Για την απαγόρευση της «Χρυσής Αυγής». Του Δημήτρη Μπελαντή

Κατά το τελευταίο διάστημα, έχει ανοίξει ένας διάλογος για το πολύ σοβαρό ζήτημα της  δυνατότητας απαγόρευσης της «Χρυσής Αυγής» (βλ. και το εξαιρετικό πρόσφατο βιβλίο του Δ.Ψαρρά «Η Μαύρη Βίβλος τη Χρυσής Αυγής»). Θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό χρειάζεται εξαιρετική προσοχή στην αντιμετώπισή του.
 
Κατ’ αρχήν, θα συμφωνήσουμε ανενδοίαστα ότι η «Χρυσή Αυγή», εκτός από «ακραία», είναι μια πολιτικά εγκληματική οργάνωση  στο παρόν, αλλά και φορέας μιας ιδεολογίας συνδεδεμένης με κολοσσιαία εγκλήματα στο παρελθόν (Ολοκαύτωμα, εξόντωση 70.000 γερμανών κομμουνιστών, ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα κλπ)  και απαξιωτικής της αξίας του ανθρώπου, όπως αυτή προστατεύεται από το Σύνταγμα (2 παρ. 1 Σ) και διεθνείς συμβάσεις [1]. Μένει να δούμε, όμως, αν η πολιτικά εγκληματική στάση αξιολογείται αυτόματα και ως νομικά εγκληματική, αν μπορούμε  νομικά να μιλάμε για εγκληματικά κόμματα και εγκληματικές ιδεολογίες και μάλιστα στον βαθμό που αυτό επισύρει κυρώσεις.

1. Τα νομικά επιχειρήματα

1. Δεν προβλέπεται απαγόρευση πολιτικού κόμματος στο ισχύον  ελληνικό Σύνταγμα, αντίθετα  προς την  ρητή διάταξη άρθρου 21 παρ.2 γερμανικού Συντάγματος, κατά το οποίο κόμματα που αντιτίθενται στην φιλελεύθερη-δημοκρατική τάξη μπορούν να απαγορευθούν με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το ότι δεν θέλησε να την προβλέψει ο συντακτικός νομοθέτης και δεν υφίσταται κανένα κενό συνταγματικού  νόμου προκύπτει και από την συνειδητή  απάλειψη στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή της σχετικής ρήτρας του   άρθρου 12 παρ. 3 Σ  του  Σχεδίου Συντάγματος, που την προέβλεπε, και όλη την σχετική τότε συζήτηση [2]. Δεν είναι δυνατόν να συναγάγουμε απαγόρευση αναλογικά και μέσα από ερμηνευτικούς συλλογισμούς (π.χ. μέσα από την αξιοποίηση του άρθρου 2 παρ.1 Σ για τον σεβασμό και προστασία  της αξίας του ανθρώπου), όπου δεν υπάρχει ρητά, σύμφωνα με την λογική του κράτους δικαίου και ενός φιλελεύθερου/δημοκρατικού  συνταγματικού και ποινικού συστήματος. Δεν μας βοηθά ούτε το σημερινό  29 παρ. 3 Σ,  κατά το οποίο «τα κόμματα οφείλουν να υπηρετούν την λειτουργία του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος», το οποίο έχει διαπιστωτικό και όχι αυτοτελή κανονιστικό ρόλο. Σημαίνει, δηλαδή, ότι αφότου ιδρυθεί το κόμμα και υποβάλει την σχετική δήλωση στον Άρειο Πάγο ότι δεν αποσκοπεί στην ανατροπή του πολιτεύματος, θεωρείται νόμιμο πολιτικό κόμμα. Ούτε η διαδικασία ανακήρυξης του σχηματισμού για τις εκλογές από τον Άρειο Πάγο για τις εκλογές  κατά τον ν. 3023/2002 μπορεί να υποκαταστήσει την μη προβλεπόμενη απαγόρευση (παρά το ότι ορισμένες φορές ο ΑΠ έχει εισέλθει, μη ορθά, σε αυτό το πεδίο [3]).’ Αλλωστε, αυτή η διαδικασία δεν ενέχει εγγυήσεις προστασίας, δικαστική ακρόαση του ενδιαφερόμενου κλπ., όπως θα συνέβαινε υποχρεωτικά σε μια συνταγματική διαδικασία απαγόρευσης.

Κατά τα παραπάνω, η διάταξη του 29 παρ. 3 Σ είναι μια νομικά  ατελής διάταξη, δεν συνοδεύεται από την δυνατότητα επιβολής κυρώσεων.

2. Η μη υιοθέτηση της απαγόρευσης στο Σύνταγμα  εκκινεί από μια ορθή -υιοθετημένη μετά την δικτατορία και τα ολέθρια  «Συντάγματά» της, που προέβλεπαν απαγόρευση πολιτικών κομμάτων- και δημοκρατική πολιτικά αντίληψη. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η δημοκρατία δεν απαγορεύει τις θεωρούμενες ως  «ακραίες» πολιτικές απόψεις και οργανώσεις εντός αυτής, διασφαλίζοντας την μέγιστη δυνατή  και ισότιμη ελευθερία πολιτικής έκφρασης και οργάνωσης [4]. Είναι αξιολογικά ουδέτερη (“wertneutral”) και όχι μαχόμενη ή αξιολογικά δεσμευμένη (“militant”, wertgebunden”). Και ευτυχώς, διότι διαφορετικά θα απονέμαμε σε ένα «αμερόληπτο»  δικαστήριο την αρμοδιότητα να κρίνει τι είναι συνταγματικά  νόμιμο και τι όχι [5]. Έτσι, η δημοκρατία μένει ανοιχτή ακόμη και σε ακραίες (συντακτικές/επαναστατικές) μεταβολές της, τις οποίες οι ίδιοι οι πολίτες κατά πλειοψηφία προωθούν ή εμποδίζουν.

Σύμφωνα με την αντίληψη περί αξιολογικής ουδετερότητας, μόνο με τον πολιτικό/ιδεολογικό  αγώνα και όχι με απαγορεύσεις μπορεί η δημοκρατία να επιβιώσει. Ιδίως σήμερα, όπου αναπτύσσεται η επικίνδυνη θεωρία των δυο «άκρων», η μη πρόβλεψη απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων είναι θετική, πολλαπλά χρήσιμη και ουσιαστική.. Άλλωστε, εντός της Ε.Ε., έχουν υπάρξει  ήδη παραδείγματα απαράδεκτης απαγόρευσης αριστερών πολιτικών κομμάτων ως «ακραίων», όπως  το ΚΚ Τσεχίας πριν από μερικά χρόνια. Η μη δυνατότητα απαγόρευσης ισχύει για τις δυνάμεις που εκάστοτε θεωρούνται «ακραίες», ακόμη και αν εκφέρουν έναν  βίαιο λόγο, αρκεί αυτός να μην κατατείνει στην άμεση και συγκεκριμένη προσβολή εννόμων αγαθών ( οπότε τα άτομα που τον εκφέρουν διώκονται ποινικά χωρίς να διαλύεται η οργάνωση). Ούτε μπορεί να απαγορευθεί το πολιτικό κόμμα ως σωματείο (κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 2 Σ), αφού αποτελεί νομικά sui generis νομικό πρόσωπο.

3. Τι συμβαίνει, όμως, όταν το πολιτικό κόμμα ως τέτοιο λειτουργεί επιτελικά και  οργανώνει συστηματικά πράξεις βίας; Νομίζουμε ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση δεν μας βοηθά η μη ρυθμιζόμενη  συνταγματική απαγόρευση –και θεωρούμε ότι ο συντακτικός νομοθέτης είχε υπόψη του και αυτήν την περίπτωση, με τα προηγούμενα της φασιστικής εμπειρίας του Μεσοπολέμου και ενσυνείδητα δεν προέβλεψε αυτήν την εξαίρεση, αποφεύγοντας τις γκρίζες ζώνες και  ανάγοντας το θέμα στον ποινικό νομοθέτη.  Μας βοηθά η ποινική νομοθεσία και ιδίως αυτή για τις εγκληματικές οργανώσεις (187 παρ.1 και 3 Π.Κ.-με όλες τις γνωστές  αρνήσεις ως προς την συνταγματικότητα της  κακουργηματικής παρ.1 κατά τον «τρομονόμο» 2928/ 2001). Η «Χρυσή Αυγή» μπορεί να είναι παράλληλα νόμιμο πολιτικό κόμμα και παράνομη εγκληματική οργάνωση. Μπορεί να έχει ένα επίσημο και ένα επιχειρησιακό δίκτυο. Αν μπορέσουμε να συγκροτήσουμε μια θεώρηση, κατά την οποία όλη η ΧΑ. συλλογικά  λειτουργεί ως επαναστατική οργάνωση και οι βίαιες πράξεις υπάγονται όντως και οργανώνονται από την συλλογική της βούληση και την ηγεσία της, τότε θα ποινικοποιηθεί ενδεχομένως όλη η οργάνωση. Αυτό είναι μια πρώτη σκέψη. Όμως, αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό, ούτε νομικά ούτε πολιτικά. Πρώτον, γιατί η οργάνωση αυτή δεν αναλαμβάνει εν συνόλω την ευθύνη για τις πράξεις των μελών της. Κυρίως, όμως γιατί αποδεικτικά αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι ευχερές και πρέπει, ίσως, να διακρίνεις μεταξύ πολιτικού τμήματος και εκτελεστικού πυρήνα. Τρίτον, επειδή η υπόσταση του 187 Π.Κ.  δεν έχει τυποποιηθεί για να περιλαμβάνει τόσο μαζικές σε μέγεθος οργανώσεις και η εφαρμογή της  θα οδηγούσε σε ακρότητες, χιλιάδες ποινικές διώξεις, δίκες σε στάδια κλπ, μη συμβατές με ένα δημοκρατικό πολίτευμα (εκτός αν πάμε στην λογική της συλλογικής ευθύνης της ηγεσίας, κάτι όχι τόσο επιθυμητό). Άρα, η λύση είναι, πέρα από την αναγκαία επίμονη, μη συγκεκαλυμμένη  και συστηματική τιμώρηση των πράξεων του Ποινικό Κώδικα από τα μέλη της «Χρυσής Αυγής», η δυνατότητα τιμώρησης πολλών επιμέρους εγκληματικών οργανώσεων, που εμπλέκονται σε συγκεκριμένες δραστηριότητες και εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της «Χρυσής Αυγής», η θέαση της «Χρυσής Αυγής» ως ενός αστερισμού πολλών και συγκεκριμένων  εγκληματικών οργανώσεων.

Θα μας πουν: αφού θέλετε την κατάργηση της κακουργηματικής εγκληματικής  οργάνωσης και των αντιτρομοκρατικών νόμων, γιατί την προτείνετε για την «Χρυσή Αυγή»; Κατ’ αρχήν, λοιπόν, αναφερόμαστε στην πλημμεληματική μορφή. Δεν μπορούμε, όμως, να καταλάβουμε, όσο η κακουργηματική μορφή ισχύει ακόμη, γιατί πρέπει να εφαρμόζεται μόνο προς το ένα «άκρο» του φάσματος και ποια λογική πολιτικής και νομικής  ισότητας επιτάσσει κάτι τέτοιο.   

2. Τα πολιτικά επιχειρήματα
            
Η αντιμετώπιση της Χ.Α. πρέπει να είναι βασικά πολιτική και ιδεολογική και επικουρικά νομοθετική και ποινική. Και αυτό γιατί:

α) αποτελεί φιλελεύθερη αυταπάτη (“liberal illusion”) η αντίληψη ότι το αστικό κράτος θα μας απαλλάξει από τον φασισμό –που το ίδιο γεννά και τροφοδοτεί– νομοθετικά. Μάλιστα, συμβαίνει το παράδοξο συχνά οι ίδιοι άνθρωποι να καταγγέλουν το κράτος για υπόθαλψη της Χ.Α. –και πολύ σωστά– και να του ζητούν να την διαλύσει!

β) η συνολική  απαγόρευση θα καταστήσει τους νεοναζί «αντισυστημικούς μάρτυρες της Δημοκρατίας» και θα αναβαθμίσει την επικινδυνότητά τους

γ) θα ξαναεμφανισθούν, όπως και αλλού (π.χ. Βέλγιο), με άλλη μορφή, οπότε θα ξανααπαγορευθούν κλπ, βάζοντας σε ενέργεια έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο. Το πιο σημαντικό,

δ) θα νομιμοποιηθεί μια πολιτική απαγόρευσης των άκρων, η οποία αργότερα θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά της Αριστεράς και ιδίως των πιο εξτρέμ παραλλαγών της. Τότε, πως θα αμφισβητήσουμε αυτό που οι ίδιοι έχουμε για άλλους  απαιτήσει; Θα έχουμε μια συνεκτική ηθικοπολιτική στάση ή όχι; Επιπλέον, σε καιρούς  κοινοβουλευτικής έκτακτης ανάγκης, δεν παίζεις με την φωτιά ούτε δίνεις στους αντιπάλους σου το σχοινί για να σε κρεμάσουν…

Ιστορικά, τέλος, δεν ισχύει το ότι ο φασισμός  κέρδισε τελικά επειδή δεν απαγορεύθηκε πρόωρα. Αυτό το επιχείρημα εφευρέθηκε μεταπολεμικά για να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τις κρατικές απαγορεύσεις κομμάτων στην ΟΔ Γερμανίας.  Πρώτον,  το ναζιστικό κόμμα απαγορεύθηκε ουσιαστικά μεταξύ 1923 και 1925, οπότε είχε ημιαναστείλει την λειτουργία του, με τον ηγέτη του στην φυλακή, και μετά ανέκαμψε στην πλήρη νομιμότητα. Ούτε ήταν δυνατό να απαγορευθεί μόνιμα, αφού χρησιμοποιούνταν από το αστικό κράτος ως άμεσο ανάχωμα κατά της Αριστεράς, ούτε και επιδιώχθηκε ποτέ η απαγόρευση  ως κεντρικός  στόχος από τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς, τα οποία προέκριναν την πολιτική, ιδεολογική αλλά κάποιες φορές και στρατιωτική αντιμετώπιση μαζί του (βλ. Κόκκινη  Εβδομάδα της Βιέννης 1934, συγκρούσεις στην Βαϊμάρη, Arditi del Popolo  κλπ) – με την εξαίρεση ενδεχομένως του αιτήματος διάλυσης των γκρουπούσκουλων της γαλλικής ακροδεξιάς στη δεκαετία του ’30. Όταν η Αριστερά ηττήθηκε πολιτικά και ιδεολογικά, και κλιμακώθηκε η «παθητική επανασταση», καμία απαγόρευση δεν μπορούσε πια να την προστατεύσει.

______________________________

Σημειώσεις –Αναφορές

1. Πρβλ. και την εισήγηση του Δ.Σαραφιανού «Ζητήματα νομικής αντιμετώπισης του νεοναζισμού», στην σχετική συζήτηση για την απαγόρευση της «Χρυσής Αυγής» την 30-10-2012.

2. Ενδεικτικά βλ. σε Γ.Δρόσου «Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα»., Αθήνα 1982, Δ. Μπελαντή «Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό-διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής», Αθήνα 2004, σελ.129-131 για την συζήτηση στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή του 1975, και πρακτικά ΕΠΑΘ  Ολομέλεια, σελ. 729 επ..  Για το ζήτημα της καταστολής των «ακραίων» και ιδίως της «θεμελιακής αντιπολίτευσης» βλ. και σε Γ. Ανιόλι «Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας», Αθήνα 1972 σελ. 85 επ., Λ. Φεραγιόλι «Αυταρχική Δημοκρατία και  κριτική της πολιτικής», Αθήνα 1985, σελ. 75-77.   

3. Και Σαραφιανός, ο.π..

4. Έτσι, και οι τοποθετήσεις των Γ.Μαύρου, Ν.Αλαβάνου, Λ. Κύρκου στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή (B’ Υποεπιτροπή και Ολομέλεια).
 
5.. Βλ. ενδεικτικά για το ζήτημα της αξιολογικής δέσμευσης του Συντάγματος σε Γ.Κασιμάτη «Περί των θεμελιωδών  αρχών του Συντάγματος» σε  περ. Το Σύνταγμα 1/1975 σελ. 1 επ., Δ.Μπελαντή «Αναζητώντας…» οπ.π. σελ. 129-135,  J.Lameyer “Streitbare Demokratie”, Berlin 1978, E.E.Brunner “Zur Problematik der verfassungsrechtlichen Behandlung extremistischer Parteien in den westlichen Demokratien”,  1965 κ.α.  

Πηγή: Rednotebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αθώος ο Βαξεβάνης

Στουρνάρας: Κάνουμε πολιτική διαπραγμάτευση