Δεν χρειάζονται θεολογικές γνώσεις για να γνωρίζει κανείς ότι το θρησκευτικό αίσθημα του καθενός, μολονότι διαμορφώνεται κοινωνικά, είναι αυστηρά προσωπικό και απαραβίαστο, ανήκει δηλαδή κατεξοχήν στην ιδιωτική σφαίρα: άλλο η οικονομική δραστηριότητα της Εκκλησίας, η προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων ή η ελέω θεού ανισότητα των φύλων στην καθημερινότητα, άλλο το αν πιστεύεις ή όχι στο θεό. Εξίσου προφανώς, δεν απαιτούνται πτυχία πολιτικής επιστήμης για να καταλαβαίνει κανείς ότι η ομολογία πίστης των πολιτικών αρχηγών δεν επηρεάζει στο παραμικρό τη συγκυρία που διανύουμε. Για τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ωστόσο, σοφή είναι η μέση οδός: ακόμα κι αν ισχύουν τα παραπάνω, “τέτοιες πληροφορίες καλό είναι να τις ξέρουν οι πολίτες”.
Αυτό το αίτημα για “διαφάνεια” του Σίμου Κεδίκογλου δεν είναι μόνο σημάδι χυδαίας ψηφοθηρίας, ο πανικός του θεομπαίχτη μπροστά στις δημοσκοπήσεις ή δείγμα, ένα ακόμα, ηθικής εξαχρείωσης. Μαζί μ΄ αυτά, προδίδει επίσης μια πολιτισμική λογική ριζικά εχθρική προς τη δημοκρατία, πλην όμως χαρακτηριστική για την ελληνική Δεξιά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Την εποχή εκείνη, οι προκάτοχοι του κ. Κεδίκογλου πολιτικοποιούσαν τις εξωσυζυγικές σχέσεις του (τότε) πρωθυπουργού και τις γυμνές φωτογραφίες από τις διακοπές της μετέπειτα συζύγου του· τώρα, έστω χωρίς εικονογράφηση, τη χριστοπιστία του Αλέξη Τσίπρα. Τότε, για την ακρίβεια λίγο αργότερα, η Εκκλησία θα μετατρεπόταν σε όχημα επαναπολιτικοποίησης της κοινωνίας, και ταυτόχρονα, επανασύνδεσης της νεοφιλελεύθερης ΝΔ με μια κοινωνία που εγκατέλειπε μαζικά τα κόμματα ως διεφθαρμένα· σήμερα, και με τα κρούσματα διαφθοράς να συσκοτίζουν τα όρια (αστικής) νομιμότητας και (αστικής) ηθικής, ένα τμήμα της Εκκλησίας δέχεται και πάλι το ρόλο του κομματάρχη της Δεξιάς, στην απέλπιδα προσπάθεια της τελευταίας να αποτρέψει τη συντριβή.
Και τότε και τώρα, στη “λογική” αυτή υπάρχει ένα κοινός παρονομαστής: η αμφισβήτηση του δικαιώματος της ιδιωτικότητας (παραδόξως, από τον προνομιακό πολιτικό εκφραστή της), υπέρ της υποτιθέμενης αξίωσης του κοινού (διαμεσολαβημένης, εννοείται, από τα ΜΜΕ) “να ξέρει την αλήθεια”. Όχι για τα εξοπλιστικά, το Ταμιευτήριο, τους μισθούς, τις συντάξεις και το τέλος του δημόσιου νοσοκομείου. Αλλά για ό,τι ανήκει αυστηρά στην ιδιωτική σφαίρα. “Με την προϊούσα απαξίωση της ιδιωτικότητας”, εξηγούν οι Ν. Δεμερτζής και Ι. Παπαδόπουλος, “επιβάλλεται ένας ιδιότυπος ολοκληρωτισμός: το ιδιωτικό εισβάλλει και καταλαμβάνει τον δημόσιο χώρο. Ενώ στην κλασική νεωτερικότητα ο τρόπος πολιτικής κυριαρχίας στηριζόταν στο Πανοπτικό, με την έννοια της επιτηρητικής εισβολής του δημόσιου στον ιδιωτικό χώρο, στην ύστερη νεωτερικότητα το Συνοπτικό [synopticon] αλλάζει τον τρόπο πολιτικής κυριαρχίας: είναι το ιδιωτικό, με την έννοια του ατομικού, που εισβάλλει στον δημόσιο χώρο” [1].
Με τη μιντιοποίηση του πολιτικού, “τα ουσιώδη ζητήματα εξουσίας παραμένουν κατά βάση έξω από κάθε δημόσια διαβούλευση. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν αμφισβητείται σοβαρά η ιδεολογία της αγοράς σήμερα”. Έχει σημασία ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν προέρχονται από σεσημασμένους αντικαπιταλιστές.
Περιστολή του πολιτικού, πολιτικοποίηση των πάντων: αυτή η ολοκληρωτική πολιτική και πολιτισμική λογική, που εδραιώθηκε στις αρχές του ΄90 -τότε δηλαδή που ο Σίμος Κεδίκογλου πρωτοεμφανιζόταν στις τηλεοράσεις, σε ρόλο ομολογουμένως πιο ταιριαστό στο ταμπεραμέντο του-, πιθανότατα δεν θα σώσει τη ΝΔ από την ήττα. Θα έχει φτιάξει, ωστόσο, το “πολιτισμικό ήθος” μιας ακροδεξιάς που φαίνεται (τουλάχιστον) ανθεκτική στις δημοσκοπήσεις. Και, την ίδια στιγμή, θα έχει αφήσει το ίχνος της τόσο στους τρόπους της πολιτικής αντιπαράθεσης, όσο και πιο γενικά, στην ιδέα πολλών για το ποια είναι τα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας που είναι σε θέση να χειριστούν καλύτερα. Για όποιον δεν το κατάλαβε, ας το πω πιο απλά, μ΄ ένα παράδειγμα: Το πρόβλημά μας με την Αφροδίτη Αλ Σάλεχ είναι η υποστήριξη μιας ακροδεξιάς συγκυβέρνησης, η σύμπραξη με τους υπαρξιακούς εχθρούς της, η οργάνωση της προπαγάνδας του πιο διεφθαρμένου και νεοφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ όλων των εποχών, η αμετροπέπεια και ο χουλιγκάνικος αντισυριζισμός της, η θλιβερή εξίσωση της αριστεράς του αντιδικτατορικού αγώνα με τη Χούντα, η επιλεκτική υπεράσπιση των ανθρωπινων δικαιωμάτων, η μιντιοποίηση της πολιτικής. Το πρόβλημά μας με την Αφροδίτη Αλ Σάλεχ δεν είναι οι αμφιλεγόμενης αισθητικής φωτογραφίσεις της σε διάφορα “ανδρικά” περιοδικά. Αυτές τις πολιτικοποιούν καλύτερα το antinews και οι διάφοροι κλώνοι του.
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.