Τη “μείζονα πολιτική ευθύνη, να απευθύνεται στη Διάσκεψη ως εκπρόσωπος μίας χώρας που, ευρισκόμενη στη δίνη μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης -όχι μόνο με δική της ευθύνη- κλήθηκε να θέσει υπό αμφισβήτηση βασικούς θεσμικούς άξονες της προστασίας της εργασίας, που επί δεκαετίες είχε οικοδομήσει στη βάση και των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας” επισήμανε ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Πάνος Σκουρλέτης, στην 104η Γενική Διάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO).
Ο υπουργός τόνισε ότι η ευθύνη αυτή ακόμη βαρύτερη, “καθώς απευθύνομαι στη Διάσκεψη ως εκπρόσωπος μίας νέας κυβέρνησης, που εξελέγη με την εντολή να αναμετρηθεί με την σοβούσα ακόμη οικονομική κρίση, αντιτασσόμενη στις πολιτικές ακραίας λιτότητας. Μίας κυβέρνησης, που προτάσσει την αντίληψη ότι η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, όχι μόνο δεν συνιστά εμπόδιο στη δημοσιονομική σταθερότητα και την παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά αποτελεί απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για κάθε έννοια βιώσιμης ανάπτυξης”.
Ο Πάνος Σκουρλέτης τόνισε ότι στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της σκληρής και επώδυνης επιρροής που ασκεί αυτή στον κόσμο της εργασίας, και υπό την πίεση των διεθνών αγορών, “η Ελλάδα υποβλήθηκε στο πιο σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία. Ένα πρόγραμμα που, βασισμένο στην οικονομικά αδιέξοδη και κοινωνικά βίαιη λογική μίας χωρίς προηγούμενο εσωτερικής υποτίμησης, μετέτρεψε την Ελλάδα σε πεδίο δοκιμής ενός οικονομικού μοντέλου, που αξιώνει ως όρο εφαρμογής την εκτεταμένη απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της εργασίας.”
“Η δια νόμου κατάργηση ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% (και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών) σε επίπεδα κάτω από τα όρια της φτώχειας, η πλήρης αποδιάρθρωση του συστήματος συλλογικών συμβάσεων εργασίας και επίλυσης συλλογικών διαφορών (με αποτέλεσμα να καλύπτεται σήμερα μόλις το 1/5 των εργαζομένων από συλλογικές ρυθμίσεις και οι υπόλοιπες εργασιακές σχέσεις να ρυθμίζονται μόνο από ατομικές συμβάσεις), όχι μόνο δεν συνέβαλαν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης, αλλά επέφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα” είπε ο υπουργός, επισημαίνοντας τη μείωση του ΑΕΠ κατά 23%, την εκτίναξη της ανεργίας από το 7,7% στο 27,5% (και ειδικά για τους νέους στο 58%), την αύξηση του κινδύνου φτώχειας από το 22% στο 34%, τη μείωση κατά το ήμισυ της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και την υποχώρηση της ελληνικής οικονομίας στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας, από την 67η θέση στην παγκόσμια κατάταξη το 2008 στην 81η σήμερα.
“Η δημοκρατική εντολή του Ελληνικού λαού για μία ριζική ανακατεύθυνση του αναπτυξιακού μοντέλου και το κανονιστικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας που θέτουν οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας υποδεικνύουν σήμερα με τον πιο επιτακτικό τρόπο τις προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης” τόνισε ο Υπουργός, θυμίζοντας ότι η κυβέρνηση “προωθεί ήδη τη νομοθετική αποκατάσταση και αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων και επίλυσης των συλλογικών διαφορών” και αυτό “δεν αποτελεί για εμάς αντικείμενο διαπραγμάτευσης”.
“Στο πλαίσιο αυτό και εκπροσωπώντας μία χώρα όπου οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καλύπτουν ποσοστό άνω του 80%, μόνο θετικά μπορώ να σχολιάσω τη διαπίστωση που περιέχεται στην Έκθεση του Γενικού Διευθυντή ότι συστήματα εργασίας που ευνοούν την υψηλή συμμετοχή των εργαζομένων αποτελούν παράγοντα βελτίωσης της απόδοσης των επιχειρήσεων. Και θεωρώ επίσης σημαντικό να γνωστοποιήσω στη Διάσκεψη ότι η Ελληνική Κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει σειρά πρωτοβουλιών, με ενεργό συμμετοχή και δέσμευση των κοινωνικών εταίρων, για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.
Απαντώντας στο ερώτημα για το αύριο, η Έκθεση του Γενικού Διευθυντή επισημαίνει ότι «το μέλλον της εργασίας θα είναι αυτό που εμείς θα διαμορφώσουμε». Στο μέτρο που το υποκείμενο «εμείς» περιλαμβάνει όσους παραμένουν πιστοί στην αξίωση της κανονιστικής πραγμάτωσης των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και της καταστατικής αρχής της ΔΟΕ για τη διαρκή επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, η ελληνική κυβέρνηση με συναίσθηση της ιστορικής της ευθύνης απευθύνει στη Διάσκεψη τη διαρκή της δέσμευση στον αγώνα οικοδόμησης ενός μέλλοντος αντάξιου του κόσμου της εργασίας. Χαιρετίζοντας τις εργασίες της Διάσκεψης διατυπώνω την προσδοκία ότι η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, τούτη την κρίσιμη ώρα, θα είναι αρωγός της Ελλάδας σε αυτό τον αγώνα, επιτελώντας τον ιστορικό της ρόλο ως εγγυήτριας των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και του διαρκούς στόχου για κοινωνική δικαιοσύνη“.
Photo Credit: Menelaos Myrillas/ SOOC