in

O Βασίλης Τσιράκης για το βιβλίο του alterthess «Στιγμές Σαλονίκης» του Γιάννη Γκλαρνέτατζη.

O Βασίλης Τσιράκης για το βιβλίο του alterthess «Στιγμές Σαλονίκης» του Γιάννη Γκλαρνέτατζη.

Εδώ και αρκετά χρόνια ο συγγραφέας με τις τόσο δημοφιλείς, αλλά και αναντικατάστατες περιηγήσεις του στην «άλλη» Θεσσαλονίκη, μας έδειχνε στην πράξη πως η ιστορία εκτός από το διδακτισμό της επιστήμης  μπορεί να προσφέρει και το στοιχείο της απόλαυσης. Να μετατραπεί δηλαδή κατά κάποιο τρόπο δηλαδή σε ένα είδος τέχνης.
Έτσι και οι Στιγμές Σαλονίκης ως μεταφορά των περιηγήσεων στο χαρτί εμπεριέχουν όλα τα θετικά τους. Και την ακρίβεια της ιστορικής έρευνας, αλλά και την αμεσότητα, την αυθεντικότητα και την οικειότητα του προφορικού λόγου. Και με αυτή την έννοια οι Στιγμές Σαλονίκης δεν είναι ένα κλασσικό  δοκίμιο.

Είναι αλήθεια πως ο γραπτός λόγος έχει τους δικούς του νόμους και κανόνες. Όμως ο συγγραφέας δεν στέκεται υπάκουος μπροστά τους. Δεν προσπαθεί ούτε να «ακαδημαϊκίσει», ούτε να «λογοτεχνίσει», ούτε καν «δημοσιογραφήσει», παρά μόνο να είναι αληθινός.
Έτσι ο γραπτός του λόγος είναι ακριβής μεταφορά του προφορικού, τόσο πιστή που νομίζεις πως είναι μπροστά σου και τον ακούς να αγορεύει.
Αυτό όμως δεν αποβαίνει εις βάρος της ανάγνωσης (κι αυτό αποδεικνύεται και από την αναγνωσιμότητα των Στιγμών), ενώ ίσως -σύμφωνα με τους κανόνες- θα έπρεπε. Και η εξήγηση γι αυτό είναι πως οι Στιγμές Σαλονίκης δεν είναι παρά ένας συνεχής διάλογος του συγγραφέα τόσο με τον εαυτό του, όσο και με τον αναγνώστη. Διάλογος που λογοτεχνικά νομιμοποιεί τη μεταφορά του προφορικού λόγου στο χαρτί. Και το γεγονός  αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει για ακόμα μια φορά πως το μεγαλύτερο προσόν ενός γραφιά είναι η τιμιότητα και όχι το δήθεν, η επιτήδευση και η πρόκληση εντύπωσης.

Ο συγγραφέας παίρνει θέση στα πράγματα; Ναι είναι η απάντηση. Όχι όμως προκρίνοντας τη συναισθηματική ταύτιση και τον διδακτισμό. Όχι κουνώντας δασκαλίστικα το δάκτυλο ως παντογνώστης. Αλλά χρησιμοποιώντας με τέχνη και μαστοριά τον υπαινιγμό και την ειρωνεία. Και εδώ νομίζω είναι το πιο δυνατό σημείο του τρόπου παρέμβασης του συγγραφέα  στην ιστορία της πόλης.
Και τέλος βέβαια παίρνει θέση από την ίδια τη θεματολογία που επιλέγει. Στα 46 Θέματα και των δυο εκδόσεων, τα 18 είναι αμιγώς πολιτικά, τα 13 αναφέρονται στους κάτοικους και τις κοινότητες της πόλης, 12 θέματα είναι κοινωνικά, 1 εκπαιδευτικό, 1 χωροταξικό και 1 πολιτιστικό.

Οι Στιγμές Σαλονίκης δεν είναι μια ακόμα ιστορική αφήγηση, έστω ενταγμένη στον αντίποδα της επίσημης αφήγησης και των εθνικών στερεότυπων.
Είναι φανερό από την πρώτη στιγμή πως ο συγγραφέας επιλέγει συνειδητά την ενασχόληση με το δευτερεύον, το φαινομενικά περιττό και ασήμαντο και σε αρκετές περιπτώσεις  περιθωριακό, προσπαθώντας έτσι να ανακαλύψει απόκρυφες πτυχές της ιστορίας της πόλης, δευτερεύουσες όψεις της, να διεισδύσει στα άβατά της.
Με μια έννοια ο συγγραφέας των στιγμών Σαλονίκης είναι ένας ρακοσυλλέκτης της επίσημης ιστορίας. Μαζεύει όσα «σκουπίδια» έχει πετάξει η επίσημη εθνική αφήγηση στο καλάθι των αχρήστων και αυτά τα «απορρίμματα» τα μετατρέπει σε διαμάντια, με μια τεχνική που άλλοτε θυμίζει κολάζ και άλλοτε παζλ.
Με άλλα λόγια – και επηρεασμένος ίσως και τις σπουδές του στη φυσική – επιλέγει την μικροσκοπική μελέτη, που σε αντίθεση με την μακροσκοπική είναι από τη φύση της ως μεθοδολογική προσέγγιση, πιο διεισδυτική και εντοπισμένη, μελετώντας τα πράγματα από τα μέσα και όχι απέξω, από απόσταση.
Έτσι μέσα από τη μικρή αφήγηση αμφισβητείται η μεγάλη – επίσημη  αφήγηση της ιστορίας, που κατά γενική ομολογία γράφεται από τους  νικητές.
«Το τι θυμάται μια κοινωνία είναι ταυτολογικά – κοινωνικά κατασκευασμένο, αποτέλεσμα αντιπαραθέσεων, μετά από τις οποίες οι νικητές στήνουν τα τρόπαια τους στο σώμα της πόλης», μας λέει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του.

Πράγματι το στερεότυπο της επίσημης αφήγησης πως οι φιλελεύθεροι – οι βενιζελικοί ήταν οι προοδευτικοί της εποχής, οι δημοκράτες, ενώ το Λαϊκό κόμμα οι αντιδραστικοί, οι συντηρητικοί, καταρρέει αμέσως αν διαβάσει κανείς το «Έλληνες εξοντώσατε τους εβραίους, το προγκρόμ του Κάμπελ (1931)» ή «Την δίκη για τον εμπρησμό του Κάμπελ (1932)».
Ή ακόμα πόσο σφαιρική εικόνα μπορεί να αποκτήσει κάποιος για το καπνεργατικό κίνημα της περιόδου αν δεν έχει διαβάσει το «Οι εργάτριες στο εργοστάσιο τσιγάρων Σαλόνικα κατεβαίνουν σε απεργία».

Και βέβαια δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οι Στιγμές Σαλονίκης χωρίς την τοπογραφία της πόλης, η οποία όμως δεν αποτελεί ένα από τα κομμάτια της, ένα ή περισσότερα ξεχωριστά κεφάλαια, αλλά διαχέεται με τον ένα ή άλλο τρόπο σε όλα τα κείμενα και των δυο πρώτων βιβλίων της τετραλογίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Η πρώτη απογραφή επί ελληνικής διοίκησης -1913», όπου βρίσκει κανείς μια πλήρη καταγραφή των συνοικιών της πόλης με απίστευτες λεπτομέρειες, όπως η συνοικία Δεφτερδάρ και Κάρλο Αρσιάν.

Και εδώ θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ πάλι στις περιηγήσεις, όπου ο Γιάννης δεν στέκεται ευλαβικά μόνο στα εναπομείναντα μνημεία ή στα κτίρια και δρόμους, μιλώντας μας για την αρχιτεκτονική και την ιστορία τους, αλλά κοντοστέκεται και σ’ αυτά που δεν υπάρχουν πια, που δεν τα βλέπουμε, που δεν μας έχουν αφήσει ούτε ένα αποτύπωμα τους, έστω μια μικρή επιγραφή, ένα ίχνος, μνημεία που έχουν πεθάνει, όχι από όμως βαθειά γεράματα, αλλά γιατί έχουν δολοφονηθεί, κάνοντας έτσι τη στάση των περιηγητών μπροστά σε μια κακότεχνη πολυκατοικία της δεκαετίας του 70, να μοιάζει με μνημόσυνο για το οθωμανικό μνημείο που υπήρχε στη θέση της

Η λήθη, η επιχείρηση απόκρυψης της ιστορίας της πόλης και κυρίως του βασικού στοιχείου της ταυτότητας της, της πολυεθνικότητας, στο έδαφος της σημερινής πραγματικότητας του ανελέητου κυνηγιού των μεταναστών, θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει έναν ιστορικό μελετητή σε μια νοσταλγική αντιμετώπιση του χτες, σε μια ρομαντική αναπόληση της παλιάς πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης, σε μια εξιδανίκευση του παρελθόντος της.
Ο συγγραφέας όμως δεν πέφτει ούτε σ’ αυτή την παγίδα. Αντιθέτως τα κείμενά του όταν δεν ψηλαφούν ανοιχτές πληγές, είναι μικρές τομές στο σώμα της πόλης που μας δίνουν την δυνατότητα να διερευνήσουμε, χωρίς φόβο και πάθος, την ιστορική εμπειρία που διαμόρφωσε την πόλη μας.
Οι περιηγήσεις και το συγγραφικό έργο του Γιάννη Γκλαρνέτατζη θα μείνουν στην ιστορία ως μια ουσιαστική συμβολή στην επεξεργασία της ιστορικής συνείδησης του Θεσσαλονικιού.

* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Βασίλη Τσιράκη στην βιβλιοπαρουσίαση των Στιγμών Σαλονίκης που πραγματοποιήθηκε στις 23 Οκτώβρη στο Κοινωνικό Κέντρο- Στέικι Μεταναστών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορατότης μηδέν…Του Παντελή Μπουκάλα

Συνεδριάζει σήμερα το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης