in

Γερμανικά νούμερα I: Από τον δυομισικομματισμό στον ήπιο πλουραλισμό

Γερμανικά νούμερα I: Από τον δυομισικομματισμό στον ήπιο πλουραλισμό

Ποτέ, στη μεταπολεμική ιστορία, οι εκλογές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχαν τόση προβολή στα ελληνικά ΜΜΕ ούτε είχαν προκαλέσει τόσο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη. Οι αμερικανικές –βέβαια–  οι γαλλικές –πολύ συχνά– ακόμη κι οι ιταλικές εκλογές, έχουν κατά το παρελθόν συζητηθεί έντονα, αλλά τώρα οι γερμανικές εμφανίζονται ως ένας είδος ορόσημου, η έλευση του οποίου αντιμετωπίζεται με ανάμικτα αισθήματα ελπίδας και φόβου. Ρίχνοντας μια ματιά στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στη Δυτική, και εν συνεχεία στην ενοποιημένη, Γερμανία μεταπολεμικά, μπορούμε να πούμε ότι και για το γερμανικό κοινό αυτές οι εκλογές είναι μάλλον πολύ ενδιαφέρουσες, όπως έχουν γίνει γενικά οι πιο πρόσφατες εκλογές στη χώρα αυτή, ιδιαίτερα αν τις συγκρίνουμε μ’ εκείνες των δεκαετιών του ’60 και του ’70 που δεν θα είχαμε άδικο αν τις χαρακτηρίζαμε κάπως ανιαρές.

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

Το πιο βασικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής (δυτικο)γερμανικής πολιτικής ιστορίας είναι η σταθερότητα. Δηλαδή, αυτή που γίνεται είναι η 18η αναμέτρηση σε 64 χρόνια (μέσος όρος που μεσολαβεί μεταξύ εκλογών 3,56 χρόνια με κανονική θητεία κάθε βουλής τα τέσσερα χρόνια), καθώς μόνο τέσσερις φορές έχουν γίνει πρόωρες εκλογές (1972, 1983, 1990 και 2005). Επίσης, υπήρξαν οκτώ όλα κι όλα άτομα που έγιναν καγκελάριοι, πέντε χριστιανοδημοκράτες (Κ. Αντενάουερ, Λ. Έρχαρντ, Κ. Κίζιγκερ, Χ. Κολ, Α. Μέρκελ) και τρεις σοσιαλδημοκράτες (Β. Μπραντ, Χ. Σμιτ, Γκ. Σρέντερ) Συγκριτικά να αναφέρουμε ότι το ίδιο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα έγιναν 22 βουλευτικές εκλογές (με μια επταετία, μάλιστα, που το «σπορ» αυτό ήταν απαγορευμένο), ενώ μόνο μεταπολιτευτικά είχαμε δέκα πρωθυπουργούς.

Σημαντικό στοιχείο που δηλώνει, αλλά και συμβάλλει σε, αυτή τη σταθερότητα είναι το γεγονός πως ο εκλογικός νόμος είναι βασικά ίδιος και –σχεδόν– απαράλλακτος όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια, υπάρχουν τα παραδείγματα των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου τα εκλογικά συστήματα παραμένουν αναλλοίωτα επί αιώνες (πράγμα που οδηγεί και σε στρεβλώσεις της αντιπροσώπευσης όπως έδειξε η πρώτη εκλογή του Μπους Τζούνιορ που νίκησε αν και βγήκε δεύτερος), αλλά από την άλλη υπάρχουν τα παραδείγματα της Γαλλίας και της Ιταλίας με αρκετές αλλαγές στα εκλογικά συστήματα μεταπολεμικά. Σε κάθε περίπτωση, έχουν εκφραστεί απόψεις που υποστηρίζουν ότι ένα εκλογικό σύστημα σαν το γερμανικό πρέπει να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Ο γερμανικός εκλογικός νόμος, λοιπόν, συνδυάζει μονοεδρικές περιφέρειες με απλή αναλογική κατανομή των εδρών για τα κόμματα που ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο ποσοστό ψήφων. Έτσι όλη η χώρα χωρίζεται σε 299 μονοεδρικές περιφέρειες (όπου ο πρώτος σε ψήφους παίρνει την έδρα), οι οποίες ανήκουν στα ομόσπονδα κρατίδια όπου γίνεται και η αναλογική κατανομή μεταξύ των κομμάτων που είτε εξασφαλίζουν πάνω από 5% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο (όριο αρκετά υψηλό, αλλά υπάρχουν και υψηλότερα, όπως το 10% στην Τουρκία) είτε κερδίζουν τρεις μονοεδρικές. Η επιβολή του ορίου ήταν η βασική αλλαγή στον εκλογικό νόμο κι έγινε στα τέλη της δεκαετίας του ’50.

Το ψηφοδέλτιο είναι ενιαίο και χωρίζεται σε δυο μέρη (όπως φαίνεται στην εικόνα 1). Στην αριστερή πλευρά βρίσκονται τα ονόματα των υποψηφίων (με την κομματική τους ένταξη) για τη μονοεδρική και στη δεξιά οι λίστες των κομμάτων για το κρατίδιο. Οι ψήφοι στη δεξιά πλευρά μετρούν για το εθνικό ποσοστό του κόμματος ως προς το όριο (και είναι κι αυτοί που χρησιμοποιούμε στους πίνακες και τα διαγράμματα αυτού άρθρου).

Εικόνα 1

Παράδειγμα ψηφοδελτίου στις γερμανικές εκλογές, αριστερά οι υποψήφιοι στη μονοεδρική, δεξιά οι λίστες των κομμάτων για την ευρύτερη περιφέρεια.

Έτσι οι εκλογείς μπορούν να επιλέξουν τον υποψήφιο ενός κόμματος για τη μονοεδρική και τη λίστα ενός άλλου κόμματος για την ευρύτερη περιφέρεια (στην οποία δεν έχουν δικαίωμα σταυροδοσίας). Στην πράξη, όμως, δεν υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των δύο ψήφων, όσον αφορά τα κοινοβουλευτικά κόμματα, δηλ. οι περισσότεροι ψηφοφόροι ψηφίζουν το ίδιο κόμμα τόσο στη μονοεδρική όσο και στην ευρύτερη περιφέρεια. Μια μικρή παρενέργεια αυτού του συστήματος είναι ο κυμαινόμενος αριθμός των βουλευτικών εδρών σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η κατανομή των εδρών στο κρατίδιο γίνεται συμπεριλαμβανόμενων των μονοεδρικών, των οποίων όμως οι έδρες είναι αναπαλλοτρίωτες. Δηλ. εάν ένα κόμμα δικαιούται πέντε έδρες σε μια ευρύτερη εκλογική περιφέρεια κι έχει ήδη καταλάβει τρεις στις μονοεδρικές αυτής της περιφέρειας θα εκλέξει και τους δύο πρώτους στη λίστα του∙ αν όμως δικαιούται δύο στην ευρύτερη περιφέρεια κι έχει πάλι εκλέξει τρεις στις μονοεδρικές τότε κρατάει και τις τρεις αυτές έδρες. Επειδή όμως μ’ αυτόν τον τρόπο ένα κόμμα μπορούσε τελικά να έχει περισσότερες έδρες απ’ όσες τους αναλογούν (π.χ. μ’ αυτόν τον τρόπο το 2009 η CDU βγήκε κερδισμένη κατά 21 βουλευτές). Αυτές θα είναι οι πρώτες εκλογές που και τα υπόλοιπα κόμματα θα παίρνουν έδρες μέχρι να φτάσουν όλα σ’ αυτές που τους αναλογούν με απόλυτα αναλογική κατανομή. Το 2002 οι συνολικές έδρες της Ομοσπονδιακής Βουλής (Μπούντεσταγκ) ήταν 603, το 2005 έγιναν 614 και το 2009 ανέβηκαν στις 622, ενώ τώρα θα είναι μάλλον πολύ περισσότερες.

Θεωρητικά οι μονοεδρικές επιτρέπουν είτε να εκλεγούν βουλευτές ακόμη και ανεξάρτητοι υποψήφιοι είτε να εισέλθουν στη Βουλή κόμματα που δεν πιάνουν το 5% σε όλη τη Γερμανία. Στην πράξη αυτές οι οριακές περιπτώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Στο πρώτο κοινοβούλιο της Δυτικής Γερμανίας που προήλθε από τις εκλογές του 1949 υπήρχαν τρεις βουλευτές χωρίς κομματική ένταξη, ενώ δυο φορές (1994 και 2002) το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) κατόρθωσε να μπει στη Βουλή από το «παράθυρο» των μονοεδρικών, την πρώτη φορά επειδή κέρδισε τέσσερις μονοεδρικές μπήκε κανονικά στην κατανομή αποκτώντας μια κοινοβουλευτική ομάδα τριάντα μελών, ενώ τη δεύτερη έμεινε μόνο με τους δυο βουλευτές των μονοεδρικών. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι το 1990 –στις πρώτες εκλογές στην ενιαία Γερμανία– το όριο του 5% ίσχυσε όχι για όλη τη Γερμανία αλλά για κάθε πρώην τμήμα της (Δυτική και Ανατολική) χωριστά∙ πιάνοντας το όριο μόνο ανατολικά μπήκαν στην Μπούντεσταγκ το PDS (κάτι αναμενόμενο) αλλά και οι Πράσινοι (die Grünen).

Πάνω από το όριο, όπως προαναφέραμε, υπάρχει απλή αναλογική, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο το σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα αν τα ποσοστά της αναντιπροσώπευτης ψήφου (δηλ. τα ποσοστά των κομμάτων που δεν μπαίνουν στη βουλή) είναι εξαιρετικά χαμηλά. Πράγματι, μόνο μια φορά υπήρξε μονοκομματική κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1957 η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), μαζί με την «αδελφή» της Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), εξασφάλισε το 50,22% των ψήφων και 277 από τις 519 (τότε) έδρες της Ομοσπονδιακής Βουλής. Παρά την αυτοδυναμία ο Κόνραντ Αντενάουερ επέλεξε αρχικά να βάλει στην κυβέρνηση και τη μικρή (17 έδρες) κοινοβουλευτική ομάδα του δεξιότερου Γερμανικού Κόμματος (DP) πριν γίνει (για περίπου ένα χρόνο) ο μοναδικός καγκελάριος που δεν είχε ανάγκη στήριξης άλλου κόμματος.

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω μπορούμε να δούμε την εξέλιξη των ποσοστών της συμμετοχής στις εκλογές (διάγραμμα 1) καθώς και τα ποσοστά των κομμάτων σ’ αυτές (διάγραμμα 2).

Διάγραμμα 1

Συμμετοχή των ψηφοφόρων στις γερμανικές εκλογές

 

Διάγραμμα 2

Διακύμανση των ποσοστών των κομμάτων στις γερμανικές εκλογές, στη μέση αναφέρονται οι κυβερνητικοί συνασπισμοί [CDU/CSU = Χριστιανοδημοκρατική Ένωση / Χριστιανοκοινωνική Ένωση, SPD = Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, FDP = Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, Büdnis 90/Die Grünen = Συμμαχία 90 / Οι Πράσινοι, Linkspartei = Κόμμα της Αριστεράς (μέχρι το 2005, PDS = Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού), Sonstige = Άλλα κόμματα (π.χ. DP = Γερμανικό Κόμμα, GB/BHE = Πανγερμανικό Μπλοκ / Ένωση Εξορισμένων και Αποστερημένων από Δικαιώματα, FVP = Ελεύθερο Λαϊκό Κόμμα].

Μετά από επεξεργασία των αποτελεσμάτων όλων των μεταπολεμικών γερμανικών εκλογών προκύπτουν οι παρακάτω πίνακες. Στον πρώτο βλέπουμε το άθροισμα των ποσοστών των δύο μεγάλων κομμάτων –Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) συν Σοσιαλδημοκράτες (SPD)– δηλ. του κλασικού δικομματισμού, κατόπιν το άθροισμα των δύο αυτών κομμάτων συν του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP), του παραδοσιακού μικρού εταίρου των κυβερνήσεων συνασπισμού (αυτό που αποκαλώ άθροισμα του δυομισικομματισμού) και τέλος το ποσοστό των κομμάτων που δεν εκπροσωπούνται στην Μπούντεσταγκ. Στον δεύτερο πίνακα έχουμε τον αριθμό των κοινοβουλευτικών κομμάτων καθώς κι όσων συμμετέχουν στις εκλογές σε εθνικό επίπεδο (κι όχι μόνο σε μερικές μονοεδρικές), τον ουσιαστικό αριθμό κομμάτων (μέγεθος που προκύπτει διαιρώντας τη μονάδα δια του αθροίσματος των τετραγώνων των ποσοστών των κομμάτων), καθώς και την πολυδιάσπαση (εδώ αφαιρούμε το προηγούμενο άθροισμα από τη μονάδα).

Πίνακας 1

Αθροίσματα δικομματισμού και δυομισικομματισμού καθώς και αναντιπροσώπευτη ψήφος στη Γερμανία 1947-2009

Έτος

CDU/CSU + SPD

CDU/CSU + SPD + FDP

Αναντιπροσώπευτη ψήφος

1949

60,23

72,15

1,12

1953

74,00

83,55

7,33

1957

81,99

89,71

6,92

1961

81,54

94,31

5,69

1965

86,87

96,36

3,64

1969

88,76

94,53

5,47

1972

90,71

99,07

0,93

1976

91,20

99,12

0,88

1980

87,40

98,02

1,98

1983

86,96

93,92

0,52

1987

81,30

90,39

1,35

1990

77,29

88,31

4,20

1994

77,82

84,74

3,61

1998

76,07

82,32

5,88

2002

77,03

84,40

3,04

2005

69,42

79,25

3,93

2009

56,83

71,40

6,01

 

 

Από τον πίνακα αυτό προκύπτει το παρακάτω διάγραμμα.

Διάγραμμα 3

Ποσοστά δικομματισμού (CDU/CSU+SPD, μπλε γραμμή), δυομισικομματισμού (CDU/CSU+SPD+FDP, πορτοκαλί γραμμή) και αναντιπροσώπευτης ψήφου (κίτρινη γραμμή).

 

Πίνακας 2

Αριθμοί κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές σε εθνικό επίπεδο και όσων εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο, καθώς και Ουσιαστικός Αριθμός Κομμάτων και Πολυδιάσπαση στη Γερμανία 1949-2009

Έτος

Αριθμός κοινοβουλευτικών κομμάτων

Αριθμός κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές

Ουσιαστικός Αριθμός Κομμάτων

Πολυδιάσπαση

1949

10

13

4,83

0,79

1953

6

12

3,31

0,70

1957

4

11

2,76

0,64

1961

3

8

2,82

0,65

1965

3

10

2,56

0,61

1969

3

11

2,50

0,60

1972

3

7

2,39

0,58

1976

3

15

2,36

0,58

1980

3

11

2,54

0,61

1983

4

12

2,55

0,61

1987

4

15

2,87

0,65

1990

5

22

3,13

0,68

1994

5

21

3,16

0,68

1998

5

32

3,30

0,70

2002

5

23

3,21

0,69

2005

5

24

3,77

0,73

2009

5

26

4,66

0,79

 

Με βάση αυτόν τον πίνακα φτιάχνουμε τα δυο παρακάτω διαγράμματα

 

Διάγραμμα 4

Αριθμοί κοινοβουλευτικών κομμάτων (λαχανί) και κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές σε εθνικό επίπεδο (ώχρα).

 

Διάγραμμα 5

Διακύμανση του Ουσιαστικού Αριθμού Κομμάτων.

 

Βλέποντας τους πίνακες και τα σχήματα νομίζω ότι είναι φανερή η πορεία προς την οικοδόμηση και κατόπιν την αποδόμηση του συστήματος που αποκαλώ δυομισικομματισμό, από τα δύο μεγάλα (CDU/CSU και SPD) κόμματα και το ένα μικρό, το «μισό» δηλ. (FDP). Από τον πλουραλισμό των πρώτων (μεταπολεμικών και μεταναζιστικών) εκλογών (δέκα κόμματα στη Βουλή, άθροισμα δικομματισμού στο 60% και των τριών πρώτων κομμάτων στο 72% και Ουσιαστικό Αριθμό Κομμάτων 4,83) περνάμε –σχετικά γρήγορα, μέσα σε μια δεκαετία– στο σύστημα των δυόμισι κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς (που δεν είναι και πολλοί, τρεις όλοι κι όλοι), γεγονός το οποίο ενίσχυσε η επιβολή του ορίου για την είσοδο στη Βουλή. Από το 1961 μέχρι το 1983, στην Μπούντεσταγκ εκπροσωπούνται μόνο τα ίδια τρία κόμματα, τα οποία συγκεντρώνουν πάνω από το 90% των ψήφων (το 1972 και 1976, μάλιστα ξεπερνούν το 99%) με εξαιρετικά μαζική συμμετοχή στις εκλογές, σταθερά κοντά στο 90% (πάλι στις εκλογές του ’72 και του ’76, σημειώνονται τα μέγιστα συμμετοχής με 91%, και στις δύο αυτές εκλογές είναι νικήσει το SPD). Ακόμα κι ο αριθμός των κομμάτων που «τολμούν» να κατέβουν στις εκλογές μειώνεται και τα ποσοστά της αναντιπροσώπευτης ψήφου, δηλ. της ψήφου σε κόμματα που δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή πέφτει τη δεκαετία του ’70 κάτω από τη μονάδα, καθώς φαίνεται ότι δεν έχει νόημα ο,τιδήποτε συμβαίνει εκτός του συστήματος των δυόμισι κομμάτων.

Μετά την αποκορύφωση του 1976, τόσο το άθροισμα των δύο πρώτων κομμάτων όσο και του δυόμισι εμφανίζει μια αργή αλλά σταθερή μείωση. Το πρώτο ρήγμα στο δυομισικομματισμό θα είναι η εμφάνιση των Πράσινων, που το 1983 θα αποτελέσουν το τέταρτο κοινοβουλευτικό κόμμα, ενώ από την ενοποίηση (1990) κι ύστερα η Μπούντεσταγκ θα είναι σταθερά πεντακομματική, ακόμη κι αν ενίοτε το PDS μπαίνει σ’ αυτήν οριακά ή με ελάχιστη εκπροσώπηση. Η συγκρότηση του Die Linke οριστικοποιεί την παρουσία του πέμπτου κοινοβουλευτικού κόμματος. Δεν αυξάνονται όμως μόνο τα κόμματα εντός Βουλής αλλά κι αυτά που εν γένει κατεβαίνουν στις εκλογές, όπως επίσης κι η αναντιπροσώπευτη ψήφος που από το 1990 ξεπερνάει σταθερά το 3% και δυο φορές (1998 και 2009) πιάνει το 6%, παρά την αύξηση του αριθμού των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο (φαίνεται ότι ακόμα κι η «χαμένη» ψήφος αποκτά μεγαλύτερο νόημα).

Το άθροισμα των ποσοστών των παραδοσιακών κομμάτων θα παρουσιάσει επίσης πτώση κι αφού βρέθηκε κάτω από 80% για τα δύο και κάτω από 90% για τα δυόμισι κόμματα το 1990, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, στη συνέχεια θα παρουσιάσει τάσεις σταθεροποίησης για να αρχίσει μια πιο απότομη πτώση στις τελευταίες δύο εκλογές (CDU/CSU+SPD = 69,4% το 2005 και 56,8% το 2009, ενώ CDU/CSU+SPD+FDP = 79,2% το 2005 και 71,4% το 2009). Στις προηγούμενες, λοιπόν, εκλογές, τόσο ο δικομματισμός όσο κι ο δυομισικομματισμός σημείωσαν ιστορικά ελάχιστα. Άνοδο, απ’ την άλλη, παρουσιάζει η αποχή, καθώς το ποσοστό συμμετοχής μετά την ενοποίηση είναι σχεδόν πάντα (με εξαίρεση το 1998) κάτω από 80%, για να πιάσει το 2009 κι αυτό ιστορικό ελάχιστο, ξεπερνώντας μετά βίας το 70%. Γενικότερη τάση αποπολιτικοποίησης αλλά και απογοήτευση από τα κλασικά κόμματα εξουσίας ίσως είναι κι εδώ οι βασικοί λόγοι που οδηγούν σε πτώση της συμμετοχής των ψηφοφόρων. Τέλος κι οι δείκτες πλουραλισμού όπως ο Ουσιαστικός Αριθμός Κομμάτων κι η Πολυδιάσπαση σημειώνουν μεγάλη άνοδο μετά το 1990 κι ιδιαίτερα στις τελευταίες εκλογές. Συγκεκριμένα, ο Ουσιαστικός Αριθμός Κομμάτων είναι πάντα μεγαλύτερος του 3 από το 1990, για να φθάσει το 2009 το 4,66, δεύτερη μεγαλύτερη τιμή μετά το 4,83 των εκλογών του 1949.

Σημαντικό, λοιπόν, ερώτημα για τις τωρινές εκλογές είναι αν θα συνεχιστεί η αποδόμηση του συστήματος του δυομισικομματισμού. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, αν δεν διέρχεται κρίση, σίγουρα εμφανίζει έντονα σημάδια κόπωσης.

Τα στοιχεία προέρχονται κυρίως από τις ιστοσελίδες:

http://en.wikipedia.org/wiki/Elections_in_Germany, και άλλες της Wikipedia και

http://www.spiegel.de/international/germany/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια δολοφονία, μια αντιφασιστική πορεία και το τέλος της αυταπάτης. Του Αντώνη Γαλανόπουλου

O Μεγάλος Δικτάτωρ στο θερινό σινεμά της ΕΡΤ3