in

Για τον Δεκέμβρη των αναρχικών, των αριστερών, των τσιγγάνων. Του Δημήτρη Δημητσιάδη

Για τον Δεκέμβρη των αναρχικών, των αριστερών, των τσιγγάνων. Του Δημήτρη Δημητσιάδη

Για όλους και όλες τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, που είμαστε σήμερα στην εκδήλωση αυτή, όσο διαφορετικές και να είναι οι διαδρομές μας στη ζωή και στους αγώνες για να την κάνουμε πιο όμορφη, σημαίνει ότι ο Δεκέμβρης για εμάς σήμανε και σημαίνει ακόμα, πολλά.  

Πολλά σαν βίωμα για όσους τον ζήσαμε, πολλά σαν κινηματικός και ιστορικός πλούτος για όσες περιμένουμε με ανυπομονησία τους επόμενους Δεκέμβρηδες, αλλά και τόσα πολλά, όσο πολλά συνηθίζουν να σημαίνουν για τους -μακροχρόνια αλλά προσωρινά- ηττημένους, οι χαμένες τους μάχες που για λίγο τους έκαναν να νομίζουν ότι είναι κοντά στη νίκη τους.

Σήμερα βρισκόμαστε εδώ, για να συζητήσουμε με αφορμή το βιβλίου του Δημοσθένη, για το Δεκέμβρη.

Όπως διαβάσατε ή θα διαβάσετε περιληπτικά:

Σήμερα μιλάμε για το Δεκέμβρη των αναρχικών, των αριστερών και των κομμουνιστών, των μαθητών, των Τσιγγάνων και των μεταναστών, των παιδιών των μεσοαστών αλλά και των εργατών, των λούμπεν, των γηπεδικών, των τοξικοεξαρτημένων αλλά και της νέας βάρδιας των εργαζομένων που δεν έχει βιώματα εκμετάλλευσης σε μαζικούς χώρους δουλειάς αλλά ούτε καν σταθερότητας στην εργασία και αδυνατεί να συγκροτηθεί σαν τάξη, σαν επικίνδυνη για τους εκμεταλλευτές, τάξη.

Το Δεκέμβρη που ίσως να μην είχε εξελιχθεί έτσι αν δεν υπήρχε η διετία της νικηφόρας μάχης του φοιτητικού κινήματος το 2006-2007 και οι ζυμώσεις που έφερε στη βάση των δύο επαναστατικών ρευμάτων -του αναρχικού και του μαρξιστικού-.

Το Δεκέμβρη που ίσως να μην έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις αν τα ΜΜΕ δεν αναπαρήγαγαν την Κυριακή τις πρώτες συγκρούσεις, που κατέβασαν χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες στους δρόμους από τη Δευτέρα και μετά, ένα λάθος που μάλλον ακόμα μετανιώνουν οι ιδιοκτήτες των καναλιών, που ήλπιζαν να φοβίσουν χωρίς να υπολογίσουν πως καμιά φορά τα αποτελέσματα είναι τα αντίθετα όταν στο ένα ζύγι υπάρχει ανθρώπινο, πόσο μάλλον παιδικό αίμα.

Το Δεκέμβρη της κατάληψης του Πολυτεχνείου με όλες τις αντιφάσεις της, αλλά και το Δεκέμβρη της κατειλημμένης ΑΣΟΕΕ ή της ΓΣΕΕ που έβαλαν την ταξική πινελιά σε μία αντικρατική εξέγερση, που είχε μεν ταξικό πρόσημο αλλά όχι και έναν -ξεκάθαρα τουλάχιστον- αντίστοιχο προσανατολισμό.

Το Δεκέμβρη που έγραφε στους τοίχους της πόλης “no control” και αρνήθηκε να βάλει αιτήματα και το Δεκέμβρη των ατέλειωτων ωρών στα οδοφράγματα που μας έκανε για λίγο να υπάρξουμε ως κοινωνικά υποκείμενα, μέσα στις έντονες αντιφάσεις του καθενός μας αλλά και μέσα στις τεράστιες αντιφάσεις της εύθραυστης και προσωρινής συλλογικής μας υπόστασης.

Το Δεκέμβρη των συνελεύσεων γειτονιάς και των κατειλημμένων δημαρχείων που ήρθαν νωρίτερα από την κρίση και έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν στοιχειώδεις κοινωνικές και ταξικές άμυνες στην επέλασή της λίγα χρόνια αργότερα αλλά και το Δεκέμβρη της δικιάς μου φουρνιάς.

Μιας φουρνιάς αντιπολιτικής αλλά όχι απολίτικης που του έδωσε ένταση, αλλά δεν μπόρεσε, δεν ήθελε -ίσως και να μην ήξερε- το πως να τον κάνει να διαρκέσει παραπάνω αλλά και να τον μετατρέψει σε επαναστατική κρίση.

Της ίδιας φουρνιάς νέων αγωνιστών, 87αρηδων, 88αρηδων, 89αρηδων που αρνήθηκαν το γρήγορο τέλος του Δεκέμβρη. Λίγο η έλλειψη αναλυτικών εργαλείων, λίγο ο παροντισμός που εύστοχα αναφέρει ο Δημοσθένης στο βιβλίο του και αυτή η ρημάδα η βιασύνη να τα κάνουμε όλα τώρα -με την οποία ακόμα παλεύω να σας πω την αλήθεια-, λίγο αυτό που οι μαρξιστές -όχι άδικα- μας προσάπτουν για τον -μικροαστικής καταγωγής- αυθορμητισμό μας και τα αποτελέσματα είναι γνωστά, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται με τρομερές ομοιότητες, ασχέτως ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών: Η ήττα της κομμούνας έφερε τους Γάλλους ιλλεγκαλιστές και τερροριστές, η ήττα των Ρώσικων αγροτικών εξεγέρσεων τους Ναροτνικούς – ο αδερφός του Λένιν υπήρξε ένας από αυτούς-, η ήττα των Μάηδων του 1968 τον ένοπλο αγώνα στην Ευρώπη, και η ήττα του Δεκέμβρη μερικές δεκάδες αναρχικούς στις φυλακές για μια πληθώρα ένοπλων και μη ενεργειών.

Θυμάμαι ότι την 4η ή 5η μέρα της εξέγερσης, εξουθενωμένος μέσα σε μία εξίσου εξουθενωμένη παρέα που βρισκόταν στην πορεία που πλέον δεν είχε στόχους γιατί απλά δεν είχαν μείνει στόχοι να συναντώ μία συντρόφισσα και να της απαντάω όταν με ρωτάει για το πως μου φαίνεται αυτό που ζούμε: “Δεν ξέρω αλλά μακάρι να κρατούσε για πάντα”. Αυτή η φράση που βγήκε και σε κειμενάκι λίγες μέρες μετά για να μοιραστεί στην πόλη από την ομάδα που συμμετείχε η συγκεκριμένη συντρόφισσα, αυτή η φράση είναι που πιστεύω σημαδεύει το ρεύμα μέσα στο οποίο κινούμουν το Δεκέμβρη και που η αλήθεια είναι ότι είχε σημαντική επιρροή.

Μιας και μίλησα όμως για το πως είδε τα πράγματα η δικιά μου φουρνιά και το δικό μου ρεύμα εκείνες τις μέρες, θέλω να μου επιτρέψετε να σας κάνω μία μικρή στάση στον τρόπο που έχω γνωριστεί με το Δημοσθένη.

Με το συγγραφέα του σημερινού βιβλίου λοιπόν, ότι και να λέει στο βιβλίο του, ότι και να λέω και εγώ σήμερα, δεν ήταν η εξέγερση αυτή που μας έφερε κοντά, αλλά μάλλον αυτό που εμείς τουλάχιστον ονομάσαμε εκείνη την περίοδο αντιεξέγερση.

Μια περίοδος συνεχών και αναβαθμισμένων διώξεων απέναντι στους αναρχικούς αρχικά μετά το Δεκέμβρη ήρθε να κουμπώσει με μια διαολεμένη εμφανισιακή ομοιότητα, στα μάτια της αστυνομίας τουλάχιστον -ο Δημοσθένης είναι φανερά πιο γλυκός από μένα-, αλλά και μια δίωξη εναντίον μου που με έκανε να φυγοδικώ για ένα μικρό διάστημα της ζωής μου που ήρθε και έδεσε με μια τραγικά άτυχη επιλογή του Δημοσθένη να περπατήσει σε έναν δρόμο που περίμεναν να με συλλάβουν και τσουπ.

Να το πώς τελικά δύο άνθρωποι, παντελώς άγνωστοι, από άλλους πολιτικούς χώρους, που ούτε ο Δεκέμβρης κατάφερε να τους κάνει να γνωριστούν, ήρθαν κοντά σαν από σύμπτωση, ή καλύτερα χάρη στην κρατική παρέμβαση, και στην μεγάλη ομολογουμένως μυωπία κάποιων ανδρών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Και να που το κράτος, από ένα ακόμα σύνολο θεσμών αλλοτρίωσης και νέκρωσης των κοινωνικών σχέσεων και των ανθρώπων, καταφέρνει με έναν περίεργο τρόπο να μας φέρνει κοντά όταν μας τσαλαπατάν οι ίδιες αρβύλες. Ευτυχώς για το Δημοσθένη η ιστορία τελείωσε σύντομα, όσο και αν δεν τους έπειθε στην αρχή ότι δεν είναι εγώ, ενώ για μένα κράτησε λίγο παραπάνω.

Κλείνω την παρένθεση, που για εμένα τουλάχιστον δεν ήταν εκτός θέματος, και επιτρέψτε μου γυρνώντας στα του Δεκέμβρη, σαν Θεσσαλονικιός να πουλήσω και εγώ λίγο τοπικισμό και να αναφερθώ και στην εδώ κατάσταση: Γιατί ο Δεκέμβρης μπορεί να έδωσε τις μεγαλύτερες μάχες του στην πρωτεύουσα που πληρούσε άλλωστε όπως θα διαβάσετε και στο βιβλίο τις προϋποθέσεις λόγω της πολεοδομίας, της πυκνότητας του πληθυσμού αλλά και της σύνθεσής του, αλλά εξαπλώθηκε αμέσως και ιδιαίτερα στη Σαλονίκη εκδηλώθηκε με τρομερή ένταση αλλά και ποιότητα. Μια σειρά από αναμνήσεις είναι χαρακτηριστικές:

την πρώτη συνέλευση των αρκετών εκατοντάδων που διήρκησε ελάχιστα λεπτά ενώ κάποιοι δεν την παρακολούθησαν ποτέ για να ετοιμαστούν, τα χουλιγκάνια που φορούσαν οπαδικές μπλούζες άλλων ομάδων αλλά έστηναν μαζί οδοφράγματα, το ότι στη Θεσσαλονίκη το “μπάτσοι μουνιά” που φώναζαν μαθητές σταμάτησε πιο γρήγορα γιατί έχουμε πιο έντονα αντισεξιστικά αντανακλαστικά, το ότι την Κυριακή ενώ η εξωκοινοβουλευτική αριστερά σταματούσε στο υπουργείο ένα -ο Λένιν να το κάνει- μπλοκ 1000 αναρχικών και μαθητών συνέχιζε στην Αγίου Δημητρίου για να επιτεθεί στο αστυνομικό τμήμα άνω πόλης και οι σημαίες της τελευταίας του αλυσίδας είχαν μωβ χρώμα: ήταν της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ειρωνικό ή όχι, όχι όπως αναφέρει ο Δημοσθένης στο βιβλίο του, αυτό παραμένει ένα γεγονός -τροφή για σκέψη για όλους μας. Για το ποιες επιλογές, ποιες αυταπάτες, ποιες θεωρήσεις, ποια νεκρά όνειρα και ποιοι συμβιβασμοί μπορούν να οδηγήσουν κάποιους από αυτούς που πιάνονται αλυσίδα απέναντι στα ΜΑΤ υπερασπιζόμενοι κιόλας μια συγκρουσιακή πορεία, να δικαιολογούν ή έστω να σιωπούν απέναντι στη χρήση της ίδιας υπηρεσίας απέναντι σε άλλες αντίστοιχες διαδηλώσεις 7 και 8 χρόνια αργότερα. Και όλα αυτά μέσα σε μία αστική δημοκρατία, με την εξουσία να βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης, χωρίς ούτε καν αυτό το λεγόμενο εργατικό κράτος- που εμείς δεν θέλουμε και δεν πιστεύουμε κιόλας ότι μπορεί να υπάρξει-  αλλά ας μην ξεφύγω από το θέμα…

Επανέρχομαι για να πω και εγώ με τη σειρά μου πως η διαπίστωση του βιβλίου του Δημοσθένη, τεκμηριωμένη βιωματικά και εν μέρει επιστημονικά -όχι όμως επιστημονίστικα-, έρχεται να συμπυκνώσει αυτό που κι άλλα βιβλία εδώ και δεκαετίες έχουν αναφέρει αλλά και αυτό που όλοι, λίγο ή πολύ έχουμε ζήσει μέσα στους αγώνες πόσο μάλλον μέσα σε εξεγερσιακά γεγονότα που πιθανώς να συμμετείχαμε.

Οι αγώνες και οι εξεγέρσεις είναι η ιστορική στιγμή που τα αυστηρά ιδεολογικά σύνορα μεταξύ των ανατρεπτικών ρευμάτων και των φορέων τους, αν δεν καταργούνται στιγμιαία, τουλάχιστον γίνονται πιο ασαφή.

Το βίωμα της συζήτησης πίσω από ένα οδόφραγμα, μέσα σε μια σχολή περικυκλωμένη από δυνάμεις καταστολής, λίγο μετά το σπάσιμο μιας πορείας από τα ΜΑΤ ή ακόμα και σε έναν χώρο εργασίας που έχει κατηληφθεί είναι αμείλικτο τόσο για τους κομμουνιστές/ αριστερούς που το έχω συζητήσει όσο και για τους αναρχικούς:

οι μεγαλύτερες και πιο ουσιώδεις διαφορές μας, ακόμα κι αυτές που ξέρουμε προκαταβολικά πως δεν γίνεται να γεφυρωθούν λέγονται με την οικειότητα αντίστοιχη αυτής μεταξύ δύο εραστών. Τότε, σύντροφοι και συντρόφισσες ας το πω σχηματικά, ξανασυστήνουμε τους εαυτούς μας, ο καθένας στην άλλη, αλλά και η καθεμιά στον ίδιο της τον εαυτό. Όχι χωρίς εξαιρέσεις και σίγουρα όχι για πάντα, αλλά ο Δεκέμβρης ήταν μια στιγμή που τα δύο επαναστατικά ρεύματα -το αναρχικό και το μαρξιστικό, με όλες τις απολήξεις τους- ήρθαν κοντά.

Και για όσους και όσες από εμάς, θέλουμε να ξαναζήσουμε νέες εξεγέρσεις και ταυτόχρονα ψάχνουμε από τώρα τις φόρμουλες μήπως και τις κάνουμε νικηφόρες επαναστάσεις, ο “Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης” είναι ένα μικρό και περιεκτικό εγχειρίδιο ερμηνείας της εξέγερσης του 2008 αλλά και αποκωδικοποίησης της ήττας της. Της πρώτης ήττας από τις πολλές που ακολούθησαν αυτά τα 10 χρόνια που πέρασαν, τις οποίες επίσης διαλεκτικά, αν και πιο σύντομα, αγγίζει ο Δημοσθένης.

Και όσο πιο πολύ προσεγγίζουμε τα αίτια τους, τόσο πιο σίγουρο είναι ότι, όπως είχε πει και η κόκκινη Ρόζα, μέσα από αυτές θα βλαστήσει η μελλοντική μας νίκη απέναντι στο κράτος και στον καπιταλισμό, μια νίκη μαύρη και κόκκινη, ή αν προτιμάτε κόκκινη και μαύρη, μια νίκη για την εργατική τάξη και για όλη την ανθρωπότητα…

*Το κείμενο είναι μία από τις εισηγήσεις που έγιναν στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου «Ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης, Άκρα και Κέντρο στην εξέγερση του 2008 (πλήθος, ηγεμονία, στρατηγική)» στις 5 Δεκεμβρίου στην Θεσσαλονίκη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

10 χρόνια από το μήνα που προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο

Θεσσαλονίκη: Διέγραψαν μητέρα-εκλεγμένο μέλος Συλλόγου Γονέων ως «άθεη εθνομηδενίστρια»