Διαδήλωση ενάντια στις εξώσεις μεταναστ(ρι)ών θα πραγματοποιηθεί σήμερα, Πέμπτη 14 Απριλίου, στις 18.00 με σημείο συγκέντρωσης την Καμάρα. Όπως αναφέρει η συνέλευση stop war on migrants «τα τελευταία δύο χρόνια συμβαίνει ένα μαζικό κύμα εξώσεων των μεταναστριών από τα σπίτια τους, μέσω θεσμικών και εξωθεσμικών πιέσεων και εκβιασμών, πρώτα και κύρια από τις εμπλεκόμενες ΜΚΟ ενάντια στις μετανάστριες, με προφανές αποτέλεσμα την αστεγία για πολλές μετανάστριες και την περεταίρω υποτίμηση, εξαθλίωση της ζωής τους» ενώ διεκδικεί χαρτιά, στέγαση εντός του αστικού ιστού, περίθαλψη, ίσα δικαιώματα στην εργασία για ντόπιες και μενανάστριες και ανοιχτά σύνορα – ελευθερία μετακίνησης.
Το κάλεσμα της συνέλευσης τονίζει επίσης πως η απόφαση του υπουργείου μετανάστευσης να ξεκινήσει τη διαδικασία τερματισμού του προγράμματος ESTIA δεν προκύπτει εν κενώ και συνεχίζει:
«Αφενός, έχει άμεση σχέση με τη μορφή που έχει λάβει η αντιμεταναστευτική πολιτική (κυρίως) μετά τα πολεμικά γεγονότα στον Έβρο και τα νησιά το Φλεβάρη-Μάρτη του 2020, ως τομή και συνέχεια των προηγούμενων μορφών της. Τα δύο τελευταία χρόνια, είδαμε την πολιτική του αποκλεισμού και της παρανομοποίησης να οξύνεται, το δολοφονικό ανθρωποκυνηγητό στα σύνορα να κανονικοποιείται ως καθημερινή κρατική πολιτική των μηχανισμών ασφαλείας ή ως κοινωνική πρακτική ένοπλων φασιστικών ομάδων και ντόπιων ομάδων «προστασίας των συνόρων», είδαμε το ελληνικό κράτος να εντείνει τον εγκλεισμό των μεταναστριών σε camps μακριά από τις πόλεις που γίνονται όλο και πιο κλειστά. Σε αυτή τη νέα φάση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής, παρατηρούμε μια σχετική αποΜΚΟποίηση της διαχείρισης των μεταναστευτικών πληθυσμών, σε σχέση με την ΜΚΟποιημένη διαχείριση της προηγούμενης περιόδου (ως της κρατικά ορθολογικότερης επιλογής ενσωμάτωσης του τότε αντιρατσιστικού κινήματος), και τη συγκεντροποίηση της διαχείριση με όλο και πιο ολοκληρωτικό τρόπο σε κρατικά χέρια. Στο πλαίσιο αυτό, η όποια προνοιακή παροχή θεωρείται περιττή και η συνταγή είναι απλή: βία και δολοφονίες στα σύνορα, εγκλεισμός και (για όσες χρειάζονται) φτηνή, ανασφάλιστη εργασία. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και ο τερματισμός του προγράμματος ESTIA.
Αφετέρου, ο τερματισμός του προγράμματος ESTIA προκύπτει ως αποτέλεσμα των (ατομικών ή συλλογικών) αρνήσεων των μεταναστριών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, όταν εκβιάζονταν από τις ΜΚΟ. Απέναντι στην αστεγία, πολλές μετανάστριες αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και επέβαλλαν τις ανάγκες τους, αγωνιζόμενες ενάντια στους εκβιασμούς των ΜΚΟ. Η επιλογή τους αυτή, δημιούργησε έναν «άτακτο πληθυσμό» που χαλούσε τις κρατικές λογιστικές, τις αξιολογήσεις του προγράμματος, τις ροές κονδυλίων, τα κέρδη των εμπλεκόμενων εταιρειών.
Ο πόλεμος εναντίον των μεταναστριών είναι μία κόλαση που έρχεται για λίγες και σταδιακά γενικέυεται για όλο και περισσότερες. Όπως, η εργασιακή επισφάλεια και εκμετάλλευση, η απουσία πρόσβασης σε προνοιακές παροχές, ο αστυνομικός έλεγχος της κινητικότητας (καταστάσεις που αφορούσαν και αφορούν κατεξοχήν τις/ους μετανάστριες/ς) γενικεύτηκαν με την κρατική διαχείριση της πανδημίας, τα κρατικά lockdown, τον «πόλεμο ενάντια στον αόρατο εχθρό», έτσι και η στρατιωτικοποιημένη διαχείριση των πληθυσμών, ο μιλιταρισμός που ξεκινά από τα σύνορα για να έρθει στις μητροπόλεις, οι πολεμικές πρακτικές των στρατών και της αστυνομίας γενικεύονται σε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των «ευρωπαϊκών» πληθυσμών και θα γενικευτούν σε ακόμη μεγαλύτερα κομμάτια, που πιστεύουν (ή δεν πιστεύουν) ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα (όποια) προνόμια τους σε σχέση με εξωτερική τους περιφέρεια ή το εσωτερικό τους περιθώριο. Τη γενίκευση της κόλασης δε θέλουν ή δε μπορούν να αντιληφθούν όσες κι όσοι σπεύδουν να μιλήσουν για «καλούς» και «κακούς» πρόσφυγες, για «πραγματικούς» πρόσφυγες και «εισβολείς».
Η αντιμεταναστευτική πολιτική όμως δεν ασκείται χωρίς αντιδράσεις. Από τα σύνορα μέχρι τα camps και τα κέντρα των πόλεων, οι μετανάστριες αντιδρούν απέναντι στις ρατσιστικές και δολοφονικές πολιτικές του ελληνικού κράτους. Αγώνες που πολλές φορές πετυχαίνουν νίκες, αγώνες με τους οποίους οι ντόπιοι και οι ντόπιες μπορούμε να συναντηθούμε. Γιατί οι πολυεθνικές αντιστάσεις είναι ο μόνος τρόπος να βελτιωθούν οι ζωές όλων μας».