in

Ποιες είναι και πώς μπορούν να λυθούν οι διαφορές με την Τουρκία. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Ποιες είναι και πώς μπορούν να λυθούν οι διαφορές με την Τουρκία. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Αλέξης Ηρακλείδης, Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος. 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων, Θεμέλιο 2020, σσ. 197

 

Αν ισχύει ότι μόνο οι ελληνικές θέσεις για το Αιγαίο έχουν βάση στο Διεθνές Δίκαιο, ενώ η Τουρκία «αναθεωρεί» τους χάρτες, παρανομεί και προκαλεί, με τελικό σκοπό να ξαναζωντανέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλ. Αγία Σοφία), τότε γιατί μια ελληνική κυβέρνηση να κάνει διάλογο μαζί της; Δεν θα σήμαινε αυτό διαπραγμάτευση, και τελικά εκχώρηση, εθνικής κυριαρχίας, σε μια χώρα που εμφανώς πολιτεύεται χωρίς φρένο; Δεν είναι καλύτερο να δοθεί μήνυμα «αποφασιστικότητας» στην Τουρκία με τη γλώσσα της δύναμης, αφού αυτήν καταλαβαίνει «ο σουλτάνος»;

Αυτή είναι η λογική που κυριαρχεί σήμερα στην Ελλάδα, και μαζί το αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει εδώ και τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες η αποδοχή, ως αυτονόητης, της «κλασικής ρεαλιστικής» σχολής σκέψης στις διεθνείς σχέσεις. Η σχολή αυτή –από τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Οικονομίδη και τον Πέτρο Μολυβιάτη ως τον Θεόδωρο Καρυώτη και τον Άγγελο Συρίγο–, ρητά ή άρρητα θεωρεί ανεξάλειπτες τις αιτίες της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης: στη σύγκρουση –θεωρεί– δεν χωράνε ηθικά διλήμματα για τις αναγκαίες συμμαχίες ή τις προπαρασκευαστικές ενέργειες απέναντι σε έναν επιτιθέμενο αντίπαλο – πολύ περισσότερο, δεν χωρούν «αφελείς» διεθνιστικές ευαισθησίες: το θέμα απέναντι στην Τουρκία είναι η ισχύς. Με αυτό το σκεπτικό, η Ελλάδα συμμαχεί με το μονίμως εμπόλεμο Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο του Σίσι, τη Λιβύη του Χαφτάρ, τις ΗΠΑ του Τραμπ, τη Γαλλία του πλασιέ φρεγατών Μακρόν. Στο τέλος όμως της μέρας, όπως επιβεβαιώθηκε ξανά την περασμένη εβδομάδα, το ΓΕΕΘΑ καταλαβαίνει ότι, αν θέλει πόλεμο, δεν θα τον κάνει με «ξένα κόλλυβα». Τη στιγμή της επαπειλούμενης μάχης, ο γεωπολιτικός ρεαλισμός αποδεικνύεται, όπως και το 2018, απλά μη ρεαλιστικός. Αλλά τότε με ποια προσέγγιση θα ξεπεράσουμε το αδιέξοδο; Με ποια στρατηγική θα αποτραπεί μια πολεμική σύγκρουση με ανυπολόγιστο κόστος και για τις δύο πλευρές, που πιθανότατα θα εμπλέξει και ευρύτερες δυνάμεις;

Πόσες είναι οι διαφορές Ελλάδας-Τουρκίας;

Ο Αλέξης Ηρακλείδης ανήκει στον αντίποδα των εθνικιστών διεθνολόγων της «ρεαλιστικής» σχολής: για τον ίδιο, αν το κόστος μιας σύγκρουσης μας φαίνεται αφόρητο, τότε πρέπει πρώτα να δούμε «τι είναι αυτό που μας χωρίζει». Σήμερα, Ελλάδα και Τουρκία δεν συμφωνούν ούτε ως προς αυτό. Για την Ελλάδα, η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, η οριοθέτηση δηλαδή του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους των υποβρυχίων περιοχών και από τις δύο πλευρές, «τόσο για τα ηπειρωτικά εδάφη όσο και για τα κατοικημένα νησιά (τα ακατοίκητα δεν έχουν υφαλοκρηπίδα αλλά μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη)» (σελ. 27).

Γιατί είναι σημαντική η υφαλοκρηπίδα; Γιατί χωρίς την οριοθέτησή της (που, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, αφού Ελλάδα και Τουρκία απέχουν λιγότερο από 200 μίλια), «ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία […] δεν μπορούν να επιχειρήσουν γεωτρήσεις, αλλά μόνο να προβούν σε σεισμική ή άλλη έρευνα στην ανοικτή θάλασσα, χωρίς όμως να αγγίξουν το βυθό της θάλασσας» (σ. 27-28).

Η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα δεν είναι ούτε «αξιακή», ούτε «προαιώνια»: δεν έχει σχέση με την Άλωση της Πόλης ή την Αγιασοφιά. Για την Ελλάδα, η διαφορά ξεκίνησε το 1973, όταν η Τουρκία έδωσε άδεια στην τουρκική εταιρεία πετρελαίου (TPAO) για εκμετάλλευση υπεδάφους στα δυτικά των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Για την Τουρκία, το πρόβλημα άρχισε δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν η Ελλάδα έδωσε αντίστοιχη άδεια σε ξένες εταιρείες, για εκμετάλλευση σε περιοχή τουρκικού ενδιαφέροντος. Αυτή η συζήτηση, όμως, απλά δεν υπάρχει στα περισσότερα από τα σοβαρά ή λαθρόβια σάιτ που, μέρες τώρα, φτιάχνουν κλίμα πολέμου με την Τουρκία: το ζήτημα είναι, γενικώς, «η κυριαρχία».

Ο Ηρακλείδης λέει το προφανές: ακόμα κι αν για την Ελλάδα το θέμα είναι μόνο η υφαλοκρηπίδα, το γεγονός και μόνο ότι η Τουρκία θέτει και άλλα ζητήματα, σημαίνει ότι υπάρχουν περισσότερες διαφορές (σελ. 80): το παραδέχονται, εξάλλου, και συντηρητικοί Έλληνες διεθνολόγοι. Το χειρότερο: ενώ στην Ελλάδα το θέμα είναι «μόνο η υφαλοκρηπίδα», όσες και όσοι (δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας!) δεν γνωρίζουν το Διεθνές Δίκαιο, νομίζουν –εσφαλμένα– ότι οι απόψεις της Τουρκίας για τον εναέριο χώρο, την αιγιαλίτιδα ζώνη, το FIR, είναι όλες «αναθεωρητικές», χωρίς βάση στο Διεθνές Δίκαιο. Έτσι, όμως, κάθε διαπραγμάτευση είναι καταδικασμένη να βρίσκεται στο έλεος του εθνικιστικού παροξυσμού που καλλιεργούν Δεξιά και Ακροδεξιά, μιλώντας για ένα δικό τους, φαντασιακό «Διεθνές Δίκαιο».

Πράγματα που μας λένε για τις ελληνοτουρκικές διαφορές και δεν είναι έτσι

Για τον Ηρακλείδη, οχτώ είναι οι θέσεις-«μύθοι» της ελληνικής πλευράς, που, πέρα από τις ιδιοτέλειες του Ερντογάν, οξύνουν το τουρκικό «σύνδρομο της περικύκλωσης», έναν φόβο δηλαδή που συμμερίζονται δεκαετίες Τούρκοι διπλωμάτες, ότι Ελλάδα και Ελληνοκύπριοι (αλλά και Κούρδοι και χώρες της Αν. Μεσογείου) θα περικυκλώσουν την Τουρκία από τη θάλασσα (σελ. 159) ή θα θελήσουν να την διαμελίσουν:

1. Ο περιορισμός των ελληνοτουρκικών διαφορών σε μία: την υφαλοκρηπίδα.

2. Η πεποίθηση ότι η ελληνική υφαλοκρηπίδα που χρειάζεται να οριοθετηθεί είναι μόνο αυτή μεταξύ νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των τουρκικών παραλίων: το υπόλοιπο 90% του Αιγαίου –θεωρεί η ελληνική πλευρά– ανήκει, ή θα εκδικαζόταν, στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οριοθέτηση χρειάζονται επίσης ο βυθός και το υπέδαφός του κάτω από την ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου (σελ. 81). Η μέση διαφορά από τις μαξιμαλιστικές θέσεις και των δύο χωρών θα έδινε υφαλοκρηπίδα 20-30% στην Τουρκία και 70-80% στην Ελλάδα (σελ. 113-114). Το Διεθνές Δικαστήριο αποδίδει, ενίοτε, λιγότερη υφαλοκρηπίδα στα νησιά (βλ. υφαλοκρηπίδα μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας), προκειμένου να μην αδικηθεί μια χώρα με εκτεταμένο μέτωπο σε μια θάλασσα (σελ. 118), όπως εν προκειμένω η Τουρκία. Για τον Ηρακλείδη, ωστόσο, καλύτερα θα ήταν να μην υπάρχουν κοιτάσματα πετρελαίου προς (συν)εκμετάλλευση: «η κύρια πηγή πλούτου για τις δύο χώρες (και ειδικά για την Ελλάδα) είναι οι καθαρές θάλασσες και το καθαρό περιβάλλον […] και όχι να γεμίσει το Αιγαίο με γεωτρύπανα άντλησης πετρελαίου ή να κινδυνεύσει με μόλυνση η περιοχή από κάποιο ατύχημα» (σελ. 118).

3. Η θέση για το δικαίωμα μονομερούς επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδα ζώνη) από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, «με βάση το Διεθνές Δίκαιο». Στην πραγματικότητα, το Διεθνές Δίκαιο δίνει δικαίωμα «σε πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 12 μίλια»: δεν υποχρεώνει στα 12. Η δε επέκταση στα 12 μίλια, απλά και μόνο επειδή «έχουμε δικαίωμα», πέρα απ’ το ότι θα διπλασίαζε την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, δεν θα έβλαπτε «μόνο τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα [σ.σ.: εξού και για την Τουρκία θεωρείται αιτία πολέμου/casus belli], αλλά και τη διεθνή ναυσιπλοΐα […] σε μία θαλάσσια οδό που αποτελεί σημαντικό διεθνή ναυτικό δίαυλο από τη Μαύρη Θάλασσα στη λοιπή Μεσόγειο, και, διά του Σουέζ, στον Ινδικό Ωκεανό (σελ. 127). Λογική, για τον Ηρακλείδη, θα ήταν είτε η διατήρηση των 6 ναυτικών μιλίων (που η Τουρκία δεν αμφισβητεί)· είτε ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη 10 ή 12 μιλίων στην ηπειρωτική χώρα και όχι στα νησιά (σε συνεννόηση με την Τουρκία)· είτε εναλλασσόμενα όρια σε διάφορα νησιά και τις πλευρές τους (σελ. 128), σε ένα Αιγαίο όπου η χάραξη ορίων είναι πιο δύσκολη από οπουδήποτε στον κόσμο.

4. Η Συνθήκη της Λωζάνης καθορίζει επακριβώς τα θαλάσσια σύνορα: νησιά και βραχονησίδες με τρία μίλια απόσταση από την Τουρκία είναι δικά της – πέρα από τα τρία μίλια (βλ. Ίμια), είναι ελληνικά. Στην πραγματικότητα, επακριβώς καθορισμένα, λέει ο Ηρακλείδης, είναι τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Δωδεκανήσων και Τουρκίας (απ’ το Καστελόριζο ως το Αγαθονήσι): αυτά μόνο είχαν οριοθετηθεί από την προηγούμενη ιταλική διοίκηση (σελ. 83).

5. Το Αιγαίο είναι «αρχιπέλαγος», άρα όλη η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και η ΑΟΖ, όπως και το FIR (σ.σ.: που δεν αποτελεί χώρο κυριαρχίας), είναι ελληνικές. Όμως, παρά τη γειτνίαση πολλών νησιών του Αιγαίου, με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, το Αιγαίο δεν  είναι αρχιπέλαγος (ό.π.).

6. Ο ελληνικός εναέριος χώρος (10 ναυτικά μίλια) μπορεί να υπερβαίνει την έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης (6 ναυτικά μίλια). Αλλά πέρα από πρωτοφανές για το Διεθνές Δίκαιο, αυτό δίνει «πάτημα» στην Ελλάδα να μιλά διαρκώς για παραβιάσεις, στην δε Τουρκία να το θεωρεί πρόβα για επέκταση και της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 10 ή τα 12 ναυτικά μίλια.

7. Η Ελλάδα μπορεί να ζητάει σχέδια πτήσης από τα τουρκικά πολεμικά στο πλαίσιο του FIR Αθηνών. Αλλά το FIR είναι διεθνής χώρος ανταλλαγής πληροφοριών για την ασφάλεια των πτήσεων – όχι εθνικός εναέριος χώρος. Παραβιάζει τον ελληνικό εναέριο χώρο η Τουρκία; Ενίοτε ναι. Αλλά το ίδιο κάνουν ενίοτε και Έλληνες πιλότοι.

8. Η Ελλάδα μπορεί να καθορίσει μονομερώς ΑΟΖ βορείως της Λιβύης και σε όλο σχεδόν το Αιγαίο (άποψη Άγγελου Συρίγου, Θεόδωρου Καρυώτη και Βενιαμίν Καρακωστάνογλου). Στην πραγματικότητα, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας απαιτεί είτε συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών (Ελλάδας και Τουρκίας), είτε συνδιαλλαγή σε συνδυασμό με συμφωνία ή παραπομπή σε διεθνή δικαστικό μηχανισμό για την οριοθέτηση (σελ. 86). 

Το διπλωματικό κεκτημένο αμοιβαίας κατανόησης: ένα κεκτημένο που μπορεί να αξιοποιηθεί

Ο Ηραλείδης δεν θεωρεί την προσφυγή στη Χάγη υποκατάστατο των διμερών σχέσεων εμπιστοσύνης. Κι ο ίδιος ούτε αποκρύπτει, ούτε φυσικά ωραιοποιεί, προβληματικές τουρκικές θέσεις, όπως το αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Η σημαντική συμβολή του βιβλίου, ωστόσο, έγκειται στην αμφισβήτηση των ελληνοκεντρικών απόψεων που, αν και δεν έχουν το Διεθνές Δίκαιο «στο τσεπάκι», κυριαρχούν ως αυτονόητες στην Ελλάδα. Η αμφισβήτηση των απόψεων αυτών δεν αποτελεί …αφελή ή υπερβάλλοντα διεθνισμό: μεταξύ 1975-1981, η σύγκλιση Ελλάδας και Τουρκίας επιτεύχθηκε ακριβώς πάνω σε θέσεις πέρα από τους ελληνικούς μαξιμαλισμούς που σήμερα υιοθετεί μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος και στις δύο χώρες (σελ. 93-94), αριστερών δυνάμεων μη εξαιρουμένων:

– Επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με διαπραγμάτευση ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

– Η τουρκική υφαλοκρηπίδα να μην εγκλωβίζει τα ελληνικά νησιά του Αν. Αιγαίου

– Η ελληνική υφαλοκρηπίδα να μην κλείνει τις εξόδους της Τουρκίας στην ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου

– Η Ελλάδα να μην επεκτείνει μονομερώς την αιγιαλίτιδα ζώνη της

– Η Ελλάδα να προσαρμόσει τον εναέριο χώρο της στην αιγιαλίτιδα ζώνη της

– Να μην εγερθεί ζήτημα ΑΟΖ

– Η επίλυση των διαφορών να λαμβάνει υπόψη ανάγκες και εκατέρωθεν φόβους.

Ορισμένες από τις θέσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν και στις διαπραγματεύσεις του 2002-2003, τις οποίες διέκοψε το 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή. Σήμερα, μετά το ελληνικό και ελληνοκυπριακό άδειασμα του μετριοπαθούς Τουρκοκύπριου ηγέτη Ακιντζί στο Κραν Μοντανά (βλ. 140-150), μετά και τις επικίνδυνες (και ατελέσφορες!) κινήσεις ενεργειακής διπλωματίας τύπου EastMed (σελ. 151-175), είναι τουλάχιστον στενάχωρο, η επίσημη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, η απεύθυνση του ΚΚΕ στο εσωτερικό και ο (πολύ) πατριωτικός αντιιμπεριαλισμός τμημάτων της άκρας Αριστεράς, να «ξεχνούν» ένα «εθνικό κεκτημένο» που μπορεί –επείγει!– να αξιοποιηθεί, για διεθνιστικούς σκοπούς. Το βιβλίο του Ηρακλείδη θα άξιζε στ’ αλήθεια να διαβαστεί, μήπως θυμηθούμε πως η εξωτερική πολιτική (όχι γενικά τα «εθνικά θέματα»…) έχει, και αυτή, τη Δεξιά και την Αριστερά της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

22 Ιουλίου

Έδιωξε πιστή από την εκκλησία, μιλάει για παγκόσμια δικτατορία μέσω ΠΟΥ…