(Απόσπασμα συνέντευξης του εξεγερμένου υποδιοικητή Μοϊσές, που δόθηκε τους μήνες Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2023, στα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού.)
Νοέμβριος 2023.
Εισαγωγή.
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστραμμένη Bαβυλώνα ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές;
Σε τι χαμόσπιτα της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν, πού πήγανε οι χτίστες;
H μεγάλη Pώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Μπέρτολντ Μπρεχτ.[i]
Είναι γνωστή η εμμονή που έχουν τα κυρίαρχα συστήματα, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, να διασώσουν την εικόνα των ηττημένων κυρίαρχων τάξεων ή καστών. Λες και ο νικητής είχε την έγνοια να εξουδετερώσει την εικόνα του ηττημένου: να αποφύγει την πτώση του. Κατά τη μελέτη των καταλοίπων ενός ηττημένου πολιτισμού ή κουλτούρας, η έμφαση δίνεται συνήθως στα μεγάλα ανάκτορα των ηγεμόνων, στα κτίσματα με θρησκευτικό χαρακτήρα της ανώτατης ιεραρχίας, και στα αγάλματα ή τα μνημεία που οι εκάστοτε κυρίαρχοι κατασκεύαζαν για τον εαυτό τους.
Οι πυραμίδες, για παράδειγμα, δεν μελετώνται πάντα με γνήσιο ενδιαφέρον ανθρωπολογικό ή αρχαιολογικό (που δεν είναι το ίδιο πράγμα). Η αρχιτεκτονική-θρησκευτική σημασία τους –μερικές φορές και η επιστημονική–, και αυτό που τα τουριστικά φυλλάδια (και τα πολιτικά προγράμματα όλου του φάσματος) αποκαλούν «το μεγαλείο του παρελθόντος».
Είναι φυσικό οι διάφορες κυβερνήσεις να στρέφουν την προσοχή τους και, με αναστεναγμούς έξαψης, να επικεντρώνονται στους βασιλιάδες και τις βασίλισσες. Τα μεγάλα ανάκτορα και οι πυραμίδες μπορούν να υποδεικνύονται ως δείκτες της επιστημονικής προόδου της εποχής, της κοινωνικής οργάνωσης και των αιτιών «της ανόδου και της παρακμής τους», αλλά σε κανέναν κυβερνήτη δεν αρέσει να βλέπει το μέλλον του να αντανακλάται στο παρελθόν. Γι’ αυτό και διαστρεβλώνουν την ιστορία του παρελθόντος και είναι δυνατόν να σχεδιάζουν εκ νέου τα θεμέλια πόλεων, αυτοκρατοριών και «μετασχηματισμών». Κι έτσι, ακούσια, κάθε selfie που βγαίνει σε αρχαιολογικούς χώρους κρύβει περισσότερα από όσα δείχνει. Εκεί επάνω, ο σημερινός νικητής θα είναι ο αυριανός ηττημένος.
Αλλά, αν δεν μνημονεύεται ότι αυτές τις κατασκευές κάποιοι να τις σχεδίασαν –οι αρχιτέκτονές τους, οι μηχανικοί και οι καλλιτέχνες–, πολύ λιγότερο θα γίνει αναφορά στο «εργατικό δυναμικό», δηλαδή στους άντρες και τις γυναίκες που στις πλάτες τους (με όλες τις σημασίες της λέξης) ανεγέρθηκαν αυτά τα θαύματα που καταπλήσσουν τους τουρίστες από όλο τον κόσμο, όσους βρίσκουν χρόνο ανάμεσα σε κλαμπ, εμπορικά κέντρα και στην παραλίες.
Από αυτό το σημείο, μέχρι το να παραβλέψει κανείς ότι οι απόγονοι αυτού του «εργατικού δυναμικού» είναι ζωντανοί και δρουν, ότι έχουν γλώσσα και πολιτισμό, απέχει μόνο ένα βήμα. Οι αυτόχθονες που έχτισαν, για παράδειγμα, τις πυραμίδες του Τεοτιχουακάν και της ζώνης των Μάγια στο νοτιοανατολικό Μεξικό, υπάρχουν (που πάει να πει, αντιστέκονται) και μερικές φορές προσθέτουν στην αντίστασή τους αυτό το ανατρεπτικό στοιχείο που είναι η εξέγερση.
Στην περίπτωση του Μεξικού, οι διάφορες κυβερνήσεις προτιμούν τους αυτόχθονες ως ζωντανή χειροτεχνία και, μερικές φορές, ως απλή χορογραφία. Η σημερινή κυβέρνηση δεν διαφέρει ως προς αυτό (καλά, όχι μόνο ως προς αυτό, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα). Οι αυτόχθονες λαοί εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ελεημοσύνης (αυτής της ασπιρίνης για ξεδιάντροπους), εκλογικών εξαγορών, αξιοπερίεργων χειροτεχνημάτων, και σημείο σύγκλισης για εκείνους που διαχειρίζονται τη συνεχιζόμενη καταστροφή: «Θα καταστρέψω τη ζωή σας, δηλαδή τη γη σας – αλλά μην ανησυχείτε, θα διατηρήσω τις πυραμίδες εκείνων που εκμεταλλεύτηκαν τους προγόνους σας και αυτά τα αστεία πράγματα που είναι οι ντοπιολαλιές σας, τα ντυσίματα και τα φερσίματά σας».
Τούτου λεχθέντος, αυτή η «εικόνα» της πυραμίδας –η στενή κορυφή επάνω και η πλατιά βάση κάτω– χρησιμοποιείται τώρα από τον Εξεγερμένο Υποδιοικητή Μοϊσές για να μας εξηγήσει κάτι από τη (σκληρή και αμείλικτη, κατά τη γνώμη μου) αποτίμηση του έργου των MAREZ και των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης.
Ο Καπετάνιος
Λίγη ιστορία, όχι πολύ, μόλις 30 χρόνια.
Οι MAREZ και τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης δεν τα πήγαν και τελείως άσχημα. Πρέπει να θυμόμαστε πώς φτάσαμε σε αυτά. Για τους ζαπατιστικούς λαούς ήταν σαν ένα σχολείο πολιτικού αλφαβητισμού. Ένας αυτο-αλφαβητισμός.
Η πλειονότητα από εμάς δεν ξέραμε να διαβάζουμε, να γράφουμε ή να μιλάμε ισπανικά. Επιπλέον, μιλάμε διαφορετικές γλώσσες. Αυτό ήταν καλό, γιατί έτσι οι ιδέες και η πρακτικές μας δεν μας ήρθαν από έξω, αλλά έπρεπε να ψάξουμε στα κεφάλια μας, στην ιστορία μας ως ιθαγενείς, στον τρόπο μας τέλος πάντων.
Δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να αυτοκυβερνηθούμε. Πάντα μας κυβερνούσαν. Ακόμη και πριν από τους Ισπανούς, η αυτοκρατορία των Αζτέκων (την οποία η σημερινή κυβέρνηση αγαπά πολύ – νομίζω επειδή τους αρέσουν τα αυταρχικά άτομα) καταπίεζε πολλές γλώσσες και πολιτισμούς. Όχι μόνο σε αυτό που είναι σήμερα το Μεξικό, αλλά και στην περιοχή που είναι σήμερα η Κεντρική Αμερική.
Η κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν ήταν κατάσταση θανάτου και απόγνωσης. Μας τα είχαν κλείσει όλα. Δεν υπήρχαν ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα, ούτε ρωγμές. Σαν να ήθελαν να πνιγούμε. Έπρεπε λοιπόν να ανοίξουμε μια ρωγμή σε εκείνο τον τοίχο που μας έκλεινε και μας καταδίκαζε. Σαν να ήταν όλα σκοτάδι και με το δικό μας αίμα ανάψαμε ένα μικρό φως. Αυτή ήταν η εξέγερση των Ζαπατίστας, ένα μικρό φως στην πιο σκοτεινή νύχτα.
Μετά ήρθε η στιγμή που πολύς κόσμος ζήτησε να γίνει κατάπαυση του πυρός, να γίνουν συνομιλίες. Για αυτά ξέρουν ήδη οι πολίτες. Σε πολλούς από αυτούς έχει συμβεί το ίδιο ακριβώς: οι κακές κυβερνήσεις δεν τηρούν ποτέ το λόγο τους. Και δεν το κάνουν γιατί είναι αυτές οι ίδιες οι κυβερνήσεις οι κύριοι καταπιεστές. Έπρεπε λοιπόν να επιλέξουμε αν θα περιμέναμε να τηρήσουν το λόγο τους κάποια μέρα ή να την ψάξουμε μόνοι μας. Και επιλέξαμε να αναζητήσουμε τον δικό μας δρόμο.
Και λοιπόν, έπρεπε να οργανωθούμε για αυτό. Για 10 χρόνια οργανωνόμασταν και προετοιμαζόμασταν για να πάρουμε τα όπλα, να πεθάνουμε και να σκοτώσουμε. Και τότε προέκυψε ότι έπρεπε να οργανωθούμε για να ζήσουμε. Και η ζωή είναι ελευθερία. Και δικαιοσύνη. Και το να μπορούμε να αυτοκυβερνηθούμε ως λαοί, όχι ως μικρά παιδιά όπως μας θεωρούν οι κυβερνήσεις.
Τότε μας μπήκε στο μυαλό ότι πρέπει να φτιάξουμε μια κυβέρνηση που να υπακούει. Που πάει να πει, να μην κάνει ό,τι θέλει, αλλά να εκπληρώνει αυτά που λένε οι λαοί. Με άλλα λόγια, «να διοικεί υπακούοντας», που είναι η έκφραση που λογοκλοπούν οι ξεδιάντροποι του σήμερα (δεν κλέβουν δηλαδή μόνο διατριβές. Σημείωμα της σύνταξης).
Έτσι λοιπόν, με τους αυτόνομους δήμους μάθαμε ότι μπορούμε πράγματι να αυτοκυβερνηθούμε. Και αυτό έγινε εφικτό γιατί πολλοί άνθρωποι μας στήριξαν χωρίς ιδιοτέλεια, για να βρούμε τον δρόμο της ζωής. Με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι δεν ήρθαν να δουν τι θα βγάλουν – όπως κάποιοι για τους οποίους φαντάζομαι θα διηγηθείς στους απ’ έξω όταν θα μιλήσεις για τα 30 χρόνια – αλλά πραγματικά δεσμεύτηκαν σε ένα σχέδιο ζωής. Υπήρξαν και εκείνοι που ήθελαν να μας πουν πώς πρέπει να το κάνουμε. Αλλά δεν πήραμε τα όπλα για να αλλάξουμε αφεντικό. Δεν υπάρχουν καλά αφεντικά. Υπήρξαν όμως και άλλοι άνθρωποι, που σεβάστηκαν τις σκέψεις μας, τον τρόπο μας.
Η αξία του λόγου.
Όταν παίρνουμε τόση στήριξη, είναι μια δέσμευση για το τι κάνουμε. Αν είπαμε ότι χρειαζόμαστε στήριξη για να φτιάξουμε σχολεία και κλινικές, να προετοιμάσουμε λειτουργούς υγείας και εκπαίδευσης, για να δώσω ένα παράδειγμα, τότε πρέπει να τηρήσουμε αυτό που είχαμε πει. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να λέμε ότι η στήριξη είναι για ένα πράγμα και να τη χρησιμοποιούμε για κάτι άλλο. Έπρεπε και πρέπει να είμαστε τίμιοι, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν έρχονται για να μας εκμεταλλευτούν, αλλά για να μας εμψυχώσουν. Έτσι το είδαμε.
Έπρεπε λοιπόν να αντέξουμε τις επιθέσεις και τις βρωμιές από τις κακές κυβερνήσεις, από τους γαιοκτήμονες, από τις μεγάλες εταιρείες, που όλο και προσπαθούσαν να μας δοκιμάσουν για να δουν αν μπορούμε να αντέξουμε ή αν εύκολα θα υποκύπταμε σε κάποια πρόκληση για να μας κατηγορήσουν μετά ότι λέμε ψέματα, ότι κι εμείς θέλουμε Εξουσία και χρήματα. Και αυτό με την Εξουσία είναι σαν μια ασθένεια που σκοτώνει τις καλές ιδέες και διαφθείρει, αρρωσταίνει δηλαδή τους ανθρώπους. Κι εκεί που έχεις έναν άνθρωπο που μοιάζει καλός, ε, με την Εξουσία, τρελαίνεται. Ή ίσως ήταν ήδη τρελός και η Εξουσία τού γύμνωσε την καρδιά.
Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι έπρεπε να οργανώσουμε, για παράδειγμα, την υγεία μας. Γιατί φυσικά είδαμε και βλέπουμε ότι αυτό που κάνει η κυβέρνηση είναι ένα μεγάλο ψέμα και το κάνει μόνο για να κλέβει και δεν ενδιαφέρεται αν πεθαίνουν άνθρωποι, ειδικά αν είναι ιθαγενείς.
Και συνέβη ότι, όταν ανοίξαμε αυτήν τη ρωγμή στο σύστημα και κοιτάξαμε προς τα έξω, είδαμε πολλά πράγματα. Αλλά και πολύς κόσμος μας είδε. Και ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, υπάρχουν και εκείνοι που μας κοίταξαν και πήραν το ρίσκο να μας βοηθήσουν και να μας στηρίξουν. Κι αν ήμασταν ψεύτες και δεν κάναμε αυτά που λέγαμε; Το διακινδύνευσαν όμως και έτσι δέσμευσαν κι εμάς.
Κοίτα, εκεί έξω, στις πόλεις, ο λόγος δεν έχει αξία. Τη μια στιγμή μπορούν να πουν κάτι και ένα λεπτό μετά να πουν το αντίθετο και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, χαλαρά. Υπάρχει, για παράδειγμα, αυτό που λένε «mañanera»,[ii] τη μια μέρα το ένα και την άλλη μέρα το αντίθετο. Αλλά επειδή τους πληρώνει τον χειροκροτούν και χαίρονται γιατί τους δίνει ψίχουλα ελεημοσύνης, που δεν τα βγάζει καν από τη δουλειά του, αλλά από αυτά που πληρώνουν οι εργαζόμενοι στις κυβερνήσεις με τους φόρους, που είναι σαν την «εκβιαστική προστασία» του ανοργάνωτου εγκλήματος.
Αυτός ο κόσμος λοιπόν μας στήριξε και ξεκινήσαμε σιγά σιγά με την προληπτική ιατρική. Εφόσον είχαμε ήδη ανακτήσει τη γη, βελτιώσαμε τη διατροφή μας, αλλά χρειάζονταν περισσότερα. Η υγεία λοιπόν. Έπρεπε να ανακτήσουμε τη γνώση των βοτάνων, αλλά δεν αρκούσε, χρειαζόταν και η επιστήμη. Και ευτυχώς γιατρίνες και γιατροί, που τους λέμε «αδελφότητες» γιατί είναι σαν αδέρφια μας, μπήκαν στο πνεύμα και μας προσανατόλισαν. Έτσι γεννήθηκαν ή εκπαιδεύτηκαν οι πρώτες και οι πρώτοι εκπαιδευτές υγείας, αυτοί δηλαδή που προετοιμάζουν τους λειτουργούς της υγείας.
Και έπειτα υπάρχει και η εκπαίδευση, ειδικά τα ισπανικά. Γιατί για εμάς τα ισπανικά είναι πολύ σημαντικά, γιατί είναι σαν τη γέφυρα μέσω της οποίας μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ διαφορετικών γλωσσών και να κατανοήσουμε ο ένας την άλλη. Για παράδειγμα, αν μιλάς τσελτάλ, δυσκολεύεσαι να επικοινωνήσεις στη γλώσσα τσό’ολ, ή τσοτσίλ, ή τοχολαμπάλ, ή σόκε, ή μαμ, ή κιτσέ. Πρέπει λοιπόν να μάθεις ισπανικά. Και τα αυτόνομα σχολεία έπαιξαν πολύ σημαντικά ρόλο σε αυτό. Για παράδειγμα, η γενιά μας μιλάει ένα μπέρδεμα της γλώσσας μας με τα ισπανικά, δηλαδή όχι καλά, δηλαδή μιλάμε στραβά. Όμως υπάρχουν ήδη γενιές νέων, που μαθήτευσαν σε αυτόνομα σχολεία, που ξέρουν ισπανικά καλύτερα από κάποιους πολίτες. Ο αείμνηστος SupMarcos έλεγε ότι αυτές οι νέες και οι νέοι θα μπορούσαν να διορθώσουν γραπτά των φοιτητών. Και εσύ ξέρεις ότι παλιά, για να κάνεις μια καταγγελία, έπρεπε να πας στη Γενική Διοίκηση για να τη γράψουν. Αλλά μετά, όχι πια. Σε κάθε αυτόνομη αρχή υπήρχε μία ή ένας γραφιάς, και αυτό λειτούργησε.
Έπειτα, η μία πρόοδος ωθεί την άλλη. Και λίγο αργότερα αυτοί οι νέοι και οι νέες ήθελαν περισσότερα, να μάθουν περισσότερα. Έτσι οργανώσαμε την υγεία μας σε κάθε χωριό, κάθε περιοχή και ζώνη. Προοδεύουμε σε κάθε τομέα της υγείας: μαίες, φαρμακευτικά φυτά, χειροπρακτικοί, εργαστήρια, οδοντίατροι, υπερηχογραφήματα μεταξύ άλλων, και υπάρχουν και κλινικές. Και το ίδιο και με τα σχολεία, δηλαδή με την εκπαίδευση. Λέμε σχολείο, γιατί η εκπαίδευση λείπει και σε εμάς τους μεγάλους, είναι πολύ ευρεία για εμάς η εκπαίδευση και όχι μόνο για τα παιδιά και τους εφήβους.
Επιπλέον, οργανώσαμε τη δουλειά στην παραγωγή γιατί ήδη είχαμε πάρει τη γη, που προηγουμένως βρισκόταν στα χέρια των γαιοκτημόνων. Και έτσι εργαζόμαστε οικογενειακά και συλλογικά στα χωράφια με το καλαμπόκι, τα φασόλια, τον καφέ, τα λαχανικά και στις φάρμες. Και με κάποια ζώα, τα οποία χρησιμοποιούνται περισσότερο για έκτακτες καταστάσεις οικονομικής ανάγκης και για τις γιορτές. Η συλλογική εργασία επέτρεψε την οικονομική ανεξαρτησία των συντροφισσών και αυτό έφερε πολλά περισσότερα πράγματα. Αλλά για αυτό έχουν ήδη μιλήσει οι ίδιες.
Ένα σχολείο.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι μάθαμε να αυτοκυβερνιόμαστε και έτσι μπορέσαμε να αφήσουμε στην άκρη κακές κυβερνήσεις και οργανώσεις που λένε ότι είναι αριστερές, προοδευτικές και δεν ξέρω πόσα άλλα. 30 χρόνια μαθαίνουμε τι σημαίνει να είσαι αυτόνομος, δηλαδή να αυτοδιευθυνόμαστε, να αυτοκυβερνιόμαστε. Και δεν ήταν εύκολο, γιατί όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν, το PRI, το PAN, το PRD, το PT, το VERDE και το MORENA, δεν έπαψαν να επιδιώκουν την καταστροφή μας. Για το λόγο αυτό, η τωρινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, λέει ότι έχουμε ήδη εξαφανιστεί, ή ότι έχουμε ήδη φύγει, ή ότι είμαστε ήδη πολύ ηττημένοι, ή ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας Ζαπατίστας, ότι φύγαμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες ή προς τη Γουατεμάλα. Αλλά, βλέπετε, εδώ είμαστε. Σε αντίσταση και εξέγερση.
Και το πιο σημαντικό πράγμα που μάθαμε στους MAREZ είναι ότι η αυτονομία δεν είναι θεωρία, συγγραφή βιβλίων και διαλέξεις. Είναι πράξη. Και πρέπει να την οικοδομούμε εμείς οι ίδιοι ως λαοί και όχι να περιμένουμε να έρθει κάποιος να το κάνει για εμάς.
Αυτό είναι, θα λέγαμε, το καλό με τους MAREZ: ένα σχολείο πρακτικής αυτονομίας.
Και τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης ήταν επίσης πολύ σημαντικά, γιατί μαζί τους μάθαμε να ανταλλάσσουμε ιδέες για αγώνες με άλλα αδέρφια από το Μεξικό και τον κόσμο. Όπου είδαμε κάτι καλό το κρατήσαμε, και όπου όχι, το απορρίψαμε. Κάποιοι μας είπαν ότι πρέπει να υπακούμε όσα μας λένε. Πού θα μας έβγαζε αυτό; Εμείς βάλαμε τη ζωή μας σε κίνδυνο, με άλλα λόγια ό,τι πιο σημαντικό για μας: το αίμα των προηγούμενων και των επόμενων γενεών. Δεν είμαστε εδώ για να έρθει κάποιος να μας πει τι θα κάνουμε, ακόμα κι αν υποτίθεται ότι είναι σοφός. Με τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης (JBG) μάθαμε να συναντιόμαστε και να οργανώνουμε, να σκεφτόμαστε, να λέμε τη γνώμη μας, να προτείνουμε, να συζητάμε, να μελετάμε, να αναλύουμε και να αποφασίζουμε μόνες μας και μόνοι μας.
Έτσι, ανακεφαλαιώνοντας, σας λέω ότι οι MAREZ και τα JBG μας βοήθησαν να μάθουμε ότι η θεωρία χωρίς πρακτική είναι σκέτα λόγια. Και ότι πρακτική χωρίς θεωρία είναι σαν να περπατάς στα τυφλά. Και αφού δεν υπήρχε θεωρία γι’ αυτό που είχαμε αρχίσει να κάνουμε, δηλαδή δεν υπήρχε σχετικό εγχειρίδιο ή βιβλίο, τότε έπρεπε κι εμείς να φτιάξουμε τη δική μας θεωρία. Σκοντάφτοντας φτιάξαμε τη θεωρία και την πράξη. Νομίζω ότι γι’ αυτό οι θεωρητικοί και οι επαναστατικές πρωτοπορίες δεν μας συμπαθούν ιδιαίτερα, γιατί τους πήραμε απλώς τη δουλειά. Τους δείξαμε επίσης ότι άλλο είναι τα λόγια και άλλο η πραγματικότητα. Και εδώ είμαστε εμείς, οι αδαείς και οι οπισθοδρομικοί, όπως μας λένε, που δεν μπορούμε να βρούμε τον δρόμο μας επειδή είμαστε αγρότες. Αλλά εδώ είμαστε και, ακόμα κι αν μας αρνούνται, υπάρχουμε. Δεν γίνεται αλλιώς.
Η πυραμίδα.
Λοιπόν, ακολουθεί το κακό. Ή, περισσότερο από κακό, αυτό που απέδειξε, εκτός από τα εγγενή του ελαττώματα, ότι δεν είναι πια χρήσιμο για όσα θα ακολουθήσουν. Όπως μου λες, θα σας πούμε αργότερα πώς ξεκίνησε όλο αυτό, δηλαδή πώς μας μπήκε στο μυαλό, θα το δούμε αργότερα.
Το κύριο πρόβλημα είναι η καταραμένη πυραμίδα. Η πυραμίδα διαχωρίζει τις αρχές από τους λαούς, οι άνθρωποι και οι αρχές απομακρύνονται μεταξύ τους. Οι προτάσεις των αρχών δεν φτάνουν όπως πρέπει στον κόσμο, ούτε οι απόψεις των λαών φτάνουν στις αρχές.
Λόγω της πυραμίδας χάνονται πολλές πληροφορίες, οι κατευθυντήριες γραμμές, οι προτάσεις, η υποστήριξη ιδεών που εξηγούν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι της Παράνομης Επαναστατικής Ιθαγενικής Επιτροπής (CCRI). Τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης δεν μεταφέρουν πλήρως όλα αυτά, το ίδιο συμβαίνει όταν ενημερώνονται οι Αρχές των Αυτόνομων Εξεγερμένων Ζαπατιστικών Δήμων και το ίδιο επαναλαμβάνεται όταν οι MAREZ ενημερώνουν τις συνελεύσεις των χωριών, και τελικά αυτό συμβαίνει με τις αρχές των χωριών, όταν εξηγούν σε καθένα χωριό. Πολλές παραλείψεις πληροφοριών ή διαφορετικές ερμηνείες, ή προσθήκες που δεν υπήρχαν στο αρχικό.
Έγιναν πολλές προσπάθειες και για την εκπαίδευση των αρχών. Επίσης, κάθε 3 χρόνια έφευγαν και έμπαιναν νέα πρόσωπα. Αλλά ούτε η κύρια βάση των αρχών του χωριού είχε σωστή προετοιμασία. Δεν υπήρχε εναλλαγή. «Συλλογική διακυβέρνηση» το λέγαμε και δεν ανταποκρινόταν πλήρως σε αυτό, η δουλειά σπάνια γινόταν με αυτόν τον τρόπο, τόσο στους MAREZ όσο και στα JBG.
Είχε αρχίσει να αποκτούν την τάση να αποφασίζουν οι αρχές από μόνες τους, τόσο στους MAREZ όσο και στα JBG. Σαν να ήθελαν να παραμερίσουν τις 7 αρχές τού να διουκούν υπακούοντας.
Υπήρχαν και ΜΚΟ, που ήθελαν να γίνουν με το ζόρι αποδεκτά τα σχέδια που είχαν για τα JBG και τους MAREZ, ενώ δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν ο κόσμος. Και άτομα που έρχονταν ως επισκέπτες, παραμένουν φίλοι μίας μόνο οικογένειας ή ενός χωριού και μόνο σε αυτούς έδιναν βοήθεια. Ορισμένοι άλλοι επισκέπτες ήθελαν να μας καθοδηγούν και να μας συμπεριφέρονται σαν να ήμασταν υπηρέτες τους. Ήμασταν αναγκασμένοι να τους θυμίζουμε με μεγάλη ευγένεια ότι είμαστε Ζαπατίστας.
Υπήρξε επίσης, σε ορισμένους MAREZ και JBG, κακή διαχείριση των πόρων των λαών και, φυσικά, επιβλήθηκαν κυρώσεις.
Με άλλα λόγια, συνοψίζοντας, φάνηκε ότι η πυραμιδική δομή του πώς κυβερνιόμασταν δεν είναι ο τρόπος. Δεν ήταν από τα κάτω, αλλά από τα πάνω.
Αν ο ζαπατισμός ήταν μόνο ο EZLN, θα ήταν εύκολο να δίνεις εντολές. Αλλά η κυβέρνηση πρέπει να είναι πολιτική, όχι στρατιωτική. Πρέπει λοιπόν ο λαός ο ίδιος να βρει τον δρόμο του, τον τρόπο του και τον χρόνο του. Πού και πότε καθετί. Ο στρατός πρέπει να είναι μόνο για την άμυνα. Η πυραμίδα μπορεί να είναι χρήσιμη για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά όχι για πολιτικούς σκοπούς. Αυτό είδαμε.
Σε άλλη περίσταση θα πούμε πώς είναι η κατάσταση εδώ στην Τσιάπας. Προς το παρόν, λέμε απλά ότι είναι όπως οπουδήποτε αλλού. Είναι χειρότερα από ό,τι τα περασμένα χρόνια. Τώρα σκοτώνουν ανθρώπους στα σπίτια τους, στους δρόμους, στα χωριά τους. Και δεν υπάρχει κυβέρνηση που να βλέπει και να ακούει τα αιτήματα του λαού. Δεν κάνουν τίποτα γιατί είναι απλώς οι ίδιες οι κυβερνήσεις που είναι οι εγκληματίες.
Όχι μόνο αυτό. Έχουμε ήδη πει ότι βλέπουμε πολλές δυστυχίες που πρόκειται να φτάσουν ή που είναι ήδη εδώ. Αν βλέπεις ότι θα βρέξει ή ότι ήδη πέφτουν οι πρώτες σταγόνες και ο ουρανός είναι μαύρος σαν την ψυχή ενός πολιτικού, τότε βγάζεις το νάιλόν σου και ψάχνεις κάπου να πας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει πουθενά να προστατευτείς. Πρέπει να φτιάξεις μόνη και μόνος σου το δικό σου καταφύγιο.
Το θέμα είναι ότι είδαμε ότι με τους MAREZ και τα JBG δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την καταιγίδα. Η Dení πρέπει να ζήσει και να μεγαλώσει, για να γεννηθούν και να ζήσουν και οι άλλες επτά γενιές.
Για όλα αυτά και για όλα τα υπόλοιπα, μπήκαμε σε μια μεγάλη σειρά προβληματισμών και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι έχουμε μόνο μια μεγάλη συζήτηση και μία ανάλυση για όλους τους λαούς, πώς να αντιμετωπίσουμε τη νέα κακή κατάσταση και ταυτόχρονα πώς θα συνεχίσουμε να αυτοκυβερνιόμαστε. Έγιναν συναντήσεις και συνελεύσεις, περιοχή προς περιοχή, μέχρι να καταλήξουμε στην απόφαση ότι δεν θα υπάρχουν πλέον Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης ή Αυτόνομοι Εξεγερμένοι Ζαπατιστικοί Δήμοι. Και ότι χρειαζόμαστε μια νέα δομή, δηλαδή να τακτοποιήσουμε τον εαυτό μας με άλλο τρόπο.
Φυσικά, αυτή η πρόταση δεν αφορά μόνο μια αναδιοργάνωση. Είναι επίσης μια νέα πρωτοβουλία. Μια νέα πρόκληση. Αλλά νομίζω ότι αυτά θα τα πούμε αργότερα.
Ανακεφαλαιώνοντας και χωρίς πολλά λόγια, οι MAREZ και τα JBG ήταν πολύ χρήσιμα σε εκείνη τη φάση. Αλλά ακολουθεί ένα άλλο βήμα και αυτά τα ρούχα είναι ήδη πολύ κοντά για εμάς, παλιόρουχα που ξεφτάνε και, παρόλο που τα διορθώνεις, δεν κάνουν για τίποτα. Και θα έρθει κάποια στιγμή που απλά θα πετάξεις το ύφασμα.
Αυτό που κάναμε λοιπόν ήταν να κόψουμε την πυραμίδα. Έτσι, την κόψαμε από την άκρη. Ή μάλλον, τη γυρίσαμε ανάποδα.
Γιορτάζουμε το παρελθόν ή το μέλλον;
Πρέπει να συνεχίσουμε να προχωράμε και στη μέση της καταιγίδας. Όμως έχουμε ήδη βρεθεί ως λαοί να βαδίζουμε με τα πάντα εναντίον μας.
Τον ερχόμενο Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο δεν γιορτάζουμε τα 30 χρόνια της εξέγερσης. Για εμάς κάθε μέρα είναι γιορτή, γιατί είμαστε ζωντανοί και αγωνιζόμαστε.
Ας γιορτάσουμε το γεγονός ότι ξεκινάμε έναν δρόμο που θα μας πάρει τουλάχιστον 120 χρόνια, ίσως και περισσότερα. Είμαστε στον δρόμο για περισσότερα από 500 χρόνια, οπότε δεν είναι πολύ, λίγο περισσότερο από έναν αιώνα. Και αυτό δεν αλλάζει πλέον. Είναι, όπως λέει ο José Alfredo Jiménez, «ακριβώς εκεί πίσω από το λοφάκι».
Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού.
Εξεγερμένος υποδιοικητής Μοϊσές.
(Απόσπασμα της συνέντευξης που πραγματοποίησε ο Καπετάνιος Μάρκος, για τους Tercios Compas. Copyleft Mexico, Νοέμβριος 2023. Με εξουσιοδότηση του JBG… ωχ αμάν, δεν υπάρχουν πια Συμβούλια… καλά, του MAREZ… α, ούτε… Λοιπόν, το θέμα είναι ότι είναι εξουσιοδοτημένη. Η συνέντευξη έγινε με τον παλιομοδίτικο τρόπο, δηλαδή όπως έκαναν οι δημοσιογράφοι, με τετράδιο και στυλό. Τώρα δεν πάνε καν επί τόπου για σημειώσεις, τις παίρνουν από τα κοινωνικά δίκτυα. Ναι, τι κρίμα.)
Πιστοποιώ.
Ο καπετάνιος, χορεύοντας την cumbia «Sopa de Caracol» [σούπα σαλιγκαριού]. Ανάθεμα τη λάσπη!
[i] Από το ποίημα του Μπ. Μπρεχτ «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» (1935), μετάφραση Μάριου Πλωρίτη.
[ii] Η καθημερινή πρωινή τηλεοπτική συνέντευξη Τύπου του προέδρου του Μεξικού, Ομπραδόρ.