Να τα πάρουμε με τη σειρά: Στις 30 Ιανουαρίου –με τον ιό να βρίσκεται ήδη σε Κίνα, Χονγκ Κονγκ, Ν. Κορέα, Ινδία, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Βιετνάμ, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία– ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε τον COVID-19 «Έκτακτη Κατάσταση Δημόσιας Υγείας». Μέχρι τις 11 Μαρτίου, ωστόσο, ακόμα δεν υπάρχει επίσημα πανδημία.
Στις 26 Φεβρουαρίου λοιπόν –μέρα που η Ιταλία μετρά 445 κρούσματα και 12 νεκρούς–, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν γράφει ένα κείμενο με τίτλο «Η εφεύρεση μιας πανδημίας». Παραπέμπει στην ανακοίνωση του ιταλικού Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών (22.2.2020), το οποίο διαβεβαιώνει: «δεν υπάρχει επιδημία κορωνοϊού στην Ιταλία» – προσθέτοντας, βεβαίως, ότι αυτό μπορεί να αλλάξει τις επόμενες μέρες. Ο Αγκάμπεν ρωτά: αν έχει δίκιο το ΕΣΕ, γιατί η εξουσία και τα ιταλικά ΜΜΕ δημιουργούν «κλίμα πανικού, προκαλώντας ένα πραγματικό κράτος εξαίρεσης» (un clima di panico, provocando un vero e proprio stato di eccezione);
Η κριτική εναντίον του έρχεται ταυτόχρονα από δεξιά και από αριστερά (οι ιστοσελίδες Βαβυλωνία και Σφίγγα και άλλες χίμαιρες φιλοξενούν την εξ αριστερών από μέρες). Αν ο Αγκάμπεν, ως «μαθητής» του Φουκώ, είναι αγαπημένος πολλών αναρχικών και αριστερών, στην Ελλάδα επαινείται τώρα ερήμην του, ως «μαθητής του Χάιντεγκερ», από τη Χρυσή Αυγή (!), που καταγγέλλει «μέτρα μιας απόλυτης δικτατορίας» (14.4.2020). Στην Καθημερινή, ο Στάθης Καλύβας τον ειρωνεύεται ως «ίνδαλμα της απανταχού λόγιας προοδευτικής ορθοφροσύνης» (22.3.2020), γιατί, σε επόμενο άρθρο (11.3.2020), προειδοποιεί για τις «αλλοιώσεις των ανθρώπινων σχέσεων» που επιφέρουν τα μέτρα περιορισμού. Σε τρίτο κείμενο, ο Αγκάμπεν φτάνει να μέμφεται την Εκκλησία και τον πάπα Φραγκίσκο ότι ξέχασαν πως ο Φραγκίσκος αγκάλιαζε τους λεπρούς (14.2.2020).
Γιατί (να) ασχολούμαστε
Η συζήτηση που προκάλεσε ο Αγκάμπεν έχει ενδιαφέρον τουλάχιστον για τρεις λόγους:
* Πρώτον, γιατί χρειαζόμαστε τη φιλοσοφία να ελέγχει τους επιστήμονες και να ασκεί κριτική στην εξουσία· αν η κριτική ενός φιλοσόφου αστοχεί, έχει αξία να σκεφτούμε τι επέτρεψε μια τέτοια κραυγαλέα αστοχία.
* Δεύτερον, γιατί οι απόψεις του Αγκάμπεν απασχολούν εκατομμύρια ανθρώπους που, δικαίως, ανησυχούν μήπως η πανδημία είναι πρόσχημα για μια αποχαλίνωση της εξουσίας χωρίς προηγούμενο και χωρίς όριο.
* Τρίτον, μας ενδιαφέρει η (άστοχη) κριτική του Αγκάμπεν, γιατί οι ανησυχίες του είναι αφόρητες για την εξουσία: Η απαξίωσή του δεν είναι για μια εκτίμησή του που διέψευσαν αμέσως τα κατοπινά γεγονότα. Εκ δεξιών τουλάχιστον, αν την «πέφτουν» στον Αγκάμπεν, είναι για την τάση να μην εμπιστευόμαστε γενικά το κράτος και τους «ειδικούς». Το θέμα, λοιπόν, είναι πώς ελέγχεται η εγκυρότητα (και η πολιτική αποτελεσματικότητα) αυτής της εύλογης αντιεξουσιαστικής δυσπιστίας.
Η πιθανή προέλευση ενός σοβαρού λάθους
Ο Αγκάμπεν, πριν από οτιδήποτε, είναι «μαθητής» του ελευθεριακού Βάλτερ Μπένγιαμιν και του (κατά δήλωση) «νιτσεϊκού μαρξιστή» Μισέλ Φουκώ. Ο τελευταίος εκτιμούσε την αξία του σφάλματος: η γνώση, έλεγε ο δικός του δάσκαλος, ο Γάλλος φιλόσοφος και γιατρός Ζορζ Κανγκιλέμ, προχωρά από σφάλμα σε σφάλμα – αν, αντί να εξιδανικεύουμε τα λάθη, αναρωτιόμαστε τι τα επέτρεψε. Τι καθοδηγεί, λοιπόν, το βλέμμα εκείνου που σφάλλει;
Διαβάζοντας με τον τρόπο του τον Μπένγιαμιν, ο Αγκάμπεν λέει από χρόνια ότι η «λογική» της σύγχρονης εξουσίας είναι η διαρκής προσφυγή σε μέτρα έκτακτης ανάγκης: η διαρκής κατάσταση εξαίρεσής της από τους κανόνες που την περιορίζουν. Πατώντας, από την άλλη, στον Φουκώ, ο Ιταλός φιλόσοφος ισχυρίζεται πως η «λογική» της εξουσίας δεν είναι να αποτρέπει κρίσεις, αλλά να διαχειρίζεται τις συνέπειές τους. Προκαλεί κρίσεις, διαχειρίζεται κρίσεις: έτσι προχωράει. Αυτές οι θέσεις σήκωναν συζήτηση ήδη πριν από την πανδημία. Σήμερα, όμως, αποδεικνύονται δίκοπο μαχαίρι.
Αν γυρίσουμε στις «πηγές», ο Μπένγιαμιν ισχυρίζεται κάτι συγκεκριμένο: «Η παράδοση των καταπιεσμένων», γράφει, «μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας». Τα εξαιρετικά μέτρα, λέει ο Μπένγιαμιν, είναι κανόνας για τους καταπιεσμένους. Εν μέσω πανδημίας, όμως, τα μέτρα περιορισμού δεν αφορούν αποκλειστικά αυτούς: Δεξιές κυβερνήσεις κλείνουν τις εκκλησίες και κρατούν τους πιστούς Χριστιανούς στο σπίτι το Πάσχα. Αστικές κυβερνήσεις βάζουν λουκέτο σε εκατομμύρια επιχειρήσεις. Τα ίδια μέτρα αναγκάζουν τους πετρελαιοπαραγωγούς να πληρώνουν, ώστε να μεταφέρεται και να αποθηκεύεται το πετρέλαιό τους που δεν θα αξιοποιηθεί στην παραγωγή. Αυτό προμηνύει ραγδαίες ανατροπές στις χώρες-πετρελαιοπαραωγούς, και βέβαια γενικευμένη ύφεση.
Όπου το κεφάλαιο δεν περιορίζεται, όπου υποστηρίζεται η ανοησία «καθένας διαθέτει το σώμα του όπως νομίζει και στην πανδημία», ο ιός προσβάλλει, σαν σε τέλεια ειρωνεία, ηγέτες με υπερβολική αυτοπεποίθηση, αναγκάζοντάς τους να ξανασκεφτούν τα περί ανοσίας της αγέλης. Καθώς η ζωή και ο θάνατος προηγούνται της εξουσίας, η τελευταία ξεμένει από «οδηγίες χρήσης». Δεν προχωρά by the book.
Η Ιατρική και η πολιτική για τη δημόσια υγεία ως άσκηση εξουσίας: φροντίδα και έλεγχος
Ανάλογα προβλήματα δημιουργούν οι πνευματικές οφειλές του Αγκάμπεν στον Φουκώ: ό,τι καταγγέλλεται (ή πανηγυρίζεται) σήμερα ως πειθάρχηση, δεν είναι ένα, αλλά δύο πράγματα ταυτόχρονα: Αφενός, μια πραγματική πειθάρχηση, προς άγραν συντηρητικών ψήφων ή προς διευκόλυνση πολιτικών συσσώρευσης. Αφετέρου, μια στρατηγική πρόληψης, επιβράδυνσης και ελέγχου της πανδημίας, από την οποία, ας το θυμίσουμε, κινδυνεύουν περισσότερο οι φτωχότεροι, κινδύνεψαν όμως και αστοί.
Στο όνομα ενός γενικού συμφέροντος –με βάση, δηλαδή, την αντιμετώπιση της πανδημίας στον γενικό πληθυσμό–, ζητά τη νομιμοποίησή της η εξουσία. Έτσι διεκδικεί και εξασφαλίζει συμμαχίες και εκπροσωπήσεις. Ξέρει, από προηγούμενες ανάλογες περιπτώσεις, ότι πιθανή ανεξέλεγκτη εξάπλωση του ιού ίσως προκαλέσει πρωτόγνωρη αμφισβήτηση σε βάρος της: γι’ αυτό δεν έχουμε τελειώσει με την ηγεμονική διάσταση της αστικής πολιτικής. Η πλευρά της φροντίδας για την υγεία –έστω ως «απουσία ασθένειας», προφανώς χωρίς ουσιαστική ενίσχυση των συστημάτων υγείας, και βεβαίως για ιδιοτελείς λόγους (για να ξέρουν οι επενδυτές ότι μπορούν να επενδύουν με ασφάλεια στην Ελλάδα, όπως είπε στην Καθημερινή ο Μητσοτάκης)–, χάνεται τελείως από ένα ορισμένο αντιεξουσιαστικό (άρα συλλήβδην αντικρατικό και αντι-ιατρικό) επιχείρημα.
Ας το θυμηθούμε: ο «δάσκαλος» του Φουκώ, ο γιατρός Ζορζ Κανγκιλέμ, θεωρούσε πως η αυτορρύθμιση είναι μύθος για ό,τι αφορά τη ζωή: κανένα ιπποκρατικό κείμενο, έγραφε, δεν παρουσιάζει τη φύση αλάνθαστη και παντοδύναμη – εξού και η ιατρική τέχνη πρέπει άλλοτε να περιμένει και άλλοτε να εμποδίζει τους φυσικούς μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού[1]. Αν ο γνώμονας είναι, χωρίς διακρίσεις, ότι «ο λαός σώζει το λαό», η ιατρική τέχνη και η σύγχρονη οργάνωσή της θα έπρεπε να υποκατασταθούν από λαϊκές ΜΕΘ και ΜΑΦ. Κανείς, ευτυχώς, δεν ισχυρίζεται στα σοβαρά κάτι τέτοιο.
Αν ό,τι κάνει η εξουσία δεν είναι ένα, αλλά δύο πράγματα ταυτόχρονα, το ζήτημα είναι να δούμε τι είναι φροντίδα για τον γενικό πληθυσμό και τι «φροντίδα» για τους σκοπούς της καπιταλιστικής εξουσίας. Τα περιοριστικά μέτρα στο εργοστάσιο της Σίνδου, όπου δύο εργάτες εντοπίστηκαν θετικοί και ο ένας πέθανε, ήταν «πειθάρχηση» που δεν επιβλήθηκε, χάριν της ελευθερίας του κεφαλαίου. Την ίδια ελευθερία εγγυάται, εν μέσω αναστολής της λειτουργίας της Βουλής, το νομοσχέδιο για το περιβάλλον. Οι ελευθερίες και οι περιορισμοί λειτουργούν μέσα σε συσχετισμούς δύναμης – σε σχέσεις άνισης εξουσίας.
Το κράτος και εμείς
Προφανώς: στην πανδημία βεβαιώνεται η κυριαρχία εκείνων που μπορούν να ορίσουν την έναρξη και τη λήξη των μέτρων έκτακτης ανάγκης. Όμως, σε αντίθεση με ένα ορισμένο αντιεξουσιαστικό επιχείρημα, η εξουσία ούτε παντοδύναμη είναι μέσα στην πανδημία, ούτε παντογνώστρια αποδεικνύεται: εφαρμόζει μέτρα πρόληψης με δοκιμή και πλάνη, διαχειρίζεται συνέπειες, παίρνει υπόψη (και) τους αντιπάλους της, πολιτεύεται σαν σε διαδικασία εκμάθησης[2] – όχι, φυσικά, από το μηδέν.
«Η επιτυχία αυτού του σταδίου είναι εύθραυστη», λέει η Μέρκελ για τη χαλάρωση των μέτρων στη Γερμανία. Στη Γαλλία, ο Φιλίπ είναι επίσης επιφυλακτικός: «Η κατάσταση βελτιώνεται σταδιακά, αργά αλλά σίγουρα». Οι αστοί πολιτικοί σταθμίζουν συνέπειες: μακροχρόνια και βαθιά ύφεση ή εκτίναξη περιστατικών και θανάτων;
Οι επιστήμονες, αντίστοιχα, πηγαίνουν βήμα βήμα – άλλοτε μπροστά κι άλλοτε πίσω από τους πολιτικούς. Αδυνατούν να προβλέψουν πότε θα έρθει το δεύτερο κύμα. Δεν μπορούν να δώσουν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για τα μέτρα. Δεν έχουν βρει ακόμα τη θεραπεία για τον ιό. Προφανώς, η γνώση τους έχει όρια· αυτό δεν σημαίνει να εμπιστευόμαστε το Θεό, το ένστικτο, τους συνωμοσιολόγους ή τα καφενεία. Αν βρεθεί το εμβόλιο, οι αστοί πολιτικοί δεν θα χρειάζεται να ανησυχούν για τα εθνικά συστήματα υγείας, που παλεύουν να ιδιωτικοποιήσουν· αυτό δεν σημαίνει να μη βρεθεί το εμβόλιο. Αν το εμβόλιο δοκιμαστεί επιτυχώς, θα αρχίσει το παζάρι για τις πατέντες· αλλά αν αυτές επιβληθούν ή όχι, περνά κι από τις δικές μας διεκδικήσεις. Κοντολογίς, το ζήτημα δεν είναι να διαψεύδουμε διαρκώς τις λέξεις της καπιταλιστικής εξουσίας, ούτε απλά να την περιγράφουμε. Είναι να ξεχωρίζουμε τι είναι λέξεις και τι πράγματα, πράττοντας αναλόγως.
[1] C. Canguilhem G. Writings on Medicine, transl. S. Geroulanos & T. Meyers, New York: Fordham University Press, 2012. Στο Κανονικό και το Παθολογικό ο ίδιος σχολιάζει: «[…] ορισμένοι συγγραφείς προφασίζονται τη συνέχεια ανάμεσα στην υγεία και την αρρώστια ώστε να αρνηθούν να ορίσουν τη μια ή τη άλλη. Δεν υπάρχει απολύτως κανονική κατάσταση, ισχυρίζονται, δεν υπάρχει τέλεια υγεία. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχουν μόν ασθενείς. Ο Μολιέρος και ο Ζιλ Ρομέν έχουν δείξει με διασκεδαστικό τρόπο τι είδους ιατροκρατία μπορεί να νομιμοποιήσει αυτός ο ισχυρισμός» (μτφρ.: Γ. Φουρτούνης, Νήσος 2007, σ. 106).
[2] Βλ. το καλό εντιτόριαλ των Θέσεων «Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η κρατική φαντασίωση μιας αδύνατης αποτροπής», τ. 151, Απρίλιος-Ιούνιος 2020 (διαθέσιμο εδώ: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1459&Itemid=29)