Ομόφωνα αθώους έκρινε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο όλους τους κατηγορούμενους της υπόθεσης «Λάκκος Καρατζάς» στην Χαλκιδική. Με τη δίκη αυτή κλείνει οριστικά ένας κύκλος διώξεων που αφορά διαμαρτυρίες στην περιοχή μέχρι το 2015 αλλά και την ίδια την ποινικοποίηση του φρονήματος των κατοίκων και των αλληλέγγυων ενάντια στις εξορύξεις.
Και αυτό γιατί κατέρρευσε η μεθόδευση των τότε διωκτικών αρχών να βαφτίσουν ένα περιβαλλοντικό κίνημα «εγκληματική οργάνωση». Και οι τρεις «εγκληματικές οργανώσεις» που «δρούσαν» στην ΒΑ Χαλκιδική και οδηγήθηκαν σε ισάριθμες μεγάλες δίκες (η τελευταία εξέπεσε με βούλευμα σε συμμορία) δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτό που απομένει είναι τα σκληρά βιώματα της καταστολής, των διώξεων, των φυλακίσεων, της ψυχικής και οικονομικής εξάντλησης αλλά και μια προδικαστική διαδικασία που αποδείχτηκε ότι λειτουργούσε προς όφελος της τότε πολιτικής «εξόρυξη με κάθε κόστος», κάτι που αποτυπωνόταν σχεδόν σε όλες τις δικογραφίες.
Αυτό έγινε φανερό και στη σημερινή ακροαματική διαδικασία. Τόσο από τους μάρτυρες υπεράσπισης που δήλωναν ότι συμμετείχαν μαζί με τους κατηγορούμενους στη μαζική διαμαρτυρία της 12ης Μαΐου του 2013 στην τοποθεσία Λάκκος Καρατζά, δέχτηκαν δακρυγόνα και αποχώρησαν χωρίς να συμμετέχουν σε αξιόποινες πράξεις όσο και από τις απολογίες των κατηγορουμένων. Το κλίμα που επικρατούσε την περίοδο εκείνη αποτυπώθηκε στην απολογία ενός κατηγορουμένου που περιέγραφε πώς καθημερινές τηλεφωνικές συνομιλίες κατοίκων, όπως η παραγγελία μιας πίτσας, μεταφράζονταν στα αυτιά των διωκτικών αρχών που τις παρακολουθούσαν ως συνεννοήσεις στο πλαίσιο δράσης μιας εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και το πώς ένας καφές με φίλους και συναγωνιστές «ακουγόταν» ως «μυστική συνάντηση». Επρόκειτο ουσιαστικά για μία ποινικοποίηση όλων των πτυχών της καθημερινής ζωής των κατοίκων βγαλμένης από ένα οργουελικό σύμπαν. Στην ίδια απολογία τονίστηκαν τα αποτελέσματα μιας εφταετούς ομηρίας υπό το καθεστώς του υπόδικου: περιορισμός της πολιτικής δράσης λόγω των περιοριστικών όρων που είχαν επιβληθεί, ψυχολογική εξόντωση ακόμη και αποκλεισμός από δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης.
Σημαντικά στοιχεία από την ακροαματική διαδικασία, αντιφάσεις στις αστυνομικές καταθέσεις και η αδυναμία των διωκτικών αρχών να στοιχειοθετήσουν τις κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων επισημάνθηκαν στην πρόταση της εισαγγελέα για απαλλαγή όλων από τις κατηγορίες.
Στις αγορεύσεις των δικηγόρων που συντάχθηκαν με την πρόταση της εισαγγελέα τόνιστηκαν όχι μόνο η απουσία αποδείξεων για την ενοχή τους αλλά και η έλλειψη πραγματικών στοιχείων για την παραπομπή τους σε δίκη. Συνήγορος κατηγορουμένου σημείωσε ακόμη ότι «δεν πρόκειται για μια κλασσική ποινική δικογραφία αλλά μια προληπτική αστυνομική επιχείρηση με τον μανδύα δικογραφίας» που στόχο είχε να καταστείλει έναν τόπο που αντιδρούσε ενάντια στις εξορύξεις χρυσού αδιαφορώντας γα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ενδεικτικές ως προς το παραπάνω ήταν οι κατηγορίες που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο για εγκλήματα πλήθους χωρίς προσωποποίηση των αδικημάτων.
Παράλληλα πολλοί ήταν οι δικηγόροι που στηλίτευσαν την ίδια την προανακριτική διαδικασία, κατά την οποία δημιουργήθηκε μια τράπεζα DNA στην περιοχή η οποία ακόμη δεν έχει καταστραφεί, όπως και την ανεπάρκεια των διωκτικών αρχών που κατασκεύαζαν δικογραφίες οι οποίες δεν μπορούσαν να αποδειχθούν, κρατώντας σε ομηρία εκατοντάδες άτομα. Όσον αφορά στις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, στο στόχαστρο της αστυνομίας που έβλεπε όλες τις συνομιλίες ως ύποπτες συμπεριλήφθηκαν, σύμφωνα με τους συνηγόρους, όχι μόνο προσωπικά ζητήματα των κατοίκων και θέσεις υπεράσπισης του περιβάλλοντος αλλά ακόμη και συναντήσεις δικηγόρων με κατοίκους για νομικές συμβουλές!
«Εγκληματίας στη συνείδηση των απλών πολιτών θα έπρεπε να είναι αυτός που μολύνει το νερό, αντίθετα εγκληματίες βαπτιστήκαμε όλοι αυτοί που φωνάζαμε εναντίον της καταστροφής του τόπου μας» δήλωσε ο Β. Τζιμούρτος, ένας εκ των συνηγόρων και κάτοικος της Ιερισσού με τον Γ. Κυρίτση, επίσης συνήγορο, να συμπεραίνει «ότι οι διωκτικές αρχές ομαδοποίησαν ηλικιακά όλη την περιοχή σε δικογραφίες με στόχο την διόγκωση της ποινικής καταστολής του κινήματος. Με την ομόφωνη αθώωση των κατοίκων ευχόμαστε να ανοίξει ένας νέος κύκλος κινητοποιήσεων που να σταματήσει οριστικά την επικίνδυνη δραστηριότητα της εταιρείας στην περιοχή».
Η ιστορία των διώξεων εναντίον του κινήματος της Χαλκιδικής φαίνεται σήμερα μετά από εφτά χρόνια να σταματάει προς το παρόν, ωστόσο οι πληγές που την συνοδεύουν θα παραμένουν ανοιχτές στην τοπική κοινωνία μαζί με το ανεκπλήρωτο μέχρι σήμερα αίτημα για οριστική απαλλαγή του τόπου από την καταστροφή.
Σταυρούλα Πουλημένη