλαμβάνεται πως, έπειτα από τις καταγγελίες, η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας ξεκίνησε ποινική διερεύνηση της υπόθεσης.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν γίνει ακόμη καταγγελίες για αστυνομικούς φρουρούς οι οποίοι κακομεταχειρίζονται άτομα που κρατούνται για μεταναστευτικούς λόγους στην σχολή αστυφυλάκων Κομοτηνής, που έχει μετατραπεί από τον Αύγουστο του 2012 σε κέντρο κράτησης μεταναστών.
Επιπρόσθετα, ένα δελτίο Τύπου που δημοσιεύθηκε από την «ΑΙΤΗΜΑ», Μη-κυβερνητική Οργάνωση που δουλεύει με αιτούντες άσυλο, επισήμανε πως εκπρόσωποί της που επισκέφθηκαν το στρατόπεδο της Κορίνθου τον προηγούμενο μήνα, έλαβαν αναφορές για βίαιη και εξευτελιστική μεταχείριση των κρατουμένων από αστυνομικούς φρουρούς. Πρέπει να σημειωθεί πως στους εκπροσώπους της ΑΙΤΗΜΑ δεν επιτράπηκε η πρόσβαση στο στρατόπεδο, ενώ μπόρεσαν να μιλήσουν μόνο με τρεις αιτούντες άσυλο. Παρόμοιες καταγγελίες έλαβε και αποστολή του ΣΥΡΙΖΑ, που επισκέφθηκε το στρατόπεδο την προηγούμενη εβδομάδα, οι οποίες μάλιστα δημοσιεύθηκαν στον εγχώριο Τύπο.
Καταγγελίες για υπερβολική χρήση βίας, περιλαμβανόμενων χημικών ερεθιστικών ουσιών
Στις 21 Οκτωβρίου του 2012 αστυνομικοί των ΜΑΤ, σύμφωνα με αναφορές, έκαναν υπερβολική χρήση χημικών, ενώ κυνήγησαν και χτύπησαν διαδηλωτές όλων των ηλικιών που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι έξω από το χώρο όπου σχεδιάζονται οι διαδικασίες εξόρυξης χρυσού στο βουνό Κάκαβος στη Χαλκιδική (βόρεια Ελλάδα).
Σύμφωνα με μαρτυρίες, η αστυνομία έριξε χημικά στο εσωτερικό των αυτοκινήτων διαδηλωτών, την ώρα που προσπαθούσαν να διαφύγουν. Η 63χρονη διαδηλώτρια, Ρ. Βερβερίδου, περιέγραψε στη Διεθνή Αμνηστία πώς ένας αστυνομικός των ΜΑΤ την τράβηξε έξω από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο σύζυγός της, την ανάγκασε να γονατίσει και κράτησε το κεφάλι της κάτω, ενώ ποδοπατούσε τον αριστερό της αστράγαλο, προκαλώντας τραυματισμό στο νεύρο του ποδιού της. Η Κατερίνα Ιγγλέζη, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συμμετείχε στη διαμαρτυρία, δήλωσε στην οργάνωση πως δέχτηκε λεκτική προσβολή και επίθεση από αστυνομικό με πολιτικά, όταν ζήτησε να εισέλθει στο αστυνομικό τμήμα Πολυγύρου, όπου είχαν μεταφερθεί και ανακρίνονταν 14 από τους διαδηλωτές.
Σε ανακοίνωσή του, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη δήλωσε, μεταξύ άλλων, πως οι διαδηλωτές δεν ήταν ειρηνικοί και πως οκτώ αστυνομικοί υπέστησαν τραυματισμούς.
Παράλειψη να προστατευθούν τα θύματα ρατσιστικών και άλλων επιθέσεων
Σε περιστατικό που σημειώθηκε τις πρώτες ώρες της 26ης Σεπτεμβρίου, μέλη ακροδεξιών οργανώσεων διέπραξαν βανδαλισμό στα γραφεία της κοινότητας της Τανζανίας, που βρίσκονται στην Κυψέλη, καθώς και βανδαλισμό σε κατάστημα της περιοχής, που ανήκει σε υπήκοο άλλης χώρας. Η Ιωάννα Κούρτοβικ, δικηγόρος που εκπροσωπεί την κοινότητα και τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία πως όταν τα θύματα πήγαν στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα για να υποβάλουν τις καταγγελίες τους, και έπειτα από την αναγνώριση κάποιων εκ των δραστών, η αστυνομία συνέλαβε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος για ψευδείς κατηγορίες ενάντια στο άτομο που αναγνώρισε, ενώ ύστερα από απειλές για αγωγές εναντίον του, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος απέσυρε τις κατηγορίες.
Πρέπει να σημειωθεί πως στις 23 Οκτωβρίου 2012, το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας παρουσίασε τα εξαιρετικά ανησυχητικά ευρήματα που προέκυψαν από την καταγραφή των περιστατικών βίας με ρατσιστικά κίνητρα την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2012. Το Δίκτυο συστήθηκε με πρωτοβουλία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, και αριθμεί 23 μη-κυβερνητικές οργανώσεις και οργανισμούς, μεταξύ των οποίων και η Διεθνής Αμνηστία. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικτύου, περισσότερα από τα μισά από τα 87 συνολικά καταγεγραμμένα επεισόδια, συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες που δρουν με οργανωμένο και σχεδιασμένο τρόπο, ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα θύματα ή οι μάρτυρες αναφέρουν πως μεταξύ των δραστών αναγνωρίζουν άτομα που εμπλέκονται στη «Χρυσή Αυγή». Επιπλέον, σύμφωνα με τα ευρήματα «ένα από τα κύρια προβλήματα παραμένει η αδυναμία ή απροθυμία των διωκτικών αρχών να καταγράψουν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας, να διαλευκάνουν σε βάθος τις υποθέσεις και να συλλάβουν τους δράστες, ενώ σημαντικό πρόβλημα παραμένει και η πρακτική αποθάρρυνσης των θυμάτων των επιθέσεων που δεν έχουν έγγραφα νόμιμης παραμονής στη χώρα, από το καταγγείλουν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας στην αστυνομία».
Η οργάνωση εκφράζει ακόμη την έντονη ανησυχία της αναφορικά με τη μαρτυρία δημοσιογράφου, που αναπαράχθηκε στα εγχώρια μέσα, σύμφωνα με την οποία δέχτηκε λεκτική και σωματική επίθεση από μέλη της «Χρυσής Αυγής», μεταξύ των οποίων και ένας βουλευτής, έξω από το θέατρο «Χυτήριο» στην Αθήνα. Ο δημοσιογράφος επισήμανε πως η αστυνομία βρισκόταν κοντά του και δεν τον βοήθησε παρά τις εκκλήσεις του. Μέλη ακραίων χριστιανικών οργανώσεων και του ακροδεξιού κόμματος Χρυσή Αυγή, συμπεριλαμβανομένων και βουλευτών του κόμματος, διαμαρτυρήθηκαν και προσπάθησαν να διακόψουν την πρεμιέρα του θεατρικού έργου «Corpus Christi», επιτιθέμενοι λεκτικά και απειλώντας ηθοποιούς και θεατές.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων ο Χρήστος Παππάς, άλλος βουλευτής της Χρυσής Αυγής, ελευθέρωσε από βαν της αστυνομίας διαδηλωτή που είχε συλληφθεί. Βίντεο δείχνει πως ο βουλευτής δεν εμποδίστηκε από τους παρόντες αστυνομικούς. Η Διεθνής Αμνηστία αντιλαμβάνεται πως η ελληνική αστυνομία υπέβαλε καταγγελία ενάντια στο βουλευτή και πως ο Αντώνης Ρουπακιώτης, Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ζήτησε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διερευνήσει τη δυνατότητα να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία και για τους αστυνομικούς που δεν σταμάτησαν το βουλευτή κατά την απελευθέρωση του συλληφθέντος διαδηλωτή.
Αυθαίρετες προσαγωγές σε αστυνομικά τμήματα
Τέλος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, αναγνωρισμένος πρόσφυγας, δήλωσε πως τέσσερις αστυνομικοί, οι οποίοι επέβαιναν σε δύο μοτοσικλέτες, τον σταμάτησαν και τον έψαξαν το απόγευμα της 11ης Οκτωβρίου 2012 στην οδό Μεσογείων. Εκείνη την ώρα εργαζόταν (ως σύμβουλος των εθελοντών μιας μη-κυβερνητικής οργάνωσης) και συγκεκριμένα βοηθούσε έναν εθελοντή να πάει σε ένα ξενοδοχείο. Το μέλος του Δ.Σ. επισήμανε πως κατά τη διάρκεια της έρευνας ένας αστυνομικός τον υπέβαλε σε ταπεινωτικά σχόλια, ενώ φορούσε χειροπέδες και δεν του επέτρεπαν να τηλεφωνήσει στη δουλειά του. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα χωρίς να έχει διαπράξει κανένα έγκλημα, και έπειτα αφέθηκε ελεύθερος.