Από το Θόδωρο Αγγελόπουλο και δυο – τρεις άλλους έμαθα, χωρίς να έχουν καμιά διάθεση να με «διδάξουν», ότι το σινεμά σε μετατοπίζει. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσω τη λέξη. Όταν στις παρέες κυριαρχούσε η ατάκα «αργό σαν πλάνο του Αγγελόπουλου», εγώ ήδη πετούσα μέσα στη μεγάλη οθόνη, γινόμουν ένα με το πλάνο, άγγιζα κάθε σημείο, κυρίως ένιωθα αυτή την ακινησία σα μοχλό εκτόξευσης της σκέψης μου, της μνήμης μου, του εσωτερικού μου ρυθμού που έβρισκε μια «πατρίδα».
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε ο πρώτος και ο μόνος που, με το «Μεγαλέξαντρό» του, διάβασε την Ιστορία και τις ηγεσίες με τρόπο που κατανοούσα. Με τους «Κυνηγούς» με λευτέρωσε από τα στεγανά ενός άσκοπου εμφυλίου, που από την αρχή ήταν προδιαγεγραμμένη η εξέλιξή του κι ας χάθηκαν χιλιάδες. Με το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» μού έδωσε το στίγμα που αναζητούσα και δεν ήξερα. Τη σημασία των λέξεων, το μάταιο του χρόνου, το σημαντικό να διαθέτεις χώρο στον άλλον, τον ξένο, τον άγνωστο, γιατί μόνο τότε μπορείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου στην Ιστορία.
Επίσης ήταν η αφορμή σε χρόνια περίεργα και δύσκολα, νεανικά, να νιώσω ηρωικός στη Φλώρινα, τότε που ο Καντιώτης σε κάθε action έδινε σήμα στις παραθρησκευτικές οργανώσεις να βαράνε τις καμπάνες για να ακυρωθούν τα γυρίσματα. Ήμουν απ΄αυτούς που ανέβαιναν στα καμπαναριά κι έπαιζαν ξύλο με τους ανόητους θρησκομανείς. Είναι η μόνη βία που δεν μετάνιωσα ποτέ.
Και φυσικά ο Αγγελόπουλος ήταν μια συγκλονιστική μορφή απίστευτου θυμού και απέραντης ψυχραιμίας, ενας συνδυασμός δυσεύρετος στα χρόνια μας.
Επιστρέφω στο «Μεγαλέξαντρο». Τον θεωρώ απόλυτα επίκαιρη ταινία στα χρόνια της πανδημίας. Περιμένοντας με κομμένη την ανάσα αν θα φανεί στην πράξη η αμηχανία της Αριστεράς του 21ου αιώνα στην προοπτική να είναι από την πλευρά της εξουσίας κι όχι του κυνηγημένου, αξίζει μια νέα ανάγνωση της πιο ερμητικής ταινίας ενός μεγάλου δημιουργού τού σύγχρονου σινεμά. Πριν τη θάλασσα, πριν τα καράβια, πριν την ελεγεία της αναχώρησης, πριν την περιδίνηση της ήττας, πριν τη μυθολογία, υπήρξε ένα σκληρό πνευστό, λαϊκό, ένα άλογο με έναν καβαλάρη και μια καταγραφή της εσωτερικής μυθολογίας, ακριβώς τότε, συνάντησα το πιο σπουδαίο κινηματογραφικό φαινόμενο του τόπου. Απόλυτα ερμητικός, υπερήφανα μοναχικός και ενοχλητικά ειλικρινής, όπως όλοι όσοι φεύγουν νωρίς από αυτόν τον τόπο που αγνοεί τους προφήτες του. Έκανα πολλά χρόνια να ξεπεράσω την πληρότητα των εννοιών που περιέχει αυτή η ταινία. Πολλά χρόνια, και δεν είμαι σίγουρος αν την ξεπέρασα ποτέ την ανθρωποφαγία του ηγέτη. Κι αυτό που μένει τελικά απ΄αυτόν, μια περικεφαλαία στη μέση της πλακόστρωτης πλατείας, στη μέση της Ιστορίας, ενώ τα μπουλούκια του Θιάσου τραγουδούν «γιάξε μπόρε» και στέκονται ακίνητα και σιωπηλά στα κρεμασμένα σώματα των άλλων.
Η αρχή του Φασισμού με την περιφορά του τεράστιου αγάλματος του Λένιν στο Δούναβη των παγκοσμίων πολέμων.
Κι ένα μαρμάρινο χέρι που αναδύεται από την προβλήτα της Θεσσαλονίκης σε ένα τοπίο ομίχλης που όλα παραμένουν ακίνητα και δυσδιάκριτα χρόνια τώρα.
Δεν ξέρω αν πέθανε ο Αγγελόπουλος. Ξέρω πως εγώ υπάρχω δέκα χρόνια τώρα σε μια από χρόνια νεκρή χώρα ανάμεσα σε τόσους πολλούς νεκρούς που πιστεύουν ότι ζουν. Τι ειρωνία! Άξια ενός Μπρεχτ.
Κι είναι ο δικός μου τρόπος να βλέπω τις ταινίες του ξανά και ξανά.
Σα λύτρωση, σα διδαχή και σαν ενδυνάμωση, τώρα που τα χρόνια πάψαν να με κάνουν όσο μάχιμο θα `θελα να είμαι.
*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ασσόδυο