in

Ελένη Χατζή: Η θεοποίηση του “εγώ” αναπόφευκτα οδήγησε τον άνθρωπο σε ρήξη με τη συναισθηματική και ηθική πλευρά του

Ελένη Χατζή: Η θεοποίηση του “εγώ” αναπόφευκτα οδήγησε τον άνθρωπο σε ρήξη με τη συναισθηματική και ηθική πλευρά του

Μετά τη γνωριμία του αναγνωστικού κοινού με την Ελένη Χατζή μέσα από το πρώτο μυθιστόρημά της (Ο μάγος – εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2011), κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες από τον εκδοτικό οργανισμό ΛΙΒΑΝΗ το νέο μυθιστόρημά της, με τίτλο Ο λάκκος του θριάμβου. Διαλέγοντας αυτόν τον τίτλο «διότι περιγράφει με επάρκεια τον κόσμο του βιβλίου, τις αντιφάσεις και συγκρούσεις που με ενδιαφέρει να αναδείξω» όπως σημειώνει η ίδια, η Ελένη Χατζή γράφει για το νέο βιβλίο της: «Ο κόσμος του είναι χωρισμένος στα δύο: απ’ τη μια οι ισχυροί άνθρωποι πλούτου και εξουσίας κι απ’ την άλλη οι καθημερινοί άνθρωποι, που ζουν σε συνεχή απογοήτευση και ματαίωση των κόπων και των ελπίδων τους». Αυτούς τους δύο κόσμους αποτυπώνει στους πυκνούς διαλόγους του 320 σελίδων μυθιστορήματός της. Από πρόσφατη μακρά συνομιλία μας παραθέτουμε τα κάτωθι λεγόμενά της:

«“Αυτά τα τσακάλια μόνο δείχνουν ότι παγιδεύτηκαν ή υποχωρούν / Μια καινούργια αγέλη μαζεύεται ξανά εκεί πίσω απ’ τους θάμνους / Το ουρλιαχτό τους το ξέρουμε, δεν θα μας λυπηθούν”. Αυτή η εικόνα από το ποίημα του Νιγηριανού νομπελίστα Γουόλε Σόγινκα Ώρες χαμένες, ώρες κλεμμένες ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Εκεί, θέλησα να μελετήσω ένα θέμα που με απασχολούσε από καιρό: πώς ο πολιτισμός της δύσης δημιούργησε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος όφειλε να αφιερωθεί στο κυνήγι του κέρδους, όχι μόνο με την υλική έννοια, αλλά να νιώθει “κερδισμένος” με κάθε τρόπο σε συντροφικές, επαγγελματικές ή ερωτικές σχέσεις. Μια θεοποίηση του “εγώ”, που αναπόφευκτα τον οδήγησε σε ρήξη με τη συναισθηματική και ηθική πλευρά του».

«Εδώ θέλησα να δω και κάτι άλλο: τον κόσμο των καθημερινών ανθρώπων που μοχθούν και περιμένουν μιαν ανταμοιβή που ποτέ δεν έρχεται, την απογοήτευση και την απελπισία, καθώς γκρεμίζονται όνειρα και προσδοκίες τους. Αλλά και πώς αυτή η απογοήτευση δημιουργεί εύφορο έδαφος για να κυριαρχήσουν η βία και ο παραλογισμός -όταν η “λογική” μιας κοινωνίας γίνεται απάνθρωπη, μπορεί να αρνηθείς τους κανόνες που τη διέπουν. Αυτοί οι δυο κόσμοι, των ισχυρών και των αδύναμων, αναπόφευκτα οδηγούνται στη σύγκρουση. Στο “Λάκκο του θριάμβου” κυριαρχεί η ιδέα της σύγκρουσης ως χαρακτηριστικού της ανθρώπινης ύπαρξης. Με ενδιαφέρει η παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της αντίφασης που τη χαρακτηρίζει, μια και όλοι ζούμε πάντα -συνειδητά ή ασυνείδητα- την πιθανότητα του μελλοντικού τέλους μας».

«Αυτό τον προβληματισμό ενθάρρυνε η σχέση μου με την τέχνη και ιδιαίτερα τη λογοτεχνία. Η ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ο “ποιητικός ρεαλισμός” του Ντοστογιέφσκι, όπως τον αποκαλεί ο Ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν, το ρεαλιστικό μυθιστόρημα των αρχών του 20ου αιώνα με κυρίαρχη την αμερικάνικη λογοτεχνία της γενιάς του κραχ του ‘29 (Στάινμπεκ, Φιτζέραλντ, Κάλντγουελ), αλλά και μυθιστορήματα του μοντερνισμού όπως οι Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ, ο Αλμπέρ Καμί, η αφηγηματική τεχνική του “stream of consciousness” (συνειδησιακή ροή) της Βιρτζίνια Γουλφ και του Γουίλιαμ Φόκνερ, θα έλεγα ότι είναι μερικές από τις βασικές λογοτεχνικές επιρροές που δέχθηκα».

«Ο κινηματογράφος επίσης με επηρεάζει και με εμπνέει. Στην εποχή μας είναι μια πολύ δημιουργική τέχνη, που βρίσκει διαρκώς νέους βηματισμούς και νέους τρόπους έκφρασης. Τώρα η λογοτεχνία δανείζεται από τον κινηματογράφο αφηγηματικές τεχνικές, ρυθμούς και αισθητική και εμπλουτίζεται. Είναι μια τέχνη που ενδιαφέρεται για το box office, αλλά παράγει ακόμη μεγάλα έργα».

«Ζούμε σε μια post- literate (μετα-λογοτεχνική) εποχή, που σημαίνει πως οι άνθρωποι διαβάζουν πολύ λιγότερο απ’ ότι στο παρελθόν. Αυτό δημιουργεί μη “ασκημένους” αναγνώστες, που εύκολα θα ικανοποιηθούν με χαμηλής ποιότητας βιβλία. Επίσης η εκτύπωση ενός βιβλίου έχει γίνει σχετικά φθηνή υπόθεση. Πολλές εκατοντάδες τυπώνονται μόνο στη χώρα μας κάθε χρόνο, ο αναγνώστης χάνεται και συνήθως αγοράζει αυτό που πουλάει περισσότερο -σαν εγγύηση πως είναι “καλό”. Κι αυτό που πουλάει περισσότερο, αν εξαιρέσουμε κάποια δημοφιλή λογοτεχνικά βραβεία κάθε χρονιάς, ανήκει συνήθως στην παρα-λογοτεχνία, τη λογοτεχνία πολύ χαμηλών απαιτήσεων από άποψη προβληματισμού και ποιότητας γραφής».

«Ο συγγραφέας, όπως κάθε καλλιτέχνης και πνευματικός άνθρωπος, χρειάζεται να έχει επιμονή στη δυσκολία. Δυσκολία όχι στον τρόπο που γράφουμε, αλλά στο πόσο αυτό που κάνουμε είναι γέννημα μιας βαθύτερης εσωτερικής επεξεργασίας, προβληματισμού και φυσικά καλλιέργειας. Δεν γίνεται να γράφεις μυθιστόρημα και να μην έχεις διαβάσει, να μην έχεις προβληματισμούς για τον κόσμο που ζεις ούτε να έχεις πειραματιστεί σε μεγάλη χρονική διάρκεια με τα μέσα σου, δηλαδή τη γλώσσα και τις τεχνικές σου. Αυτό δείχνει πόσο εμείς οι ίδιοι -κι αυτό ισχύει για όλες τις τέχνες- αγαπάμε τη λογοτεχνία και όχι μόνο ικανοποιούμε το ναρκισσισμό ή την καλοπέρασή μας. Η λογοτεχνία είναι επικοινωνία με τον αναγνώστη κι εσύ ο ίδιος ορίζεις αν θα είναι σχέση ενδιαφέροντος ή μια σχέση πρόχειρη και φτηνή χωρίς απαιτήσεις».

«Οι συγγραφείς πρώτοι απ’ όλους πρέπει να υποστηρίξουν μια ιδέα που έχει ανάγκη η εποχή μας περισσότερο από ποτέ, αυτή που εξέφρασε ο Φρέντερικ Ντάγκλας, ένας σκλάβος που απέδρασε από τον αμερικάνικο νότο και κέρδισε την ελευθερία του 170 χρόνια πριν. Δουλεία είναι το πνευματικό σκοτάδι».

Η Ελένη Χατζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Είναι γλωσσολόγος (πανεπιστήμιο Αθηνών) με μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όπου μελέτησε τις προϊστορικές γραφές της Αιγαιακής Εποχής του Χαλκού και της Μεσοποταμίας. Έχει εργαστεί στο χώρο της διαφήμισης, των εκδόσεων και της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Το 2006 εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο «Ορείχαλκος» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Μετέφρασε και επιμελήθηκε συλλογή ποιημάτων του Νιγηριανού νομπελίστα ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Γουόλε Σόγινκα («Η Σαμαρκάνδη και άλλα ποιήματα», Γαβριηλίδης 2011).

Θοδωρής Μπακάλης για το Φιλμ Νουάρ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αδυναμία αλληλεγγύης Του Χρήστου Λάσκου

Ένα ραδιόφωνο που ακούει ανέβηκε Θεσσαλονίκη-93,4 στο Κόκκινο!