in

To ψηλό κορίτσι

To ψηλό κορίτσι

Το ντεμπούτο του (“Closeness”) Καρντεμίρ Μπαλάγκοφ στα 26 του μόλις χρόνια μας είχε κερδίσει στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Ο πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης επέστρεψε στην μεγάλη οθόνη και το 60ό επετειακό Φεστιβάλ της πόλης με το “Beanpole” βασισμένο στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, “Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας”. Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο  τμήμα “Ένα Κάποιο Βλέμμα” στις Κάννες κι επίσημη Υποψηφιότητα της Ρωσίας για το Oscar Διεθνούς Ταινίας.

Γράφει ο Μίλτος Τόσκας

Λένινγκραντ 1945 έναν χρόνο μετά τον πόλεμο. Επιτέλους πρώτες στιγμές ειρήνης. Ένα έθνος, ένας κόσμος που καλείται να διαχειριστεί ατομικά και συλλογικά τραύματα. Μία μεταπολεμική παράνοια σκεπάζει τα πάντα. Η Ίγια, ένα κορίτσι διακοσίων εκατοστών έχει επιστρέψει λαβωμένη από το μέτωπο και εργάζεται σε ένα νοσοκομείο. Το μετατραυματικό σοκ την κάνει εύθραυστη, ευάλωτη ανά πάσα στιγμή. Δεν έχει όρεξη να ζει, δυσκολεύεται να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Έχει βιώσει τη δίνη των συρράξεων στην πρώτη γραμμή κι όλα αυτά μοιάζουν να της έχουν κλέψει τη διάθεση για ζωή. “Είμαι κενή, μέσα μου είμαι κενή”.

Ο σκηνοθέτης δομεί ένα ύψιστο δράμα χαρακτήρων που αλλοιώθηκαν και διαβρώθηκαν στο μέτωπο. Οι τραγικές φιγούρες πληθαίνουν όσο περνάει ο χρόνος. Σώματα καταπονημένα, πνεύματα διαλυμένα, ψυχές νεκρές. Βίαια ξεσπάσματα, κυκλοθυμικές παλινωδίες, κλονισμένες ψυχοσυνθέσεις συμπληρώνουν το πάζλ της τοπικής κοινωνίας. Η φωτογραφία κι η ενδυμασία δίνουν το χρώμα της εποχής. Μουντό. Η Βικτόρια Μιρσνιτσένκο (Ίγια) από την μία αθώα, αλλά και στυγερή κι η Βασίλισσα Περελίγκινα (Μάσα) αυθόρμητη κι απαιτητική. Άνθρωποι που αναζητούν το γιατρικό ή την λύτρωση επίμονα. Δεν αντέχουν άλλο να πολεμούν, δηλώνουν παραίτηση.

Παρά τις καλές προθέσεις και τον σεβασμό μου στο πρόσωπο του δημιουργού Μπαλάγκοφ διακρίνω μία σύγχυση ιδεών κι απόδοσης του περιεχομένου. Αργή πλοκή, αργοί ρυθμοί, επαναλήψεις, έλλειψη κορύφωσης της δράσης, κενά (τι έγινε μετά το επεισόδιο με τον Πάσκα;), μία γενικότερη νωχελικότητα στις κινήσεις, ασάφεια και μία-δύο μεγάλες καλοστημένες σκηνές που δικαιολογούν εν μέρει την επιλογή της ταινίας και τις βραβεύσεις της. Η σημαντικότερη όλων ο μονόλογος της Μάσα στο τραπέζι κι οι ατάκες-φωτιά, “δεν έχει δει ποτέ σκύλο, φαγώθηκαν όλοι” και “δεν υπάρχει τίποτα μέσα σου να δημιουργήσει ζωή”.

Αυτό που κρατώ προσωπικά είναι πως ολοένα πληθαίνουν τα φιλμ που αφορούν την κόλαση του πολέμου και τις δραματικές συνέπειες αυτού. Βλέπουν κάτι να έρχεται οι άνθρωποι του Πολιτισμού; Για την ακρίβεια θεωρώ ότι μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής (1917, Joker, Parasite, Donbass, Synonyms, Les Miserables, Sorry we Μissed you) αναλώνεται στον κοινωνικό κινηματογράφο κάθε χρόνο ολοένα και περισσότερο και συγκλίνουν πως μία μοιραία σύγκρουση πλησιάζει, για την ακρίβεια βρίσκεται προ των πυλών. Αυτό δεν σας κρύβω ότι με τρομάζει. Μοιάζει σαν ένα κύμα που μέρα με την μέρα γίνεται ψηλότερο και με ξεπερνάει.

Η συμμετοχή στον σπαραγμό ισοδυναμεί με (αργή) καταδίκη. Ακόμα κι αν δεν πέσεις στο πεδίο της μάχης, οι στιγμές σε στοιχειώνουν για πάντα σαν μία βαθιά ουλή που δε θα κλείσει. Ποτέ δε θα ζήσεις ξανά ως “κανονικός” άνθρωπος. Κι όταν έρθει η στιγμή να θυσιαστείς στον βωμό της φιλίας, την ώρα που οι ενοχές σε κυνηγούν κάθε βράδυ ο δρόμος δεν έχει επιστροφή. Αναζητείς την εξιλέωση, μα δεν υπάρχει διαφυγή από το αδιέξοδο. Η βία έχει γίνει κομμάτι σου, πονάς, ξεσπάς, κλαις και ελπίζεις σε ένα θαύμα ή ακόμα χειρότερα δεν ελπίζεις πια …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας: Η Δικαιοσύνη να υπερασπιστεί το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα

Νεκρός 20χρονος που μαχαιρώθηκε στη Μόρια