Δυο μεγάλοι πόνοι σημάδεψαν τις ψυχές μας αυτό το δύσκολο καλοκαίρι. Ο πρώτος ήταν οι αδιανόητα συνεχόμενες γυναικοκτονίες. Ο δεύτερος οι πυρκαγιές, με το φόντο της κλιματικής κρίσης από πίσω. Και στις δύο περιπτώσεις -που κάποιες φορές στο μυαλό μας γινόνταν μία- ο θυμός έφτανε κοντά στο σημείο βρασμού, στο δεν πάει άλλο, στο να αναποδογυρίσουμε το τραπέζι. Δηλαδή, στην επιθυμία για μια ριζική ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων – χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα πώς γίνεται αυτό.
Μέσα στο ίδιο καλοκαίρι, στο κάπως θλιβερό μικρόκοσμο της αριστεράς και με αφορμή τις διαδοχικές επετείους των πλατειών, του δημοψηφίσματος και του 3ου μνημονίου, αναθερμάνθηκε η συζήτηση για το τί έγινε την κρίσιμη 4ετία 2011-2015 και ειδικά τον ιστορικό Ιούλη του 2015.
Αν και αυτή που σήμερα οργίζεται για τα δάση ή τις γυναικοκτονίες μπορεί να σου πει ότι χέστηκε για τα μνημόνια και το δημοψήφισμα (και, ανάλογα σε ποιον απαντά, να έχει και λίγο δίκιο), η χρονική αυτή σύμπτωση έχει κάτι να μας πει. Αν πραγματικά μας ενδιαφέρει μια πιθανή έξοδο από αυτό το συμπλέγμα πατριαρχίας, καπιταλισμού, αστικής εξουσίας, αν δηλαδή αποζητάμε μια επαναστατική συνθήκη, αν θέλουμε να μάθουμε πώς να την διακρίνουμε, πώς να τη διαμορφώσουμε, πώς να την εκμεταλλευτούμε, δεν μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από αυτή που ζήσαμε λίγα χρόνια πριν. Το ελληνικό καλοκαίρι του 2015 ήταν μάλλον η πρώτη επαναστατική συνθήκη στην Ευρώπη από το 1968 – και στη χώρα μας ίσως από το 1949, ή -με πιο ευρεία έννοια- από το 1965 και την πρώιμη αντιπολίτευση.
Ξέρω ότι πολλοί αντιδράνε με ένα ειρωνικό μειδίαμα απέναντι σε τέτοιες μεγαλοστομίες. Κοιτάζουν σήμερα γύρω τους και λένε σιγά μην είναι ικανός αυτός ο λαός για επαναστάσεις. Κατανοητή η επιφύλαξη, αλλά ελάτε να κάνουμε μια δοκιμή: προσπαθήστε να ξεχάσετε τί έγινε μετά, να σβήσετε γνωστούς, εχθρούς και φίλους, από το πλάνο, να ξεκολλήσετε από την τόσο πειστική, αλλά και τόσο πλανεύτρα, προσωπική εμπειρία και να διαβάσετε τα γεγονότα εκείνων των ετών, σαν μια περίληψη από ένα μελλοντικό βιβλίο ιστορίας. Χάρην της συνοχής του κειμένου, δοκιμάζω κι εγώ παρακάτω μια τέτοια περίληψη – αν βέβαια τα θυμάστε καλά, μπορείτε να την πηδήξετε.
Σύντομη περίληψη
Το έτος τάδε, λοιπόν, ξεσπά μια οικονομική κρίση πλανητικών διαστάσεων. Τα κράτη τυπώνουν τόνους χαρτονομισμάτων για να σώσουν τις χρεωκοπημένες τράπεζες, στρατιές ανέργων ψάχνουν ματαίως για δουλειά, η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αφήγηση ραγίζει. Παράλληλα, σε μια σειρά χωρών της περιφέρειας ξεσπάνε αυθόρμητες παλλαϊκές εξεγέρσεις, που οδηγούν σε κατάρρευση καθεστώτα δεκαετιών. Το εξεγερτικό κλίμα περνά σταδιακά στην καρδιά των καπιταλιστικών μητροπόλεων, με κινήματα που επιχειρούν συμβολικά να καταλάβουν μέχρι και τη Wall Street. Στον ευρωπαϊκό Νότο, οι πλατείες καταλαμβάνονται μαζικά από νέους/ες επισφαλείς ή άνεργους/ες (που είχαν και το όλο το χρόνο να μείνουν εκεί), αλλά και εξοργισμένους νεόπτωχους μικροαστούς.
Ιδιαίτερα σε μια μικρή χώρα του ευρωπαϊκού πυρήνα, για μια σειρά από λόγους που έχουν να κάνουν με προηγούμενες ταξικές συγκρούσεις, η οικονομική κρίση παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις, οδηγώντας το κράτος σε χρεωκοπία. Την χρεωκοπία αυτή καλείται να διαχειριστεί μια αναξιόπιστη και διεφθαρμένη πολιτική ελίτ, εφαρμόζοντας αδιανόητες ως τότε περικοπές. Το αποτέλεσμα είναι η μεγαλύτερη ύφεση, η υψηλότερη ανεργία και η πιο απότομη μείωση μισθού που καταγράφηκε ποτέ σε καιρό ειρήνης.
Η ακραιά αυτή επίθεση συναντά μια κοινωνία που μετά την αφασία του ’90, βρισκόταν ήδη σε μία κατάσταση αυξανόμενης ανησυχίας: η διεθνιστική εμπειρία από τη συμμετοχή στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και τα κοινωνικά φόρουμ, τα συνεχιζόμενα μαθητικά και φοιτητικά κινήματα, μία βίαιη και μαζική νεολαιίστικη εξέγερση και μια αυξανόμενη κινητικότητα ενάντια στην εργασιακή επισφάλεια, για να μείνουμε στα βασικά, έχουν διαμορφώσει ένα ισχυρό πόλο κοινωνικής αντιπολίτευσης, με κινηματική εμπειρία και συγκρουσιακή διάθεση.
Ένα τραγικό έγκλημα σε μία από τις πρώτες απεργίες θα ανακόψει προσωρινά τις δυνατότητες αντίστασης. Ένα χρόνο μετά όμως, η ανατροφοδότηση από τα κινήματα του εξωτερικού, θα οδηγήσει σε ένα πλειοψηφικό κίνημα που καταλαμβάνει όλες τις κεντρικές πλατείες της χώρας. Το αυθόρμητο αυτό ξέσπασμα θα διαρκέσει δύο μήνες και στην κορύφωσή του θα συναντηθεί -όχι χωρίς αντιθέσεις- με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, στις μεγαλύτερες απεργίες και διαδηλώσεις των τελευταίων δεκαετιών. Τα οικονομικά, αντιμνημονιακά αιτήματα θα δώσουν βαθμιαία τη θέση τους στη συνολική αμφισβήτηση του κυρίαρχου αστικού σκηνικού, η οποία εκφράστηκε με το κεντρικό αίτημα των πλατειών για “πραγματική δημοκρατία”.
Αντίστοιχα στην άλλη πλευρά, η οικονομική κρίση δίνει τη θέση της στην πολιτική: μέσα σε 5 χρόνια, γίνονται 4 φορές εκλογές και αλλάζουν 6 κυβερνήσεις. Το για δεκαετίες κυρίαρχο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ουσιαστικά διαλύεται, πέφτοντας από το 40% στο 4,5%. Η συμβατική δεξία, ακόμα και από τη θέση της αντιπολίτευσης, πέφτει στο μισό της δυναμής της, με το κοινό της να περνά μαζικά σε ένα ανοιχτά ναζιστικό κόμμα, το πρώτο μαζικό κόμμα του είδους στην Ευρώπη μετά το 1945.
Η μεγάλη πλειοψηφία του αγωνιζόμενου κόσμου αποζητά άμεσα μια πολιτική διέξοδο. Στρέφεται λοιπόν μαζικά σε μια μικρή συμμαχία αριστερών κομμάτων και τη “διορίζει” ουσιαστικά ως την πολιτική του εκπροσώπηση. Μέσα σε 3 χρόνια, υποσχόμενη να καταργήσει όλες τις μεταρρυθμίσεις με ένα νόμο κι ένα άρθρο, η συμμαχία αυτή από το περιθώριο του 4%, γίνεται κυβέρνηση. Ξεκινά ένα μαραθώνιο διαπραγματεύσεων με τους δανειστές και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίοι πιέζουν ασφυκτικά στη συνέχιση της ίδιας οικονομικής πολιτικής, θέλοντας να πνίξουν ένα πιθανό αντι-παράδειγμα. Η σύγκρουση κορυφώνεται με ένα δημοψήφισμα, στο οποίο σύσσωμη η αστική τάξη της χώρας συντάσσεται στο ίδιο στρατόπεδο, συζητώντας ανοιχτά εξωκοινοβουλευτικές λύσεις σε περίπτωση ήττας. Όλοι οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενημερώνουν σαφώς ότι ένα ενδεχόμενο “Όχι” ισοδυναμεί με έξοδο, χάος, οικονομική κατάρρευση. Στις 5 Ιούλη, κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τους ψηφοφόρους να έχουν υπόψη τους αυτές ακριβώς τις προοπτικές, το “Όχι” λαμβάνει 61,31%.
Ο στρατηγικός διάλογος που δεν γίνεται
Αν σε κάποιον αυτή η κατάσταση δεν του γεμίζει το μάτι για επαναστατική συνθήκη, τότε μάλλον δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε επαναστατική συνθήκη, τουλάχιστον σε χώρες με αναπτυγμένο καπιταλισμό και ώριμη αστική δημοκρατία.
Δεν το πιστεύει, είτε γιατί δεν το θέλει, είτε γιατί κάνει λάθος, πιστεύοντας ότι οι επαναστάσεις είναι κάτι ιδεατό, υπερβατικό. Οι επαναστάσεις -νικηφόρες ή ηττημένες- είναι ένα συνηθισμένο γεγονός, συμβαίνουν στις περισσότερες χώρες με μέση συχνότητα περίπου μία ανά δύο γενιές. Και πάντα αναδύονται μέσα από τέτοιες συνθήκες, μπερδεμένες, χαοτικές, ενδεχομενικές, στιγμιαίες. Όποιος/α έχει στο μυαλό του έναν λαό, ή μια τάξη, ή ένα κόμμα έστω, οργανωμένο και αποφασισμένο να δώσει τη μεγάλη μάχη, όποιος/α μπερδεύει την επανάσταση με την ιδεολογία και νομίζει ότι οι επαναστάσεις γίνονται “ενάντια στον καπιταλισμό” ή για τον κομμουνισμό ή την αναρχία ή ό,τι άλλο μας αρέσει, όποιος/α πιστεύει ότι η αλλαγή θα έρθει μέσα από την αλλαγή των συνειδήσεων ή τις μικρές κοινότητες των συνεργαζόμενων παραγωγών, φοβάμαι ότι δεν θα βρει ούτε ένα παράδειγμα στην ιστορία του καπιταλισμού που να τον ή την δικαιώνει.
Αν όμως αποδεχόμαστε το ορθό, δηλαδή ότι αυτή ήταν μια καραντί επαναστατική συνθήκη που θα έκανε το Λένιν να τη λιγουρεύεται, πάμε τώρα να πιούμε με θάρρος το πικρό ποτήρι που μας αντιστοιχεί. Γιατί χάθηκε μια τέτοια ευκαιρία χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Τί σκατά κάναμε τόσο λάθος;
Κάθε οργανωμένη συλλογικότητα της αριστεράς, κάθε άνθρωπος που ανήκει σε αυτή, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να “ανοίξει επιτέλους” η συζήτηση για τη στρατηγική, για το πώς αλλάζει ο κόσμος – και καλά κάνει, γιατί χωρίς ένα τέτοιο σχέδιο δεν νοείται αριστερά, τουλάχιστον ριζοσπαστική ή κομμουνιστική ή αντικαπιταλιστική ή όπως αυτοπροσδιορίζεται. Ενώ όμως επικαλούμαστε συνέχεια αυτή την ανάγκη, σπάνια, από όσο ξέρω, κατατίθεται μια συγκεκριμένη πρόταση σε αυτή τη συζήτηση. Οι συνήθεις στρατηγικές τοποθετήσεις ξεκινούν από μια ανάλυση της συγκυρίας – καλή, κακή, αδιάφορο- για να καταλήξουν στο by default συμπέρασμα ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει φτάσει στα όριά του, δεν επιδέχεται διορθώσεις και για αυτό οι εκμεταλλευόμενες τάξεις πρέπει να τον ανατρέψουν.
Μπορεί φυσικά να κάνω λάθος, αλλά δεν έχω υπόψη μου καμία δημόσια τοποθέτηση για το πώς λαμβάνει χώρα συγκεκριμένα αυτή η ανατροπή στο πλαίσιο μιας αστικής δημοκρατίας. Πώς ορίζονται οι επαναστατικές συνθήκες, τί πρέπει να κάνει μια επαναστατική οργάνωση όταν βρεθεί σε αυτές. Τί κάνουμε με τον κοινοβουλευτισμό και την κοινωνική πλειοψηφία που πιστεύει σε αυτόν και -το πιο άμεσο- τί κάνουμε με την κυβέρνηση. Ποιες δομές αναλαμβάνουν την εξουσία (ή τη δυαδική εξουσία ή την αντιεξουσία, ό,τι θέλει ο καθένας), πώς συγκροτούνται, πώς αποφασίζουν, πώς συνδέονται, πώς νομοθετούν και πώς επιβάλλονται.
Διέξοδος μέσω της αυτοκριτικής
Να προτείνω λοιπόν έναν πολύ συγκεκριμένο, πολύ υλικό τρόπο να ανοίξουμε το διάλογο για τη στρατηγική. Εν αντιθέσει με την αποστασιοποίηση που ζητούσα πριν, ας προσπαθήσουμε τώρα να θυμηθούμε τί έκανε ο καθένας και η καθεμία από εμάς, ατομικά ή συλλογικά, εκείνα τα κρίσιμα χρόνια και εκείνες τις κρίσιμες μέρες. Πόσο σημαντικό ρόλο παίξαμε σε αυτή την δεδομένη επαναστατική συνθήκη; Η ιστορία ασχολήθηκε μαζί μας ή μείναμε στο περιθώριο; Η μέχρι τώρα στρατηγική μας αποδείχθηκε πετυχημένη ή αποτυχημένη;
Ας το κάνουμε πιο συγκεκριμένο: ο καθένας και η καθεμία από εμάς, η κάθε οργάνωση και συλλογικότητα, να σκεφτεί και να πει τί έκανε λάθος, σε τί φταίει η ίδια. Όχι σε τί φταίει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι εύκολο, ή τί έπρεπε να κάνει το ΚΚΕ ή οι υπόλοιπες οργανώσεις. Να πούμε σε τί φταίμε εμείς. Εννοείται, απαντήσεις του στυλ “είχαμε δίκιο, αλλά δεν μας ακούσανε”, δεν βοηθάνε σε τίποτα. Γιατί δεν σας ακούσανε; Ούτε να πετάξουμε τις ευθύνες στο “λαό που επαναπαύθηκε στην ανάθεση”. Όλα αυτά είναι περιγραφή του προβλήματος με άλλα λόγια – τί άλλο έπρεπε δηλαδή να κάνει/κάνουμε για να μην επαναπαυθεί; Χρειαζόμαστε συγκεκριμένες απαντήσεις: στις τάδε του μηνός, 5 το απόγευμα, έπρεπε να είχαμε κάνει αυτό. Και αν το κάναμε, θα βοηθούσαμε πολύ στο να καταρρεύσει το επόμενο πρωί η αστική εξουσία στη χώρα.
Να πω ένα παράδειγμα: η πιο συγκεκριμένη πρόταση που έχω ακούσει από αγαπημένο σύντροφο πρώην Συριζαίο, ήταν ότι στις 6 Ιούλη, αντί να στεναχωριούνται παρακολουθώντας ειδήσεις, έπρεπε να πάνε και να καταλάβουν (τα ίδια τα μέλη του εννοείται) τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη χώρα, ανατρέποντας το εσωκομματικό πραξικόπημα. Ολόσωστο.
Όσοι/ες όμως δεν είμασταν ΣΥΡΙΖΑ τότε, έχουμε να πούμε κάτι αντίστοιχο; Προσοχή, αν δεν βρίσκουμε, σημαίνει ότι είμασταν μάλλον άχρηστοι. Υπήρχε κάτι λοιπόν να κάνουμε στις 6 Ιούλη ή είχαμε ήδη χάσει; Κατά το εξάμηνο της διαπραγμάτευσης, όταν η κοινωνική κινητικότητα ανέκαμψε στους δρόμους, μπορούσαμε να οικοδομήσουμε έναν σχετικά αυτόνομο πόλο κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης που να το πάρει πάνω του την κρίσιμη ώρα; Αν ναι, με ποια μέσα (από αυτά που δεν αξιοποιήσαμε), με ποια λόγια (από αυτά που δεν είπαμε);
Μήπως έπρεπε για παράδειγμα, σκέφτομαι τώρα παρακολουθώντας τα γεγονότα της Χιλής, στο κίνημα των πλατειών να επιμείνουμε στο αίτημα για Συντακτική Συνέλευση, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να ακυρώσουμε, ή έστω να ισορροπήσουμε, το μονόδρομο της κυβερνητικής ανάθεσης; Αν το κάναμε, φαντάζομαι ότι μάλλον θα χάναμε, έχοντας να αντιμετωπίσουμε μια κριτική από τα “δεξιά” (ότι κάτι τέτοιο αποπροσανατολίζει από το κύριο στόχο να πέσει η κυβέρνηση) και μια από τα “αριστερά” ή τα “αναρχικά” (ότι εγκλωβίζει σε αστικοσυνταγματικούς δρόμους). Αλλά μήπως άξιζε να το παλέψουμε;
Μπορούμε να σκεφτούμε τέτοιες, συγκεκριμένες, δράσεις που δεν κάναμε, αποφάσεις που δεν πήραμε, λόγια που δεν είπαμε, δρόμους που δεν βαδίσαμε; Με αυτό τον τρόπο, πιστεύω, θα είμαστε πιο χρήσιμοι και χρήσιμες, πιο έτοιμοι και έτοιμες, αν η ιστορία σταθεί ευγενική μαζί μας και μας δώσει στα κοντά άλλη μια ριξιά.