«Η καθήλωση είναι μία “θεραπευτική” πρακτική που εφαρμόζεται –μεταξύ άλλων- σε άτομα με σοβαρή ψυχική αναπηρία, τα οποία παρουσιάζουν συμπεριφορές επικίνδυνες για τον εαυτό τους και τους άλλους και συνίσταται στην ακινητοποίηση του ασθενή με ιμάντες σε ορισμένα ή όλα τα άκρα του ασθενή». Αυτό είναι το επίσημο αφήγημα της ψυχιατρικής νοσηλείας, το οποίο θεσμικά εξαντλείται σε μια χαλαρή σύσταση προς τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ώστε να εφαρμόζονται ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες που αφορούν τα μέτρα πρόληψης, τον χρόνο εφαρμογής των μέτρων, το πλαίσιο καταγραφής και παρακολούθησης των μέτρων κ.λ.π..
Είναι αλήθεια, πως υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη λεγόμενη «καθήλωση» ή τον «κλινοστατικό περιορισμό» των διεγερτικών ψυχιατρικών ασθενών για ένα περιορισμένο διάστημα. Θέλω να πω ότι, από άποψη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο η CPT όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχουν πολλές φορές διατυπώσει την άποψη, ότι αυτή είναι μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή, και εφόσον τηρούνται συγκεκριμένοι κανόνες και συγκεκριμένες προδιαγραφές. Δηλαδή, να εξυπηρετείται η θεραπεία, να είναι προς την προστασία του ίδιου του ατόμου και να υπάρχουνε κανόνες σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Τι συμβαίνει όμως στην πράξη; Στην πράξη οι καθηλώσεις δεν αποτελούν ένα κατ΄ εξαίρεση μέτρο αλλά μια συνήθη και ευρείας έκτασης πρακτική, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί και το “καλωσόρισμα” οιουδήποτε ακούσια νοσηλευόμενου ασθενή. Επιπλέον, οι καθηλώσεις δεν αποτελούν μια θλιβερή νησίδα, που αφορά μια μικρή υποομάδα του πληθυσμού σε ορισμένες νοσηλευτικές μονάδες, ούτε αφορά μόνο τους ψυχιατρικούς ασθενείς. Ένα καθημερινό σχετικό ζήτημα αναδεικνύεται και στις παθολογικές κλινικές. Ιδίως, μάλιστα, όταν ο νοσηλευόμενος ασθενής παρουσιάζει συννοσηρότητα ψυχιατρικής και εσωτερικής παθολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρούνται στρεβλές διαστάσεις της καθήλωσης, καθώς και στιγματική συμπεριφορά -ορισμένων παθολογικών γιατρών, νοσοκόμων και διοικητικών- απέναντι στον ψυχιατρικό ασθενή, απέναντι στο ό,τι νομίζουν ως ψυχιατρικό, απέναντι σε κάθε “αποκλίνοντα” ασθενή.
Εν ολίγοις, στους δυνητικά δεμένους περιλαμβάνονται τα άτομα με ψυχική αναπηρία, τα άτομα με νοητική αναπηρία, τα άτομα με αυτισμό, τα άτομα με άνοια, τα παιδιά, αλλά πολλές φορές και ασθενείς άλλης παθολογίας. Άτομα, δηλαδή, που νοσηλεύονται για οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας και συνιστούν όχληση στην λειτουργία των νοσηλευτικών τμημάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, μάλιστα, δεν τηρούνται καν οι προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει για τους ακούσια νοσηλευόμενους ψυχικά ασθενείς. Δεν εφαρμόζεται κανένα Πρωτόκολλο. Το φαινόμενο δε είναι τόσο συχνό, που κατέληξε να θεωρείται σύνηθες και να περνάει απαρατήρητο.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του εικονιζόμενου ηλικίας εβδομήντα δυο (72) ετών ψυχικά ασθενούς, ο οποίος μετά από τροχαίο ατύχημα νοσηλεύεται σε Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Αττικής*, καθηλωμένος για μεγάλα χρονικά διαστήματα με σοβαρό κίνδυνο βλάβης της υγείας του. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει ότι, το φαινόμενο των καθηλώσεων είναι συχνό και έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Είναι τόσο διεγερτικός ο εν λόγω ασθενής, ώστε να θεωρείται “επικίνδυνος” για τον εαυτό του ή/και τους άλλους; Εξυπηρετείται η θεραπεία του με τη διαρκή και για μεγάλα χρονικά διαστήματα καθήλωσή του; Ή μήπως, τελικά, η καθήλωση εφαρμόζεται σε όλους όσους ασθενείς δεν παραμένουν στο κρεβάτι τους και δεν τηρούν ευλαβικά τις οδηγίες του προσωπικού;
Με άλλα λόγια, οι καθηλώσεις δεν αποτελούν μόνο τη χρόνια “διαταραχή” της ψυχιατρικής, αλλά και το σκοτεινό πρόσωπο της ιατρικής. «Δεν ακούει; Δέστε τον!». Είναι καιρός, λοιπόν, να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τα άτομα με αναπηρίες. Ελπίδα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η ψήφιση και εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρία. Ο αρμόδιος επίτροπος των ΗE έχει υιοθετήσει τις θέσεις των οργανώσεων των ατόμων με αναπηρία ότι, δηλαδή, η ακούσια νοσηλεία και οι καθηλώσεις που απορρέουν από αυτή συνιστούν καταστρατήγηση της Σύμβασης.
Όχι στις ασφαλιστικές δικλείδες και στις οδηγίες, λοιπόν. Όχι στις καθηλώσεις υπό προϋποθέσεις. Θα πρέπει το σχετικό πλαίσιο να αλλάξει ριζικά, το περιβάλλον στο οποίο τα άτομα με αναπηρίες εντάσσονται, να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές και κυρίως να αλλάξει η στάση της κοινωνίας στο θέμα των καθηλώσεων. Να δούμε κατάματα το πρόβλημα και να βρούμε λύσεις που να σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και, προφανώς, να διαθέσουμε πόρους ώστε να το αλλάξουμε.