Συναντηθήκαμε με τον Δημοσθένη Παπαδάτο – Αναγνωστόπουλο για να μιλήσουμε για το νέο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες με τίτλο «Ο ΜαυροΚόκκινος Δεκέμβρης. Άκρα και Κέντρο στην εξέγερση του 2008 (πλήθος, ηγεμονία, στρατηγική)», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος».
Αφορμή της συνάντησης μας η παρουσίαση του βιβλίου του στη Θεσσαλονίκη την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου στις 19:00 στην αίθουσα εκδηλώσεων της Ε.Σ.Η.Ε.Μ.-Θ. (Στρατηγού Καλλάρη 5).
Συνέντευξη: Ιάσων Μπάντιος
Τι είναι ο μαυροκόκκινος Δεκέμβρης;
Διάλεξα τον τίτλο αυτόν για το βιβλίο πρώτα για λόγους συνέπειας απέναντι στα γεγονότα: προτού μπουν οι μαθητές στο προσκήνιο, το πρωί της Δευτέρας 8 Δεκέμβρη, οι συγκρούσεις της 6ης και της 7ης –ό,τι στον δημοσιογραφικό λόγο και στην αργκό της αστυνομίας αναφέρονταν ως «ταραχές» ή «επεισόδια»– ξεκίνησαν στα Εξάρχεια το βράδυ της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου με πρωταγωνιστικό ρόλο τμημάτων της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου – του Κόκκινου και του Μαύρου. Για λόγους σκοπιμοτήτων ή μικροϊδιοκτησιακούς, αυτό αποσιωπάται από πολλές πλευρές. Η ουσία δεν αλλάζει.
Υπάρχει ένας ακόμα λόγος γιατί διάλεξα αυτόν τον τίτλο. Όπως συμβαίνει με όλες τις πραγματικές αντικρατικές εξεγέρσεις του εικοστού αιώνα, τον Δεκέμβρη οι ταυτότητες των εξεγερμένων, αριστερών και των αναρχικών, γίνονται όλο και πιο «ρευστές», όλο και πιο σχετικές. Ο Δεκέμβρης του 2008 δεν εξαντλείται, φυσικά, στην αριστερά και την αναρχία. Όμως ο Δεκέμβρης είναι ο χρόνος και ο χώρος όπου συγκλίνουν (όχι όλη αλλά μια ορισμένη) αριστερά και τμήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Η σύγκλιση αυτή μας αφορά σήμερα, καταρχάς γιατί συνεχίζεται – και πρέπει να συνεχιστεί: μπροστά στην άνοδο του φασισμού και της άκρας δεξιάς, μπροστά στη νέα φάση της κρίσης, μπροστά στην ανοχή ή την απροσχημάτιστη στήριξη τμημάτων του αστικού κόσμου στους «Μακεδονομάχους», στη «σοβαρή» ή και την ανοιχτά εγκληματική Χρυσή Αυγή. Το εμπόλεμο κράτος που οικοδομεί η σύγκλιση αυτή, η κρίση εκπροσώπησης που συνεχίζεται, τα όρια του «εκδημοκρατισμού» των κρατικών μηχανισμών που έδειξε η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η δολοφονία του Ζακ – όλα αυτά δείχνουν πως η εξέγερση δεν είναι καθόλου παλιά ιστορία. Είναι (και ευτυχώς!) μια απολύτως ρεαλιστική δυνατότητα.
Σβήνουν δηλαδή στις εξεγέρσεις οι διαχωριστικές γραμμές αριστεράς-αναρχίας, που ισχύουν τον καιρό της «κανονικότητας»;
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: σε επίπεδο τακτικής (απέναντι στο κράτος, την παρέμβαση στους θεσμούς, τη λογική της ταξικής ηγεμονίας και της πολιτικής οργάνωσης, τα όρια της αντι-βίας) οι διαφορές παραμένουν. Σε επίπεδο σχέσεων, η καχυποψία και η ψευδοαυτάρκεια, ο ελιτισμός και οι ηγεμονισμοί, συχνά δίνουν τον τόνο. Ο Δεκέμβρης, όμως, μας δείχνει πως, «παρά ταύτα», η συνύπαρξη, το βίωμα της κοινής αντιπαλότητας με το κράτος και τα αφεντικά, μπορεί, αντί να θυσιάζει σχέσεις και να διαιρεί, να λειτουργεί πολλαπλασιαστικά.
Σε άλλα συμφραζόμενα, αυτή είναι η λογική των «κοινών». Ο Μαρξ του Μανιφέστου μιλά για τα «κοινά συμφέροντα». Ο Λένιν του Κράτος και επανάσταση «κατηγορείται» ως αναρχικός γιατί απεχθάνεται την κοινοβουλευτική νομιμοφροσύνη των αντιπάλων του στη σοσιαλδημοκρατία. Ο Βελγορώσος αναρχικός Βικτόρ Σερζ εκθειάζει τους μπολσεβίκους. Το ισπανικό POUM δείχνει έναν δρόμο πέρα από τη φρίκη του σταλινισμού. Πιο πρόσφατα, οι Λεβί και Μπεζανσενό γράφουν για τις «επαναστατικές συγγένειες», τα κόκκινα και τα μαύρα αστέρια. Και στους Αρχάγγελους του Τάιμπο συναντάμε φιγούρες επαναστατών που δύσκολα μπορείς να τους κατατάξεις εδώ ή εκεί.
Αριστερά και αναρχία θεωρούν την εξέγερση αναγκαία συνθήκη για μια άλλη κοινωνία. Είναι αναγκαία – όχι ικανή: το θέμα είναι τι οικοδομεί η εξέγερση (για) την άλλη μέρα. Πώς προστατεύεται από την καταστολή. Πώς επεκτείνει τη βάση που κινητοποιείται και τη στηρίζει. Εκεί –κι αυτή είναι η εμπειρία του 2008– οι σχέσεις, οι συνέργειες των δύο χώρων, είναι απολύτως κρίσιμες.
Τα αντανακλαστικά της άμεσης δράσης, η κατάληψη ως μέσο και κέντρο αγώνα, η συγκρουσιακή διάθεση, η επιμονή στις σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης, είναι στοιχεία συμβολής του αναρχικού χώρου χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να σκεφτούμε τον Δεκέμβρη. Δεν μπορούμε, όμως, να τον σκεφτούμε ούτε χωρίς την Αριστερά: χωρίς την επιμονή στην μαζικότητα και την οργάνωση ιδίως των εργαζομένων, την «κοινωνικοποίηση» της εξέγερσης και τα ρεπερτόρια δράσης που τη διευκολύνουν. Χωρις την απόπειρα ενοποίησης των υποκειμένων σε αιτήματα, τη διεύρυνση της στοχοθεσίας των εξεγερμένων πέρα από τη βίαιη αντιπαράθεση με την καταστολή, τη σύνδεση με μια εναλλακτική πολιτική – αν δεν θέλουμε να είναι η Κεντροαριστερά ο πολιτικός ορίζοντας της αντίθεσης στον κρατικό αυταρχισμό. Αυτά μας ενδιαφέρουν πολύ σήμερα.
Θέτεις τον Δεκέμβρη του 2008 ως ορόσημο για την δεκαετία που ακολούθησε. Ήταν θρυαλλίδα για μια σειρά εξελίξεων;
Οι αντίπαλοι του Δεκέμβρη τον πήραν πιο σοβαρά απ’ ό,τι εμείς. Στο βιβλίο, λοιπόν, δεν με ενδιέφερε να πείσω για το πόσο μαχητικό, επινοητικό και σημαντικό ήταν το κίνημα: αυτό το ζήσαμε, το κατέγραψαν τα λευκώματα, το αποτύπωσε μια ορισμένη αρθογραφία. Αυτό που χάνεται πάντα από τη συζήτηση είναι το πώς στάθηκαν οι αντίπαλοι απέναντι στον Δεκέμβρη: πόσα παίχτηκαν στην αντι-εξέγερση.
Για να το εξηγήσω, ανατρέχω στο σχήμα του Γκράμσι για την «παθητική επανάσταση». Πρόκειται για την «τιμωρητική» αντεπίθεση κράτους και ακροδεξιάς, ώστε να καλυφθεί το κενό που αφήνει η εξέγερση όταν χάνει ή υποχωρεί – όταν δεν καταφέρνει να θέσει και να επιλύσει το ζήτημα της εξουσίας. Σε αντίθεση με τη λάμψη τους, οι ίδιες οι εξεγέρσεις δεν είναι παντοτινές. Η παθητική επανάσταση, λοιπόν, επιδιώκει να καταστείλει και να διαιρέσει το υποκείμενο της εξέγερσης: να πείσει για τη «ματαιότητά» της. Να φέρει τα πράγματα εκεί που ήταν αυτά πριν από την εξέγερση, να «επουλώσει» τα τραύματα, επανενώνοντας –δηλαδή επανεθνικοποιώντας– μια διαιρεμένη κοινωνία. Να παραχωρήσει λίγα, προκειμένου να αποσπάσει περισσότερα.
Η παθητική επανάσταση έχει έναν στρατηγικό στόχο: Να «εκσυγχρονίσει» και να θωρακίσει τον καπιταλισμό, ώστε να μην ξαναϋπάρξουν εξεγέρσεις που να αμφισβητούν την εξουσία του. Αλλά κι αν υπάρξουν, οι «φιλοδοξίες» τους να είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει μετά το 2008. Και συμβαίνει γιατί η διαχείριση της εξέγερσης συμπίπτει με την διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης: γι’ αυτό και το «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες», σύνθημα που φωνάζει η αριστερά.
Είναι η εξέγερση «θρυαλλίδα» εξελίξεων; Ναι, απολύτως. Σε επίπεδο κορυφής, οι εξελίξεις αυτές συνοψίζονται στη σύγκλιση Κέντρου και Ακροδεξιάς, και στη δημιουργία του υβριδίου που από τότε λέμε «Ακραίο Κέντρο»: ποινικοποίηση της κουκούλας, απόπειρα να κλείσει το Indymedia, έμπρακτη κατάργηση του ασύλου, βία κατά των μεταναστών, αστυνομία και φασίστες ασύδοτοι, διανοούμενοι σε διαρκές φλερτ με τον αυταρχισμό, μίσος για τη Μεταπολίτευση.
Δεν «παίζουν» μόνοι τους, ωστόσο. Ήδη από την «επόμενη μέρα» της εξέγερσης φτιάχνονται πρωτοβάθμια σωματεία. Στήνονται δίκτυα αλληλεγγύης. Ξεφυτρώνουν μέσα αντιπληροφόρησης του κινήματος, καθώς, χάρη στο διαδίκτυο, τον Δεκέμβρη έχουν εξευτελιστει τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης. Η αναρχία οργανώνει αντιφασιστικές περιπολίες. Οι καταλήψεις και τα κοινωνικά κέντρα πληθαίνουν. Η Κερατέα, οι Σκουριές, οι Αγανακτισμένοι, που ακολουθούν, έχουν «κάτι» από Δεκέμβρη.
Περνώντας στο «μετά την εξέγερση» ξεχωρίζεις δύο σκέλη: την άνοδο της ακροδεξιάς και τη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι τα δύο κομβικά ζητήματα της δεκαετίας που πέρασε;
Ναι. Το 2008 τρομάζει τον κόσμο της ιδιοκτησίας και «ενοχοποιεί», ως διαχειριστικά ανίκανη, τη Νέα Δημοκρατία: αυτό δίνει ώθηση στον ΛΑΟΣ, που έχει μπει στη Βουλή το 2007. Καταστηματάρχες και αστυνομικοί προσφεύγουν στην στήριξη των ναζί. Το 2008, λοιπόν, η ακροδεξιά μπαίνει στο παιχνίδι ως δύναμη αντί-εξέγερσης, για να φτάσει εκεί που δεν φτάνει το κράτος. Τα ΜΜΕ συμβάλλουν κατά κόρον. Και είναι στρατηγικός ο ρόλος του αστυνομικού τμήματος του Αγίου Παντελεήμονα που, ενώ προϋπάρχει, γίνεται για την αντι-εξέγερση ένα είδος επιτελείου. Αυτή είναι η «ανακατάληψη» του κέντρου της πόλης, με την ανοχή του δημάρχου Καμίνη, και πριν την εξαγγείλει, ως προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, ο Σαμαράς το 2012. Έτσι φτάνει το 2010 η Χρυσή Αυγή στο συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων.
Το δεύτερο ορόσημο είναι, πράγματι, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ – και μετά η ήττα και ο αυτοεξευτελισμός του. Το 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται η μόνη υπολογίσιμη δύναμη της αριστεράς πανευρωπαϊκά που έχει συμμετάσχει ενσώματα και έχει στηρίξει πολιτικά μια αντικρατική εξέγερση. Η στάση αυτή θωρακίζει την εξέγερση απέναντι στην καταστολή: δίνει έμπνευση σε κόσμο και βαθμούς ελευθερίας στο κίνημα. Διαιρεί τους διανοούμενους, εξοργίζει το πολιτικό σύστημα και τους κρατικούς μηχανισμούς. Ο τότε ΣΥΡΙΖΑ εξισώνεται με τους ναζί, εκβιάζεται με δημοσκοπήσεις και, εντούτοις, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο δεν υποχωρεί. Στη συνέχεια, και ως την ήττα στις ευρωεκλογές του 2009, υπάρχει μια αντεπίθεση των σοσιαλφιλελεύθερων στο εσωτερικό του, που καταλήγει στη διάσπαση της ΔΗΜΑΡ, το 2010. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ο άλλος πόλος στην εκάστοτε σύγκρουση. Αρκείται, ωστόσο, στο να εκπροσωπεί πολιτικά μια κοινωνική δυναμική: λιγότεροι ενδιαφέρονται να την οργανώσουν, να της δώσουν στρατηγικό βάθος. Όταν το κίνημα αποσύρεται, το 2012, όταν η κρίση βγάζει απελπισία και το κράτος χρυσαυγιτοποιείται, το βάρος πέφτει στην ανάληψη της κυβέρνησης.
Τα κινήματα ως και το 2012 έχουν κάνει σχεδόν τα πάντα. Βρίσκουν, έτσι, ένα πραγματικό όριο: το ποιος έχει την εξουσία. Η απόσυρσή τους, από την άλλη, ευνοεί τη σκέψη ότι η κοινωνική αλλαγή είναι πια υπόθεση κυρίως της κυβέρνησης. Είναι αποκεί, και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, που το καλοκαίρι του 2015 η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέτει το διλημμα «ή κυβέρνηση ή τίποτα», διαλύοντας το κόμμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα μέσα στην εξέγερση;
Ναι, και το πλήρωσε έξι μήνες μετά, όταν καταποντίστηκε στις ευρωεκλογές του 2009, ή διασπάστηκε σε τρία κομμάτια στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010. Ήταν, όμως, και κόμμα με ισχυρές μικροαστικές εκπροσωπήσεις. Γι’ αυτό και βίωσε εκρηκτικές αντιφάσεις μέσα στην εξέγερση. Ο ίδιος ο Τσίπρας έλεγε στα μέσα του Δεκέμβρη «και εμείς νοικοκυραίοι είμαστε» ή το ανεκδιήγητο, ότι το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» είναι ρατσιστικό σύνθημα.
Το φθινόπωρο πια του 2015, με το τρίτο μνημόνιο, έφτασε να αναπαράγει την θεωρία των δύο άκρων, όπως και φέτος: «από την μια είναι οι αυτόκλητοι αντιεξουσιαστές, από την άλλη οι χρυσαυγίτες». Η απόφαση να συνθηκολογήσει με τον καπιταλισμό πήγε τον ΣΥΡΙΖΑ πίσω και στα ζητήματα που αφορούν την πολιτική αντίθεση στην αστυνομία και την κρατική καταστολή. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κόμμα κατειλημμένο από το κράτος, κι αυτό χρειάζεται να το σκεφτούν όσοι τον θεωρούν, άνευ ετέρου, αντίβαρο στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά κουβαλάει σήμερα μια συλλογική εμπειρία από την εξέγερση του 2008;
Ο αντικαπιταλιστικός χώρος, αριστερός και αναρχικός, το 2008 επιβεβαίωσε μια ιδρυτική «υπόθεση εργασίας»: μια αρχικά μειοψηφική κινητοποίηση με αντανακλαστικά άμεσης δράσης μπορεί –υπό όρους– να εξαπλωθεί σε πανεθνική κλίμακα, να «μπλοκάρει» τους κρατικούς μηχανισμούς, να κερδίσει τη διεθνή αλληλεγγύη. Δεν αρκεί η προπαγάνδα· δεν αρκεί, όμως, και η βία – ιδίως η μηδενιστική και αντικοινωνική, που τον Δεκέμβρη συνυπήρξε με τη μαζική και νομιμοποιημένη κοινωνική αντιβία. Είναι όριο η μη εμπλοκή των εργαζομένων· είναι κρίσιμη η απουσία ενοποιητικών αιτημάτων και μαζικού, νομιμοποιημένου πολιτικού κέντρου.
Η εμπειρία υπάρχει. Όμως, μετά το 2015, με τη μαζική απόσυρση από την πολιτική εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, υπάρχει μια βαριά σκιά: το αίσθημα της ματαιότητας. Αξιοποιώντας όχι μόνο την εμπειρία του Δεκέμβρη, αλλά και της δεκαετίας που ακολούθησε –την εμπειρία των ορίων της συριζικής «μετριοπάθειας», των ορίων της αποκλειστικά εκλογικής πολιτικής, των ορίων της ανερμάτιστης βίας, αλλά και των μεγάλων δυνατοτήτων της συγκρουσιακής πολιτικής–, το βιβλίο είναι ένα επιχείρημα ενάντια στην ανοησία περί ματαιότητας.
Ο «Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης» είναι μια προσπάθεια να σκεφτούμε μαζί τη στιγμή και την εποχή: Τη στιγμή που ο αντικαπιταλιστικός χώρος είναι κατακερματισμένος και πολιτικά συρρικνωμένος. Αλλά και την εποχή που ο ίδιος μπορεί να γίνει όχι μόνο φρένο στην άνοδο του φασισμού, αλλά και μέσο επιτάχυνσης της κοινωνικής αλλαγής, που δεν είναι δυνατή χωρίς την εξέγερση.
Στις επετείους, βεβαίως, είμαστε όλοι με τις εξεγέρσεις. Το βιβλίο γράφτηκε, λοιπόν, για να διαβαστεί ανάμεσα στις επετείους. Για να θυμηθούμε πόσο σοβαρά μας πήραν οι αντίπαλοι μας. Και, την ίδια στιγμή, για να σκεφτούμε πόσο υποχωρήσαμε εμείς – και στην πολιτική, και στη θεωρία. Η υποχώρηση αυτή δεν ήταν μοιραία· δεν είναι, λοιπόν, ούτε αιώνια. Η αντιστροφή της είναι συλλογικό εγχείρημα: ως συμβολή στο εγχείρημα αυτό, λοιπόν, γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό και αφιερώνεται στους ανθρώπους με τους οποίους, μετά το 2015, περπατάμε μαζί. Δεν τους εκπροσωπώ, φυσικά. Όμως οι σκέψεις μου οφείλουν πολλά στο κοινό μας δρομολόγιο.